αδέσποτος σκύλος | 17/δεκ/2015
Γράφει ο Αντώνης Αντωνάκος
Ο δάσκαλος μού μιλάει. Ο δάσκαλος ξύνει τη μύτη του. Είμαι αφηρημένος. Ο δάσκαλος μου απευθύνει το λόγο. Χαμογελάει σαρκαστικά. Είναι ο δεσμοφύλακας υπηρεσίας. Βαριέμαι όπως βαριέται και ο δάσκαλος. Βαριέμαι όπως βαριούνται κι αυτά τα θλιβερά μαθητούδια δίπλα μου. Νυσταγμένοι και φοβισμένοι καλπάζουμε ο καθένας για το δικό του πρωινό Σύμπαν.
Ο δάσκαλος κάνει το χρέος του. Τον θαυμάζω και τον μισώ. Έξω βλέπω τον ήλιο σε παροξυσμό. Θέλω να βγω στον ήλιο μα δεν επιτρέπεται. Σχεδόν με παίρνει ο ύπνος και σχεδόν ο δάσκαλος ουρλιάζει μες στ’ αυτιά μου. Τι εστί γεωμετρικός τόπος.
Νιώθω το χέρι του να μ’ ακουμπάει στον ώμο. Γυρίζω και τον κοιτώ στραβά. Ο δάσκαλος στέκεται εκεί, δίπλα μου, μ’ εκείνη την αταραξία της εξουσίας. Εγώ μάλλον του φαίνομαι κατσούφικος και μακρινός, σα να ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου ύστερα από ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι. Τι εστί γεωμετρικός τόπος.
Ο δάσκαλος ρωτά ξανά και ξανά. Θέλει να μάθει από μένα. Θέλει να μου αποσπάσει μια λέξη. Μιαν ομολογία. Μα όλα όσο διδάχτηκα τα έχω ξεχάσει. Ο δάσκαλος ουρλιάζει δυνατά. Οι συμμαθητές μου ουρλιάζουν σιωπηλά. Με κοιτούν σα να με λυπούνται. Στον αέρα σβησμένοι ήχοι μακρινής πόλης κι έξω ο ήλιος.
Ο δάσκαλος προχωρά προς την έδρα. Ανεβαίνει στο βάθρο του εκεί όπου βουτάνε όλοι και χάνονται. Μέσα στα σύννεφα από ασβέστη και μαύρο ουρανό. Γραμμές από κιμωλία λευκές κι ένας θεός που φτιάχνει με τα δάχτυλα τον κόσμο. Ένας βαριεστημένος θεός. Ένας θεατρίνος. Ένας παντογνώστης με αλευρωμένα δάχτυλα που βγάζει απ’ το καπέλο του κύκλους και τετράγωνα και αριθμούς.
Homo Sapiens όλοι, κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Με τη σπουδαία φήμη του καθυστερημένου που υφαίνω υπογείως και κοπιαστικά. Μέρα με την ημέρα κοιτάζοντας τον ήλιο και τα δέντρα. Κοιτάζοντας τους περαστικούς που γλίτωσαν απ’ τα δόντια του δασκάλου. Κοιτάζοντας τη μάγισσα που, οπλισμένη με τη σκούπα της, έξω στην ελευθερία, μας καθαρίζει τις βρομιές.
Κοιτάζω απ’ το παράθυρο πάντα, μα το βλέμμα του δασκάλου με καταδιώκει. Τι εστί γεωμετρικός τόπος. Ξανά και ξανά, βασανιστικά. Δεν απαντώ. Πεινάω. Νυστάζω. Θέλω να φύγω, να βγω έξω. Η κλίκα των συμμαθητών μου γελάει το ίδιο σαρκαστικά με το δάσκαλο, πιο σκληρή και πιο περιφρονητική απ’ αυτόν. Αγριεμένοι και νευριασμένοι μουρμουρίζουν πικρόχολα μες απ’ τα δόντια τους.
Με το ένα μάτι μου ονειρεύομαι. Βουτώ ολόκληρος μες στο μελάνι και γράφω ανούσια πράγματα. Η φαντασία μου μόνο. Ξέφρενη και τρελή. Τεθλασμένη. Τι εστί γεωμετρικός τόπος; Εγώ, φωνάζω. Εγώ είμαι ο γεωμετρικός τόπος. Εγώ! Ο δάσκαλος τώρα με κοιτά συνοφρυωμένος. Αποφασίζει να με αφήσει στην τεμπελιά μου, την πλήξη μου και τα βουλιμικά μου όνειρα.