Μαρία Δαμηλάκου
Μουδιασμένη είναι η μισή κοινωνία της Αργεντινής από τη μάλλον αναπάντεχη ήττα του υποψηφίου της περονικής κυβέρνησης Ντανιέλ Σιόλι στις προεδρικές εκλογές της χώρας.
Η νίκη του υποψηφίου της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης Μαουρίσιο Μάκρι ανοίγει μια σειρά από ερωτήματα γύρω από το άμεσο μέλλον της Αργεντινής η οποία μπαίνει πλέον στη μετά «Κ» εποχή (από το επώνυμο του προεδρικού ζεύγους Νέστορ Κίρσνερ και Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρσνερ). Κυρίως, όμως, θέτει το ζήτημα της ανάδυσης μιας νέας λατινοαμερικανικής Δεξιάς ικανής να κερδίζει εκλογικές αναμετρήσεις και να εξασφαλίζει έρεισμα στα λαϊκά στρώματα –φαινόμενο πρωτόγνωρο στην Αργεντινή– ενώ αφήνει να διαφανεί η πιθανότητα να κλείσει ο κύκλος των λαϊκιστικών και αριστερών κυβερνήσεων που την τελευταία δεκαπενταετία ασκούν την εξουσία σε μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής.
Πρόκειται για την πρώτη εκλογική ήττα κυβερνητικής δύναμης που αποτέλεσε μέρος της περίφημης λατινοαμερικανικής «αριστερής στροφής». Στη Βενεζουέλα ο τσαβισμός κυβερνά, αν και με πολλές δυσκολίες πια, από το 1999, στη Βραζιλία το Εργατικό Κόμμα διατηρεί την εξουσία από το 2003 ενώ ο Έβο Μοράλες και ο Ραφαέλ Κορρέα είναι αντίστοιχα πρόεδροι της Βολιβίας και του Εκουαδόρ από το 2005 και το 2007. Στην Αργεντινή ο «κιρσνερισμός», όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται η τωρινή αριστερή εκδοχή του περονισμού, υπήρξε, στην ιστορία των τελευταίων εκατό χρόνων της χώρας, η μακρύτερη περίοδος (2003-2015) κατά την οποία τη διακυβέρνηση άσκησε συνεχόμενα μία και μοναδική πολιτική παράταξη.
Αυτή τη φορά όμως ο περονισμός ηττήθηκε ενώ είχε καταφέρει να διατηρήσει τις πολιτικές προτεραιότητές του και τις δεσμεύσεις του, πράγμα δύσκολο σε ένα διεθνές περιβάλλον κάθε φορά πιο αντίξοο λόγω της πτώσης των τιμών των αγαθών που εξάγει η Αργεντινή. Οι προτεραιότητες που είχε θέσει η κυβέρνηση της Κριστίνα Φερνάντες αφορούσαν κυρίως τη στήριξη της παραγωγικής δραστηριότητας και της εργασίας: πράγματι, λίγες μέρες πριν τις εκλογές η ανεργία ήταν 5,9%, ποσοστό που συνιστά στην Αργεντινή ιστορικό χαμηλό των τελευταίων σαράντα χρόνων. Αυτή η επιτυχία του περονισμού φαίνεται παραδόξως να σφράγισε σε σημαντικό βαθμό την ήττα του. Όπως είπε παραστατικά ένας συνεργάτης του Σιόλι, «τους δώσαμε δουλειά, τους δώσαμε σπίτι, τους δώσαμε αυτοκίνητο∙ και τι κάναμε; θρέψαμε γορίλες» (έτσι αποκαλούν οι περονιστές τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα που παραδοσιακά πολεμούν τον περονισμό). Αυτή η χονδροειδής φράση δηλώνει τη μεγάλη πρόκληση που αυτή την περίοδο αντιμετωπίζουν οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής: το «ζήτημα» της νέας μεσαίας τάξης.
