Posted by Theorema
(Kείμενο που δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα στις 30 Νοεμβρίου 2015)
Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις μια πόλη, ή μια γειτονιά, είναι να την περπατήσεις. Στις μέρες μας, η πιο συζητημένη και επίκαιρη γειτονιά των Βρυξελλών είναι το Μόλεμπεϊκ (καθώς σε αυτή, μετά την 13η Νοεμβρίου, έγιναν συλλήψεις εννιά υπόπτων για τις επιθέσεις στο Παρίσι). Κάποτε η περιοχή αυτή αποκαλούνταν «το Μικρό Μάντσεστερ του Βελγίου» λόγω της έντονης βιομηχανικής ανάπτυξης που γνώρισε πριν από έναν περίπου αιώνα, σήμερα όμως έχει τη φήμη πως «χρειάζεσαι διαβατήριο για να περάσεις», και αυτή η φήμη, πέρα από αστεϊσμός είναι σε μεγάλο βαθμό και μια δυσάρεστη πραγματικότητα.
Ο δήμος των ενενήντα πέντε χιλιάδων κατοίκων είναι δομημένος σε δύο κομμάτια που χωρίζονται από τις γραμμές του τρένου. Δυτικά του σιδηροδρομικού σταθμού απλώνεται η αμιγώς οικιστική περιοχή και τα κτίρια της δεκαετίας του ’50 και του ’60, που αρχικά κατοικούνταν αποκλειστικά από Βέλγους. Ανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού ανθεί το εμπόριο, η νυχτερινή ζωή, τα θέατρα και το αραβικό φολκλόρ που, όσο διαρκεί το φως της μέρας, προσελκύουν έναν σημαντικό αριθμό τουριστών και επισκεπτών. «Πρόκειται για την ‘αραβική γειτονιά’, που άλλοτε έμοιαζε με το Marrakech, στις μέρες μας όμως κινδυνεύει σοβαρά να μεταμορφωθεί σε ένα νέο Peshawar», τονίζει χαρακτηριστικά η δήμαρχος.
Σήμερα το Μόλεμπεϊκ κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από Άραβες, και κατά 80% από Μαροκινούς. Τα μικρομάγαζα, τα εστιατόρια, τα καφενεία και τα σχολεία λειτουργούν κυρίως με τον ντόπιο πληθυσμό. Η περιοχή υπακούει σε άρρητους νόμους οι οποίοι αποτελούν τον καθημερινό κώδικα επικοινωνίας και κοινωνικής δομής του μουσουλμανικού κόσμου. Πολυάριθμα μαροκινά, τούρκικα ή αλγερινά τζαμιά λειτουργούν σε μικρά διαμερίσματα εργατικών πολυκατοικιών, παρότι υπάρχει και κανονικό τζαμί του οποίου ο μιναρές διακρίνεται από όλα τα σημεία της περιοχής. Στα κρεοπωλεία δεν πωλείται χοιρινό κρέας και η τροφοδοσία τους γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από την εταιρεία Isla Meat. Σε ορισμένα καφενεία, όπως το γνωστό στην περιοχή L’ Baraka, η παρουσία γυναικών δεν γίνεται εύκολα ανεκτή. Η πώληση αλκοόλ επιτρέπεται σε συγκεκριμένα μόνο σημεία και εξυπηρετεί κυρίως τουριστικούς σκοπούς.
«Όσες φορές έχει πατήσει λευκός στο μαγαζί μου», αναφέρει ο Τζαμάλ, ιδιοκτήτης καφενείου, «είναι για να κάνει κάποιον έλεγχο. Δεν έχω τίποτα εναντίον της πολυπολιτισμικότητας, όμως όλοι μου οι πελάτες είναι Μαροκινοί». Ο Τζαμάλ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα οικονομικού μετανάστη που ήρθε στο Βέλγιο αναζητώντας εργασία και κοινωνική ανέλιξη, όπως πολύς κόσμος που καταφθάνει καθημερινά από την Αλγερία, την Τουρκία, το Πακιστάν και τη Σομαλία. «Ήρθα εδώ για να δουλέψω. Αν ήταν να διάλεγα χώρα με καλό καιρό θα έμενα στην πατρίδα μου. Τουλάχιστον εκεί κάνει ζέστη. Τώρα με τα επεισόδια η μάνα μου ανησυχεί, με παίρνει τηλέφωνο από το Μαρόκο κάθε βράδυ».
