η λέξη sabotage είχε στην αργκό τη σημασία της τσαπατσούλικης δουλειάς
Posted by sarant στο 25 Νοεμβρίου, 2015
Χτες το βραδάκι είχα ανοιχτή μιαν ειδησεογραφική τηλεοπτική εκπομπή στον υπολογιστή και άκουγα, ενώ έγραφα κάτι. Κι ενώ η εκπομπή κάλυπτε την κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου από τα τουρκικά μαχητικά, και τις εξελίξεις που μπορεί να πυροδοτήσει η ενέργεια αυτή, την οποία ο Ρώσος πρόεδρος χαρακτήρισε «πισώπλατο χτύπημα» ενώ παράλληλα έκανε λόγο για το λαθρεμπόριο καυσίμων από το οποίο το Ισλαμικό Κράτος και η Τουρκία θησαυρίζουν, ενώ λοιπόν ο δημοσιογράφος αναφερόταν σε κρισιμότατες διεθνείς εξελίξεις, ο συντονιστής της εκπομπής τον διέκοψε για έκτακτη επικαιρότητα. Και ήταν η έκτακτη επικαιρότητα, κρατηθείτε, οι δηλώσεις Παπαμιμίκου έξω από τα γραφεία της ΝΔ στη λεωφόρο Συγγρού, δηλώσεις στις οποίες ο γραμματέας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανακοίνωνε ότι δεν πρόκειται πλέον να προεδρεύει στην Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή ίσαμε τις προσεχείς (;) εκλογές για την ανάδειξη προέδρου του κόμματος.
Σίγουρα σκεφτήκατε τη φοράδα και το ατύχημα που έπαθε στο αλώνι, ενώ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα μπορούσε να ανακράξει φλεγματικά «Ανθ’ ημών Παπαμιμίκος» -ωστόσο κάτι ανάλογο θα κάνω κι εγώ, αφού από αυτά τα δυο γεγονότα της επικαιρότητας, το ένα διεθνές και ενδεχομένως κοσμοϊστορικό και το άλλο εσωτερικό και πιθανότατα ασήμαντο, πρόκειται να διαλέξω το δεύτερο για θέμα του σημερινού μου άρθρου.
Όχι όμως για να το σχολιάσω -αν και θα το κάνω κι αυτό- αλλά κυρίως για να λεξιλογήσω, με άξονα τις δυο λέξεις του τίτλου, που συνδέονται με τα όσα κωμικοτραγικά συμβαίνουν τελευταία στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Η πρώτη λέξη του τίτλου, το φιάσκο, χαρακτηρίζει επαρκώς τα τεκταινόμενα στη ΝΔ. Η αναβολή των εκλογών ήταν φιάσκο πρώτης γραμμής, ενδεικτικό για τον τρόπο λειτουργίας όλου του πελατειακού κράτους που έστησαν στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα, με έναν ιδιωτικό τομέα κατά μεγάλο ποσοστό ανίκανο και κρατικοδίαιτον, όπου οι γνωριμίες και οι μίζες είχαν αναχθεί σε καθοριστικά κριτήρια ανάθεσης συμβάσεων.
Επειδή όμως εδώ λεξιλογούμε, να θυμίσουμε (διότι τα έχουμε ξαναπεί), ότι η λέξη «φιάσκο» σημαίνει βέβαια την αποτυχία, αλλά χρησιμοποιείται συνήθως όχι για οποιαδήποτε αποτυχία, αλλά κυρίως για την παταγώδη αποτυχία, την οριστική, την εκκωφαντική, την αποτυχία που πονάει και τσούζει. Η λέξη είναι δάνειο από τα ιταλικά, fiasco. Η λέξη fiasco, που η αρχική της σημασία είναι μπουκάλι, προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό flasco, το οποίο όμως μάλλον είναι δάνειο από παλαιογερμανική λέξη. Από την ίδια λέξη άλλωστε προήλθε και το σημερινό γερμανικό Flasche (μπουκάλι), το αγγλικό flask, αλλά και η δική μας φλάσκα (μέσω ενός μεσαιωνικού λατινικού flasca). Η φλάσκα ή το φλασκί είναι δοχείο για νερό, το οποίο συχνά φτιαχνόταν από ξεραμένη κολοκύθα (περισσότερα για κολοκύθες και κολοκύθια, εδώ). Από το σχήμα της φλάσκας πήραν το όνομά τους οι ποικιλίες μελιτζάνες φλάσκες και πιπεριές φλάσκες. Αλλά ας γυρίσουμε στο φιάσκο ή μάλλον στο fiasco.