Η ένταξη εκατομμυρίων ατόμων στον κόσμο της εργασίας με καλούς μισθούς και σχετικά υψηλή καταναλωτική ικανότητα έχει δημιουργήσει αυξημένη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών αλλά και αιτήματα για καλύτερη ποιότητα δημοκρατίας στα οποία ούτε ο κιρσνερισμός ούτε οι κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος στη Βραζιλία μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν. Αλλά ούτε και στο θέμα της αριστερής παιδαγωγίας πέτυχαν πολλά: μεγάλο μέρος του πληθυσμού αυτών των χωρών εξακολουθεί να μην αντιλαμβάνεται ότι η μαζική κοινωνική κινητικότητα των τελευταίων ετών ήταν άμεσο αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου πολιτικού και οικονομικού προσανατολισμού των κυβερνήσεών τους. Αντίθετα, είναι φανερό ότι ανάμεσα στα μέλη των νέων μεσαίων στρωμάτων κυριαρχεί η αίσθηση ότι η κοινωνική άνοδός τους ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της δικής τους ατομικής προσπάθειας. Αυτή η αίσθηση συνοδεύεται, τουλάχιστον στην περίπτωση της Αργεντινής, από την απόρριψη του κρατικού παρεμβατισμού και της φορολογικής πίεσης που η κυβέρνηση εφάρμοσε τα τελευταία χρόνια προκειμένου να υποστηρίξει την οικονομική δραστηριότητα και να διευρύνει την εσωτερική κατανάλωση.
Από την άλλη πλευρά, η περονική κυβέρνηση υποτίμησε τον Μαουρίσιο Μάκρι και την ικανότητά του να χτίζει πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες οι οποίες τελικά αποδείχθηκαν πολύ πιο πλατιές από όσο η ίδια αρχικά εκτιμούσε. Γιος ενός από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες της Αργεντινής, ο Μάκρι έγινε διάσημος ως πρόεδρος της δημοφιλούς ομάδας Μπόκα Τζούνιορς. Από εκεί πέρασε στην πολιτική και εκλέχτηκε δήμαρχος της πόλης του Μπουένος Άιρες το 2007 και το 2011. Σε αυτό το διάστημα κατάφερε να συγκροτήσει έναν κομματικό μηχανισμό που υποτιμήθηκε από τον παραδοσιακό πολιτικό κόσμο ως «γιάπικος», νεοφιλελεύθερος ή αντιδραστικός. Όλα αυτά τα στοιχεία αναμφίβολα υπάρχουν αλλά η διαφορά είναι ότι ο Μάκρι, όπως και ο Καπρίλες στη Βενεζουέλα, μπόρεσε να διακρίνει ότι οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια επέβαλαν την επανεπινόηση της Δεξιάς. Όπως έγραψαν οι κοινωνιολόγοι Τομάς Μποροβίνσκι και Μαρτίν Ροντρίγκες, οι συνεργάτες του Μάκρι «χρειάστηκε να αλλάξουν τη ρητορική τους, να βάλουν στο ράφι κάποιους οικονομολόγους, να κρύψουν τις προθέσεις τους, να βάλουν τιμωρία τους σκληροπυρηνικούς ιδεολόγους τους». Στην προεκλογική του εκστρατεία ο Μάκρι, επιδεικνύοντας «ανθρώπινο» πρόσωπο και ανέμελο αέρα, υποσχέθηκε ότι θα διατηρήσει τα κοινωνικά επιδόματα, ότι δε θα μειώσει μισθούς και υποστήριξε πολλές από τις κοινωνικές κατακτήσεις των τελευταίων ετών που ο λαός αναγνωρίζει ως θετικές όπως το επίδομα για κάθε παιδί με προϋπόθεση τη σχολική φοίτηση και τον εμβολιασμό του ή την αναγνώριση του γάμου ομοφυλοφίλων. Το τεράστιο βάρος των μέσων μαζικής επικοινωνίας με τα οποία η κυβέρνηση είχε συγκρουστεί και οι αντιδικίες στο εσωτερικό του περονισμού έγειραν οριστικά τη ζυγαριά υπέρ του δεξιού υποψηφίου.
Τελικά σε αυτές τις εκλογές αναμετρήθηκαν δύο πολιτικά προγράμματα: ένα αναπτυξιακό, υπέρ της εκβιομηχάνισης και της περιφερειακής ολοκλήρωσης και ένα άλλο υπέρ της επιστροφής στη λογική της αγοράς σε ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο αργεντινός λαός με ποσοστό 51,4% έναντι 48,6 επέλεξε την αλλαγή. Τα επόμενα χρόνια θα παρακολουθήσουμε τη νέα πορεία της Αργεντινής και το πώς αυτή θα επηρεάσει τις γενικότερες εξελίξεις στη Λατινική Αμερική.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Πολιτικός διάλογος: Μεγαλοθυμία ή μικρόνοια;
Η πολιτική σήμερα, αφορμή για την αλλαγή, αύριο