Ο γνωστός ηθοποιός Ben Hamidou, σαράντα εννέα ετών, μουσουλμάνος, είναι ένας από τους κύριους εκπροσώπους της τέχνης και της διανόησης στην περιοχή. Έζησε την έξαρση των επιθέσεων των ακροδεξιών στις συνοικίες του Molenbeek του ’80, τις οδομαχίες του ’91, τη δημιουργία των πρώτων αστικών κατοικιών, την εξάπλωση του τσαντόρ, την έξαρση της τζιχάντ. «Παρατηρώ μια εμμονή στις διακρίσεις και την καταπίεση, μια έξαρση της ισλαμοβοφίας», δηλώνει. «Όλα αυτά όμως δεν είναι μοιραία. Δεν καταπολεμούνται με παράπονα και μεμψιμοιρίες. Πρέπει να αναλάβουμε δράση».
«Το Μόλεμπεϊκ το θεωρούσα σπίτι μου για εννέα ολόκληρα χρόνια», δηλώνει ο Φλαμανδός Teun Voeten, πολιτισμικός ανθρωπολόγος και φωτογράφος πολεμικού ρεπορτάζ. «Το 2005, πού ήρθα να μείνω εδώ, ήταν η πιο κακόφημη και φθηνή γειτονιά των Βρυξελλών. Ανήκα στο νέο κύμα των ανθρώπων με πανεπιστημιακή μόρφωση, κατά κανόνα λευκών, των ‘bourgeois bohémiens’, όπως μας αποκαλούσαν οι Βέλγοι. Συνεργαζόμασταν με έναν ντόπιο εργολάβο, τον Χασάν, ο οποίος μια ωραία πρωία εξαφανίστηκε με τα ενενήντα πέντε χιλιάδες ευρώ που του είχαμε πληρώσει για την ανακαίνιση του κτιρίου μας. Μέσα σε εννέα χρόνια κατάλαβα πως η γειτονιά κατοικούνταν κυρίως από φανατισμένους και επικίνδυνους ανθρώπους. Με την ανεργία να φτάνει το 30% οι δρόμοι ήταν γκιλοτίνες. Οι λευκές που κυκλοφορούσαν στο δρόμο ασκεπείς άκουγαν βρισιές και απειλές. Αν τολμούσες να πεις μια κουβέντα για να τις υποστηρίξεις σε φώναζαν ρατσιστή και σου άρχιζαν κατήχηση. Τα εβραϊκά μαγαζιά στη Chaussée de Gand έκλεισαν κακήν κακώς, βανδαλισμένα. Οι ομοφυλόφιλοι της περιοχής έφυγαν άρον άρον, καθώς έπεφταν θύματα βίας κάθε τόσο. Δεν υπήρχε ούτε ένα καφενείο όπου να μπορούσαν να συνυπάρξουν άραβες, μαύροι και λευκοί. Οι παιδικές συμμορίες κυριαρχούσαν στην περιοχή, ασφάλεια δεν ένιωθες πουθενά. Έφυγα από το Μόλεμπεϊκ το 2014 λόγω φόβου. Η κουλτούρα της γειτονιάς μου ήταν η κουλτούρα της άρνησης. Μια αλλιώτικη δυναμική μπορεί να υπάρχει στην Καζαμπλάνκα ή στο Μαρακές, σίγουρα όμως όχι εδώ. Το Μόλεμπεϊκ είναι γεμάτο στενά δρομάκια, φθηνά διαμερίσματα και ιδιωτικά Kashba [τι ν αυτό] όπου οι τζιχαντιστές μπορούν να κρυφτούν ανενόχλητοι. Ο αυτοκινητόδρομος και ο πιο πολυσύχναστος σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης βρίσκονται λίγα λεπτά πιο πέρα, γεγονός που εξασφαλίζει εύκολη οδική πρόσβαση».
