Γιώργος Τσιάρας
Ολοι έχουμε ανάγκη από καλές ειδήσεις –και ποια είναι καλύτερη είδηση από την παγκόσμια συνεργασία για τη διάσωση του πλανήτη από τον εφιάλτη της κλιματικής αλλαγής;
Βλέποντας κανείς όλους αυτούς τους ηγέτες, ισχυρούς και ανίσχυρους, πλούσιους και φτωχούς, να συγκεντρώνονται στο Παρίσι και να υπόσχονται πως θα λύσουν μια και καλή το πρόβλημα της υπερθέρμανσης, όσο να ‘ναι αναθαρρεί: αφού «τα βρίσκουν» για το κλίμα, γιατί να μην τα βρουν και για τη Συρία και την Ουκρανία, για το προσφυγικό, για τις κρίσεις χρέους, για τις τεράστιες ανισότητες;
Και η αλήθεια είναι πως, με την πρώτη ματιά, η σύνοδος κορυφής των Παρισίων είναι άκρως ελπιδοφόρα: σε αντίθεση με παλαιότερες συνόδους για το κλίμα, από το Ρίο και το Κιότο ώς το φιάσκο της Κοπεγχάγης το 2009, αυτή τη φορά μοιάζει να υπάρχει ένα μίνιμουμ συναίνεσης για την αντιμετώπιση ενός χειροπιαστού κινδύνου, που μας αφορά όλους.
Η εποχή του «τοξικού» Τεξανού Μπους τζούνιορ και των καλοπληρωμένων από τα μεγάλα λόμπι (ψευδο-)επιστημονικών μελετών που αμφισβητούσαν την υπερθέρμανση δείχνει να έχει παρέλθει οριστικά.
Οι δύο μεγαλύτεροι ρυπαντές, οι ΗΠΑ και η Κίνα, όχι μόνο συμμετέχουν στη διαδικασία που μέχρι πρόσφατα υπονόμευαν, αλλά και πλειοδοτούν σε υποσχέσεις για περικοπή των εκπομπών τους.
Και ο αναπτυσσόμενος κόσμος συμφωνεί –έστω και με το ζόρι, έστω και με υποσχέσεις για πρόσβαση σε ένα παγκόσμιο ταμείο «αναπλήρωσης» των χαμένων εσόδων από τη στροφή σε πιο «πράσινες» τεχνολογίες, ύψους 100 δισ. δολαρίων ετησίως, που θα προκύψουν υποτίθεται από ένα νέο διεθνές «χρηματιστήριο ρύπων», σαν αυτό που προέβλεπε το Πρωτόκολλο του Κιότο, αλλά ουσιαστικά δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Οπως έγραφε χθες η «Guardian», η επιτυχία της συνόδου είναι σχεδόν σίγουρη: οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν αμφισβητούν πλέον τα επιστημονικά δεδομένα που επιβεβαιώνουν την υπερθέρμανση, η τεχνολογία των ανανεώσιμων πηγών έχει προχωρήσει αρκετά, ώστε να θεωρείται οικονομικά βιώσιμη, και -το σημαντικότερο- όλοι αντιλαμβάνονται ότι η συνέχιση της αδράνειας δεν είναι πια υπερασπίσιμη ούτε πολιτικά ούτε ηθικά.
Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι, πέρα από τους μεγάλους ρυπαντές που προαναφέραμε, άλλες 180 χώρες -που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% των παγκόσμιων εκπομπών- έχουν ήδη καταθέσει εθνικά σχέδια για μείωση των καυσαερίων τους: στο Κιότο, το 1997, οι υπογράψαντες ήταν μόνο 37 και κανείς τους δεν τήρησε πραγματικά τα υπεσχημένα…
Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη όψη του νομίσματος, εκείνη που κρύβεται πίσω από τις… τζάμπα υποσχέσεις και τα ανέξοδα ευχολόγια που αράδιασαν οι ηγέτες: ότι δηλαδή οι πρόεδροι, οι πρωθυπουργοί και οι δικτάτορες που μαζεύτηκαν στο Παρίσι τάζουν λαγούς με πετραχήλια ακριβώς γιατί γνωρίζουν πως κανείς δεν πρόκειται να ελέγξει την εφαρμογή της «ιστορικής συμφωνίας» στην οποία λογικά θα καταλήξουν: ειδικά οι μεγάλες «αναπτυσσόμενες» χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία, έθεσαν ως όρο για τη συμμετοχή τους τη μη θέσπιση ενός πραγματικά ανεξάρτητου «κέντρου ελέγχου» των εθνικών εκπομπών.
Ας υποθέσουμε όμως πως όλες οι χώρες που εκπροσωπούνται στο Παρίσι θα τηρήσουν τα υπεσχημένα ώς το 2030. Τι θα συμβεί;
Σύμφωνα με τα πιο αισιόδοξα σενάρια, ο πλανήτης μας θα υπερθερμανθεί «μόλις» κατά 2,7 βαθμούς Κελσίου ώς το τέλος του αιώνα.
Κάτι τέτοιο όμως δεν θα αποτρέψει τις βιβλικές καταστροφές που προβλέπουν οι επιστήμονες αν δεν μειώσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς Κελσίου ή και λιγότερο, με αρκετούς ειδικούς να βάζουν ως «κατώφλι επιβίωσης» τον ενάμιση βαθμό αύξησης.
Αρα, ακόμη και στο βέλτιστο σενάριο, πάλι κινδυνεύουμε να κάνουμε μια τρύπα στο νερό -το αλμυρό νερό που θα συνεχίσει να καλύπτει ολόκληρα νησιά, παράκτιες πόλεις, υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το χειρότερο όμως είναι πως ακόμη και οι ηγέτες των ισχυρών κρατών, που πρωταγωνιστούν στις συνομιλίες, μόνο με το κλίμα δεν ασχολούνται: άλλη «υπερθέρμανση» τους νοιάζει, η γεωπολιτική, καθώς η κρίση στη Συρία έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και το ποτάμι των απελπισμένων προσφύγων δεν ανακόπτεται με τίποτε.
Αυτή η «υπερθέρμανση», η τρέχουσα, είναι που μονοπώλησε την προσοχή των δυνατών σε όλες τις διμερείς επαφές.
Κι όλα αυτά σε ένα Παρίσι-φάντασμα, γεμάτο τεθωρακισμένες «αύρες» και βαριά οπλισμένους «Ράμπο», με τον κόσμο κλεισμένο στα σπίτια του και ένα σύννεφο τρόμου να αιωρείται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των Γάλλων, ένα σύννεφο πιο πυκνό κι από την αιθαλομίχλη που πνίγει το Πεκίνο.
Ποιος νοιάζεται για το 2030 ή το 2070, όταν δεν ξέρει τι του ξημερώνει; Κοντολογίς, ήταν στραβό το… κλίμα, το έφαγε και ο πόλεμος.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Οι άνθρωποι της θάλασσας: Ρίζες της τρομοκρατίας και του…