(Πρώτη δημοσίευση: dimart blog)
Το τραγούδι του Τσιτσάνη βγήκε το 1947 και απαγορεύτηκε αμέσως. Γράφει για αυτό ο Ρένος Αποστολίδης στο Πυραμίδα 67:
Στους νυχτερινούς δρόμους των πόλεων, μεθυσμένοι, στις ταβέρνες και στα καφενεία, στις παράγκες και στα βουνά, στ’ αμπριά των υψωμάτων και στα φυλάκια των γεφυρών, μια τριετία ολάκερη τούτη η σπαραγμένη χώρα, η ματωμένη, σε φριχτό βυθό πεσμένη, δίχως ένα φέγγος από πουθενά, μητ’ ελπίδα – παντού όπου υπήρχε στρατός, παντού όπου υπήρχε αντάρτικο, παντού όπου καπνός, χαλασμός κι ερείπια! – η χώρα τούτη ολάκερη, μια ολόκληρη τριετία, τραγούδησε ένα τραγούδι, το ίδιο και πάλι το ίδιο, μ’ επιμονή, με άφατο πόνο, με σπαραγμό και δάκρυα σ’ όλα τα μάτια […] Κι όταν στις ταβέρνες σηκωνόταν άξαφνα κάποιος να το χορέψει δέος τους κάτεχε όλους – εξομολόγηση ομαδική… Το απαγόρεψαν, το κυνήγησαν, διάταξαν πια να μην παίζεται, να μην ακούγεται πια, στόμα που φοράει το χακί να μην το τραγουδήσει, στόμα κανένα να μη το ξαναπεί!… μα εκείνο ανίκητο! Σ’ όλα τα στόματα είχε κολλήσει, σ’ όλα τα’ αυτιά είχε βιδωθεί […] Μια ολάκερη χώρα, με δαύτο τα έλεγε όλα: την κούρασή της, την οδύνη, την απόγνωσή της! Το «όχι» της ήταν – το ανένδοτο! Δεν υποστήριζε ιδέες, δεν αμφισβητούσε πίστεις, δεν έκανε θεωρία. Μόνο έλεγε πως μ’ όλα αυτά που κάνετε, που κάνετε όλοι σας, τόσο άσπλαχνα όλοι σας… Στα όσα πράξατε ο λαός αυτός, σοφότερός σας, πολύ ανθρωπινότερός σας, δεν σας αντέτασσε τα όπλα, που όλοι του βάζατε στα χέρια, παρά ένα τραγούδι, έναν πόνο – τον πιο βαθύ του ανθρώπου! […] Πάνω στα υψώματα, απ’ τα μεγάφωνα των μονάδων, που ήταη στημένα για την προπαγάνδα κι απ’ τα χωνιά τ’ αντάρτικα, που ήταν για τη «διαφώτιση», τρία ολάκερα χρόνια, σαν τελείωναν τα διαταγμένα λόγια τους οι «επίτροποι» και οι «Α2», τραγουδούσαν οι άλλοι το ίδιο τραγούδι:
Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα ανησυχεί…
Κάθε νύχτα το ίδιο -πονεμένο, αληθινό, κλαμένο… Και κάθε μέρα, το αίμα πάλι, εξαιτίας σας.
Σας ενοχλούσε εσάς ένα τραγούδι, κ’ εμείς φορτώναμε τον αδερφό μας στα μουλάρια, και τον βλαστημούσαμε που ήταν σαν ξύλο και δε βολούσε να τον δέσουμε με την τριχιά… Σας πείραζ’ ένα τραγούδι εσάς. Μα εμείς το λέγαμε γιατί σκεφτόμαστε τη μάνα του αδερφού μας, που μας κατρακύλαγε νεκρός, μες στις χαράδρες. Σκεφτόμαστε τη μάνα του και κλαίγαμε!
Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα ανησυχεί
το παιδί της περιμένει
που έχει χρόνια να το δει
Πάνω στην απελπισιά της
κάποιος την πληροφορεί
ότι ζει το παλικάρι
και οπωσδήποτε θα ΄ρθει
Με υπομονή προσμένει
και λαχτάρα στην καρδιά
ο λεβέντης να γυρίσει
απ’ τη μαύρη ξενιτιά
Ο πρώτος του δίσκος «Κάποια μάνα αναστενάζει» (σε συνεργασία με τον Βασίλη Τσιτσάνη) το 1947 ήταν για πολύ καιρό απαγορευμένος -φέρεται να σώθηκε από τη φυλάκιση γιατί ήταν συγγενής του πρωθυπουργού Νικολάου Πλαστήρα. Η «μάνα» με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου έχει μείνει διαχρονική αλλά έγινε και η αιτία να ψυχραθούν οι σχέσεις του Μπακάλη με τον Τσιτσάνη. Τις διαφορές τους αρκετά χρόνια αργότερα τις έλυσε η Δικαιοσύνη.
Η πρώτη εκδοχή του Κάποια μάνα αναστενάζει μάλλον ήταν το Ζητά να μάθει αν ζει ο γιος της, που το κυκλοφόρησε τελικά ο Μπάμπης Μπακάλης το 1949 – 1950 με τη Στέλλα Χασκίλ και τον Τάκη Μπίνη (odeon Ga 7586), μάλιστα χωρίς τα γνωστά εμπόδια της λογοκρισίας, λόγω της συγγένειάς του με τον τότε πρωθυπουργό Πλαστήρα.
Πάντως, πιστεύω πως την τελική διαμόρφωση των στίχων την οφείλουμε στον Τσιτσάνη.
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης έλεγε για το «Κάποια μάνα αναστενάζει» ότι: « Η σειρά, η ουρά των μανάδων από την οδό Λυκούργου, όπου ήταν το πρατήριο της Κολούμπια, έφτανε μέχρι την Ομόνοια. Ουδείς δίσκος, ούτε από συλλέκτες, ευρέθη σε καλή κατάσταση από τους 35.000-40.000 που έχουν πουληθεί. Όλοι είναι καταφαγωμένοι. Γι αυτό ειδικά το τραγούδι πρέπει να πω ότι από μουσικής πλευράς το θεωρώ από τις κορυφαίες μουσικές μου συνθέσεις». Κάποιες φορές μάλιστα οι αριστεροί αλλάζουν τη στροφή που λέει «(…) ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη ξενιτιά» και την κάνουν «(…) ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη Ικαριά».