Ο Νίκος, Έλληνας δικηγόρος, μόνιμος κάτοικος Βρυξελλών, λέει: «Ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια του. Υπάρχει ένας αόρατος εχθρός που δεν ξέρεις πότε θα χτυπήσει. Ελπίζουμε να πιάσουν σύντομα τους τρομοκράτες, ξέρουμε όμως πως δεν είναι εύκολο. Η μουσουλμανική κοινότητα των Βρυξελλών είναι τεράστια, και πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχουν ενσωματωθεί καν στην κοινωνία μας.”
Ο Αντώνης, επίσης μόνιμος κάτοικος Βρυξελλών, προγραμματιστής η/υ, δηλώνει: «Πιστεύω πως έτσι όπως έχουν τα πράγματα για την ώρα τίποτε σοβαρό δεν πρόκειται να συμβεί. Μπαίνουμε όμως σε μια εποχή αμφιβολίας και άγχους. Από την άλλη, αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να είναι ένα πρώτο βήμα για την επίλυση σοβαρών προβλημάτων σε περιοχές όπως το Άντερλεχτ και το Μόλεμπεϊκ, όπου η εγκληματικότητα είναι υψηλότερη από άλλα σημεία της πόλης».
Οι κάτοικοι του Μόλεμπεϊκ δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ζουν κανονικά τη ζωή τους σύμφωνα με τους κώδικες του πολιτισμού, της ιστορίας και της θρησκείας τους. Μέσα στο κλειστό πλαίσιό τους, συνεχίζουν να διατηρούν τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμά τους. Εκπαιδεύουν τα παιδιά τους σύμφωνα με αυτές τις αρχές και φροντίζουν να μην χαθούν οι παραδόσεις τους, όπως τείνει να κάνει κάθε λαός που ζει μακριά από τη χώρα του. Είναι αλήθεια πως εξαιτίας των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων τους, καθώς και της ταξικής διαφοράς με άλλες εθνότητες της χώρας, η πλήρης ενσωμάτωσή τους στη βελγική κοινωνία δεν είναι αυτονόητη. Παρόλα αυτά, εξαιτίας της πολυπολιτισμικότητάς του, το Βέλγιο θεωρείται από τα ανεκτικότερα και προοδευτικότερα ευρωπαϊκά κράτη.
Το 2012, στην κεντρική πλατεία της πόλης, την τουριστική Grand Place, το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο αντικαταστάθηκε από μια φωτεινή κυβιστική κατασκευή από μέταλλο ύψους είκοσι τεσσάρων μέτρων. Πολλοί υποστήριξαν πως αυτό συνέβη μετά από ενστάσεις της μουσουλμανικής κοινότητας που πρότεινε «την κατάργηση αυτού του παγανιστικού συμβόλου, το οποίο με το πέρας του χρόνου εκχριστιανίστηκε από τις εκκλησίες». Τη φήμη αυτή έσπευσε να διαψεύσει ο εκπρόσωπος του Δήμου Βρυξελλών. Η κοινή γνώμη, εντούτοις, αντέδρασε έντονα, δεδομένου ότι μια πολυπολιτισμική πρωτεύουσα όπως οι Βρυξέλλες οφείλει να σέβεται τις παραδόσεις και τις ιδεολογίες όλων των κατοίκων της, εφόσον ακόμη και για τους άθεους το χριστουγεννιάτικο δέντρο παραμένει ένα εορταστικό σύμβολο.
Η πραγματικότητα είναι πως, για τον τουρίστα, μια βόλτα στα στενά του Μόλεμπεϊκ θα μπορούσε να είναι ενδιαφέρουσα εμπειρία. Για τους κάτοικους των Βρυξελλών, όμως, παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένα σχεδόν άβατο μουσουλμανικό γκέτο.
Σχετικά
σε “Κλειδαρότρυπα”
με 2 σχόλια
σε “Προσωπικά κι απρόσωπα”