Είπαμε πιο πριν ότι η λέξη fiasco σήμαινε μπουκάλι. Η σημασία της αποτυχίας προήλθε από τη θεατρική αργκό, στην οποία υπήρχε η έκφραση far fiasco που σήμαινε «αποτυγχάνω» και λεγόταν για τις αποτυχημένες παραστάσεις, για να γενικευτεί στη συνέχεια και να λέγεται και για τις εκτός θεάτρου αποτυχίες. Από τα ιταλικά η λέξη, με τη σημασία της αποτυχίας, πέρασε όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά και στα γαλλικά και τα αγγλικά, μάλλον και σε άλλες γλώσσες. Πώς όμως φτάσαμε από το μπουκάλι στη (θεατρική) αποτυχία; Γιατί πήρε η έκφραση far fiasco αυτή τη σημασία;
Απάντηση οριστική δεν υπάρχει. Πρόκειται για μια από εκείνες τις δυσετυμολόγητες εκφράσεις για τις οποίες έχουν προταθεί πολλές εξηγήσεις, χωρίς καμιά τους να γίνει αποδεκτή. Θα αναφέρω μία από τις εξηγήσεις που έχουν προταθεί, που τη βρήκα στο λεξικό του Zingarelli. Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο ονομαστός μπολονέζος αρλεκίνος Ντομένικο Μπιανκολέλι (τον 17ο αιώνα) έκανε μια βραδιά στο θέατρο έναν αυτοσχεδιασμό κρατώντας ένα μπουκάλι, το οποίο μπουκάλι έπαιζε κεντρικό ρόλο στην υπόθεση. Όμως, δεν κατάφερε να κάνει το κοινό να γελάσει, οπότε οργισμένος στράφηκε στο μπουκάλι και του είπε «Εξαιτίας σου έγινα ρεζίλι σήμερα», και το πέταξε μακριά, οπότε στη συνέχεια κάθε φορά που κάποιος άλλος ηθοποιός αποτύγχανε να βγάλει γέλιο με το νούμερό του, το σινάφι έλεγε «E il fiasco d’Arlecchino», κι έτσι καθιερώθηκε η έκφραση.
Όμως επισημαίνω πως αυτή είναι μία μόνο από τις εξηγήσεις και πως το καλό λεξικό την παραθέτει χωρίς να την δέχεται, προτιμώντας να θεωρεί άγνωστη την αρχή της έκφρασης. Εγώ πάντως σκέφτηκα το ληκύθιον, το αρχαίο εκείνο μπουκαλάκι με το οποίο ο Αισχύλος στους αριστοφανικούς Βατράχους κονιορτοποίησε τους προλόγους του Ευριπίδη, κολλώντας παντού τη φράση «ληκύθιον απώλεσεν». Δεν λέω βέβαια πως από το ληκύθιον απώλεσεν βγήκε το far fiasco, αλλά πρόσεξα τη σύμπτωση.
Κι αφού αναλύσαμε το φιάσκο διεξοδικά, θα συμφωνήσετε ότι αξίζει ο χαρακτηρισμός για τα όσα έγιναν στη Νέα Δημοκρατία, αφού η αναβολή των εκλογών δεν ήταν μια απλή αντιξοότητα που θα μπορούσε να ξεπεραστεί χωρίς πολλές συνέπειες, ας πούμε με την παραίτηση ενός βολικού αποδιοπομπαίου τράγου, αλλά πυροδότησε συγκρούσεις στο εσωτερικό του κόμματος, παραιτήσεις ή απειλές για διάσπαση, νομικό κενό, γενικά τρικυμία σε ενυδρείο.
Και αναπόφευκτα κάποιοι αναρωτήθηκαν μήπως το φιάσκο οφειλόταν σε σαμποτάζ. «Ποτέ μην αποδίδεις σε δόλο ό,τι μπορεί θαυμάσια να εξηγηθεί με την ανικανότητα», λέει ένα σοφό γνωμικό, αλλά πάντως όταν η ερώτηση αυτή έγινε χτες στην κυρία Ντόρα Μπακογιάννη, εκείνη καθόλου δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο, έσπευσε μάλιστα να προσθέσει ότι και στις εσωκομματικές εκλογές του 2009 (κατά τις οποίες η ίδια είχε ηττηθεί) είχαν συμβεί πολλά παρατράγουδα.
Να πούμε ότι η κυρία Μπακογιάννη, ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να έγινε σαμποτάζ, απέφυγε ή δεν έτυχε να προφέρει η ίδια τη λέξη, κι έτσι έχασα την ευκαιρία να διαπιστώσω αν την προφέρει γαλλοπρεπώς (σαμποτάge) όπως κάνει για τη chοκολάτα. Διότι βέβαια το σαμποτάζ είναι γαλλικό δάνειο, μία από τις πολλές λέξεις σε -άζ που έχουμε δανειστεί, από το αμπαλάζ και το γκαράζ ίσαμε το μοντάζ και το καμποτάζ, πολλές δεκάδες λέξεις, που όλες σχεδόν (εκτός, ας πούμε, από τη τζαζ ή τα φασόλια πιάζ) αντιστοιχούν σε γαλλικά ουσιαστικά σε -age, που τα πιο πολλά παράγονται από ρήματα, montage από το monter, emballage από το emballer -και σαμποτάζ από το saboter.
