Τη μεγαλύτερη πρόκληση για τις τράπεζες και κορυφαία προϋπόθεση για την επάνοδο της Οικονομίας σε ανάπτυξη, συνιστά η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με την ΤτΕ, στην Ελλάδα οι προσπάθειες εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων προβληματικών δανείων θα συνδεθούν µε τη δραστηριοποίηση εξειδικευμένων εταιριών που είτε κατέχουν (βλ. Ισπανία, Ιρλανδία) (AssetManagementCompanies – AMC) είτε απλώς διαχειρίζονται προβληματικά δάνεια(βλ. Ρουμανία) (ServicingCompanies).
Ως διαχείριση από αυτές τις εταιρίες νοείται ενδεικτικά:
1) η νομική και λογιστική παρακολούθηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων,
2) η εκχώρηση απαιτήσεων σε τρίτους ή εξουσιοδότηση τρίτων προς είσπραξη αυτών,
3) η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων µε τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων, και
4) η σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών, καθώς και κάθε άλλη πράξη ενεργητικής διαχείρισης στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας.
Η ΤτΕ εκτιμά ότι η Πολιτεία πρέπει να επισπεύσει τις ενέργειες που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας ενεργού δευτερογενούς αγοράς µη εξυπηρετούμενων δανείων.Αυτονόητα, η ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς µη εξυπηρετούμενων δανείων θα πρέπει να περιβληθεί με το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο αδειοδότησηςκαι εποπτείας των εταιριών που θα δραστηριοποιηθούν σε αυτήν. Στην κατεύθυνση αυτή, η ΤτΕ επισημαίνει ότι θα πρέπει να καθοριστούν άμεσα οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την απόκτηση άδειας, ενώ θα πρέπει να γίνεται σαφές ότι οι εταιρίες που θα επιλέξουν να δραστηριοποιηθούν στην αγορά δανείων θα υπόκεινται σε κανόνες όσον αφορά την προστασία του καταναλωτή όπως αυτοί που διέπουν και τις τράπεζες, συµπεριλαµβανοµένου και του Κώδικα ∆εοντολογίας. Το πλαίσιο θα πρέπει να προβλέπει επίσης αυστηρές ποινές, περιλαµβανοµένης της ανάκλησης αδείας, σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης των κανόνων λειτουργίας όπως αυτοί θα προβλέπονται κατά την αδειοδότηση.