ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ
κ. καρυωτάκης
Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ‘λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»
Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.
Τους είδα πίσω να ‘ρθουνε — παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο —
και σαν πορφύρα νιώθωντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
Χέρσα λιβάδια, οι λεωφόροι που περνάς
Kι οι ουρανοξύστες, ανεμόμυλοι που τρίζουν
Τις πανοπλίες των εχθρών σου μην κοιτάς
Mόνο το φόβο τους στα μάτια που γυαλίζουν
Στέλνει ο άνεμος ευχές από μακριά
Σκιές συντρόφων σου κυκλώνουνε την πόλη
Μια λιμουζίνα τ’ άλογό σου προσπερνά
Άξιζε ο δρόμος ως εδώ κι ας λείπουν όλοι
Ας λέει ο χρόνος
Πως γερνάει η ζωή
Σφυρίζει ο άνεμος
Ακόμα αυτές τις νότες
Τις τραγουδάνε
Μες στις πόλεις
Δον Κιχώτες
Ας λέει ο χρόνος
Πως γερνάει η ζωή
στίχοι: Παρασκευάς Καρασούλος
μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη
ο τσε στη νέα υόρκη