Βεβαίως και το ρήμα saboter ανάγεται στο sabot, που είναι το ξυλοπάπουτσο, το τσόκαρο για να το πούμε λαϊκά. Και για το τσόκαρο έχουμε λεξιλογήσει σε παλιότερο άρθρο, αλλά πολύ λίγο για το σαμποτάζ. Εδώ θα συμπληρώσουμε την παράλειψη και θα διορθώσουμε όσα είχαν αναφερθεί τότε.
Βλέπετε, σε εκείνο το παλιό άρθρο είχε αναφερθεί σε σχόλιο ότι «η λέξη σαμποτάζ προήλθε από τους πρώιμους λουδίτες των Κάτω Χωρών που πέταγαν τα ξυλοπάπουτσά τους στις πρωτόγονες μηχανές ώστε να διακοπεί η λειτουργία τους».
Η άποψη αυτή είναι ευρύτατα διαδεδομένη, περίπου όπως η θεωρία που θέλει τον συκοφάντη να έχει την αφετηρία του σε εκείνους που κατάγγελναν όσους παραβίαζαν τους εξαγωγείς σύκων στην αρχαία Αθήνα, όπου υποτίθεται ότι η εξαγωγή σύκων ήταν απαγορευμένη. Και όπως αυτή η ετυμολόγηση του συκοφάντη, παρότι ελκυστική και πατροπαράδοτη, δεν στηρίζεται πουθενά και έχει εγκαταλειφθεί από τους μελετητές (δείτε εδώ μιαν ανασκόπηση των διαφόρων θεωριών για την ετυμολογία του συκοφάντη), έτσι και η άποψη που θέλει τους πρώτους σαμποτέρ να ρίχνουν τα ξυλοπάπουτσά τους στα γρανάζια των παλαιών μηχανών για να μπλοκάρουν τη λειτουργία τους και να τις χαλάσουν, δεν στηρίζεται πουθενά, όσο ελκυστική κι αν είναι.
Καταρχάς, λένε οι ετυμολόγοι, το ρήμα saboter και το ουσιαστικό sabotage παίρνουν τη σημασία της δολιοφθοράς πολύ αργά, στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ οι ενέργειες των λουδιτών είναι αρκετά παλιότερες. Έπειτα, πριν εμφανιστεί η σημασία saboter = σαμποτάρω υπήρχε η σημασία saboter = κάνω γρήγορα και πρόχειρα μια δουλειά, τσαπατσούλικα. Πιο πριν, το ρήμα saboter σήμαινε «κάνω θόρυβο με τα τσόκαρά μου, ποδοκροτώ».
Ο αναρχοσυνδικαλιστής Εμίλ Πουζέ (Pouget) στο έργο του «Σαμποτάζ» (1911) γράφει: « Le mot « sabotage » n’était, il y a encore une quinzaine d’années qu’un terme argotique, signifiant non l’acte de fabriquer des sabots, mais celui, imagé et expressif, de travail exécuté « comme à coups de sabots ».
Μας λέει δηλαδή ότι η λέξη sabotage είχε στην αργκό τη σημασία της τσαπατσούλικης δουλειάς, που γίνεται σαν ο εργάτης να παράτησε τα εργαλεία του και να άρχισε να κοπανάει με τα ξυλοπάπουτσά του το αντικείμενο που κατεργαζόταν. Βρίσκω εύλογη τη δημιουργία της σημασίας αυτής, και από κει και πέρα η διαδρομή από τη σημασία «τσαπατσούλικη δουλειά» στη σημασία «δολιοφθορά» είναι μικρή και εύκολη. Ο εργάτης-σαμποτέρ δεν πετούσε τα τσόκαρά του μέσα στη μηχανή, αλλά έκανε (επίτηδες) τσαπατσούλικη δουλειά -και στη συνέχεια η λέξη καθιερώθηκε για κάθε είδους δολιοφθορά, όχι μόνο στα εργοστάσια.
Σαμποτάζ λέγεται βέβαια και το καταπληκτικό άλμπουμ της Λένας Πλάτωνος. Να ακούσουμε το ομώνυμο τραγούδι, για τα παιδιά με μάτια λέιζερ και μαλλιά τυρκουάζ -μια λέξη που είναι γαλλικό δάνειο και τελειώνει σε -άζ αλλά δεν αντιστοιχεί σε γαλλική λέξη σε -age, παρά έχει να κάνει με την Τουρκία. Αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο άρθρο.