γράφει Γιάννης Χάρης
Ακούστε την αρχή της 40ής συμφωνίας του Μότσαρτ, ακούστε και το «Ήλιε μου, ήλιε μου, βασιλιά μου» του Χατζιδάκι: κοντά 200 χρόνια τα χωρίζουν, κοντά 200 χρόνια τα ενώνουν, αποδεικνύοντας την αδιάσπαστη συνέχεια του αυστριακού και του ελληνικού γένους.
Ή ακούστε τις λαϊκές επιτυχίες του 1950-60, π.χ. τη θρυλική «Μαντουβάλα» του Καζαντζίδη και το «Καρδιά μου καημένη» του Μπάμπη Μπακάλη, μαζί με τις Ινδές συγγένισσές τους, για να διαπιστώσετε τώρα την ταύτιση ελληνικού και ινδικού πολιτισμού… Και ούτω καθεξής.
Αρκετά παίξαμε, ας δούμε τον άλλο, που βγήκε τάχα σοβαρός στη Βουλή των Ελλήνων, και στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό σερβίρει μια –«ποιητική», αν θέλετε, μα τίποτα παραπάνω– ιδέα του Μίκη, που την υιοθέτησε και την περιφέρει από δω κι από κει, καιρό τώρα. Τραγουδάει λοιπόν τέσσερις μόλις νότες: σολ-σολ-σολ-λα («τετραηχία» τις είπε και τις ξανάπε, όρο ανύπαρκτο, που πιο λάθος δεν γίνεται στην περίπτωση αυτή!), ίδιες στο «Τη Υπερμάχω» και στη «Συννεφιασμένη Κυριακή», για να θριαμβολογήσει πως τα 1.400 χρόνια που χωρίζουν τα δύο αυτά «τραγουδάκια» ταυτόχρονα τα ενώνουν, ενάντια «στους βοσκηματώδεις της ασυνέχειας»!
Αν θυμηθούμε και τη συμβολή του στη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης, όπου εμφανίστηκε μ’ ένα σχολικό βιβλίο δεκαετίας, για να καταγγείλει πως η προστακτική διδάσκεται τάχα με οδηγίες για τη χρήση καφετιέρας («Ο ημιμαθής προχειρολόγος κύριος Ζουράρις» έγραφα εδώ, 19/9), σαν να στέρεψε από ιδέες ο διεκδικητής του θρόνου του Άδωνη.
Του οποίου Άδωνη ο αδερφός, μια και μιλάμε περί συνεχείας, ο Λεωνίδας, νέο αίμα, πώς να το κάνουμε, τον βάζει τον Ζουράρι να φάει τη σκόνη του:
«Εκεί που το διάβαζα αυτό, δεν ήθελα να πάω παρακάτω, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ήθελα να σταματήσω και να σκεφτώ, τι είναι αυτός ο Σους, αυτό το όνομα» αναρωτιέται ο Λεωνίδας. «Υπήρχε ένας ένδοξος Λάκων, ονομαζόταν Σους, κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι το έχω ξανακούσει, καταλαβαίνετε; […]
»Και ξεκινάω την ημέρα μου με αυτή τη σκέψη, […] τι να σημαίνει Σους; Και πού το έχω ξανακούσει; Ποιος άλλος λεγόταν Σους, και τον ξέρω; Και κατά τη διάρκεια της ημέρας, μου ’ρθε η φλασιά, που λένε. Φυσικά, η λέξη Ιησούς. Ο Ιησούς περιλαμβάνει αυτούσιο αυτό το όνομα, ναι, έχω ξανακούσει το όνομα Σους, στη λέξη Ιησούς».
Σολ-σολ-σολ-λά; Μπα. Λα-λα-λα-λά.
Κιτς γκουρμέ
Από τις πιο εφιαλτικές παιδικές αναμνήσεις, καλοκαίρι στο χωριό του πατέρα μου, η καλή μου γιαγιά και η ακόμα πιο καλή μου μάνα σφάζουν μια κότα, μαχαίρι, αίματα, ενώ το ακέφαλο σώμα ξεφεύγει από τα χέρια τους, αναπηδάει ζωντανό ακόμα, τέλος δίνει μια, και τινάζεται πέρα στον τοίχο! Παραταύτα, κρέας έτρωγα, και τρώω, λιγοστό και μίζερα, πάντως τρώω.
Αργότερα πολύ, μεγαλοσάββατο, αραχτή η παρέα στον περιέργως άδειο Αρίωνα, στο λιμάνι της Πάτμου, ακούμε ξαφνικά ένα σπαραχτικό μωρουδίσιο κλάμα, εντυπωσιακά δυνατό, ιδίως μες στη μεσημεριάτικη ησυχία, ασταμάτητο, εφιαλτικό: σε λίγο δένει σχεδόν μπροστά μας μια βάρκα, μέσα ο βαρκάρης κι ένα πρόβατο, προφανώς επί σφαγήν. Το σοκ ήταν φοβερό, όταν συνειδητοποιήσαμε την πηγή του μωρουδίσιου κλάματος, που δεν σταματούσε: όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι αρνί δεν έφαγα, μόνο επειδή έβγαλα, όπως συνήθιζα, όλη τη μέρα του Πάσχα στη θάλασσα.
Λογικά δεν έχω τι να απαντήσω, αλλά σχεδόν με εξαγριώνει ο εύκολος λόγος περί υποκρισίας για όποιον φρικιά στο θέαμα της σφαγής ζώου, κι όμως εξακολουθεί και τρώει κρέας.
Και η φρίκη, όσο κι αν έχει, κακά τα ψέματα, διαβαθμίσεις, ανάλογα με το ζώο, παραμένει φρίκη, κι όχι μόνο απέναντι στην ίδια την πράξη, αλλά και στην απεικόνισή της, λ.χ. στον κινηματογράφο.
Γίνεται όμως κάποτε η φρίκη αγανάκτηση, απέναντι στην τζάμπα απεικόνιση, πού, σε εστιατόριο αίφνης: εντάξει, όχι απεικόνιση σφαγής, όμως κοντά είμαστε!
Κατά το Αθηνόραμα λοιπόν (19-25/11), σε εστιατόριο όπου τρώνε κάθε φορά μόνο 12 εκλεκτοί γύρω από ένα τραπέζι, μια «πολυαισθητική περφόρμανς […], εκτός από τη γεύση, εμπλέκει και τις υπόλοιπες αισθήσεις στη διαδικασία του τρώγειν» (σιγά που θα ’λειπε το απαρέμφατο!). Στο θέμα μας:
«Στους τοίχους προβάλλεται ένα χιονισμένο δάσος, το μαχαίρι ιδρώνει καθώς ζεσταίνεται σιγά σιγά, ακούγεται μια τουφεκιά, ο σερβιτόρος φωνάζει “το πέτυχε”, στο τραπέζι εμφανίζονται πιτσιλιές από αίμα και το πιάτο με άγρια μανιτάρια τροφαντά και τρυφερά, λαγόχορτο και αγριογούρουνο μαγειρεμένο εν κενώ…»
Πείτε με, κατά τα ανωτέρω, υποκριτή, όμως για «ηθική εν κενώ» μου ’ρχεται να πω.
Παραπάει; Να πούμε απλώς κιτς, ή σκέτη ανοησία; Όμως ποτέ δεν είναι αθώα η ανοησία, ούτε ακίνδυνη.