Posted by sarant στο 20 Δεκεμβρίου, 2015
Πριν από μερικές μέρες είχαμε την επέτειο του θανάτου του μεγάλου ποιητή Κώστα Βάρναλη, οπότε ταιριάζει θαρρώ να αφιερώσω στον Βάρναλη το σημερινό κυριακάτικο, άρα φιλολογικό, άρθρο του ιστολογίου.
Το ιστολόγιο έχει παρουσιάσει αρκετές φορές κείμενα του Βάρναλη ή για τον Βάρναλη -μερικά από αυτά τα βρίσκετε εδώ. Κάποια από αυτά ήταν προδημοσίευση των δυο βαρναλικών έργων που έχω εκδώσει (εννοώ τα βιβλία Γράμματα από το Παρίσι και Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ, ενώ ετοιμάζω, αλλά για του χρόνου, και μια έκδοση των «Αττικών» χρονογραφημάτων του, δηλ. εκείνων που έχουν ως θέμα την πόλη της Αθήνας ή τις εξοχές της Αττικής).
Το σημερινό άρθρο δημοσιεύτηκε στο Λεσβιακό Ημερολόγιο 2016, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αιολίδα σε επιμέλεια του φίλου Παναγιώτη Σκορδά. Καθώς πρόκειται για μια έκδοση εστιασμένη στη Λέσβο, διάλεξα ένα μικροφιλολογικό θέμα, τις δυο (αναγκαστικές) επισκέψεις του Βάρναλη στη Μυτιλήνη, στον δρόμο προς και από τον τόπο εξορίας του, το 1935. Στην εδώ αναδημοσίευση έχω κάνει μερικές επουσιώδεις αλλαγές, κυρίως μικροπροσθήκες.
Ο Βάρναλης στη Μυτιλήνη -κι ένα βγαλμένο δόντι!
Σε προηγούμενο τεύχος του Λεσβιακού ημερολογίου είχα παρουσιάσει μια διαμαρτυρία λογίων της Μυτιλήνης για την πειθαρχική δίωξη του Βάρναλη το 1926 καθώς και ένα δυσεύρετο ποίημα του ποιητή για τη Λέσβο. Στο παρόν άρθρο θα μιλήσουμε για τη φυσική παρουσία του Βάρναλη στο νησί της Λέσβου και στη Μυτιλήνη.
Εκτός λάθους, ο Βάρναλης επισκέφτηκε τη Λέσβο μόνο δύο φορές στη ζωή του, και μάλιστα χωρίς να το επιλέξει, και όχι για αναψυχή ούτε για κάποια επαγγελματική δραστηριότητα. Και οι δυο επισκέψεις του έγιναν το 1935, όταν ο ποιητής, μαζί με τον Δημήτρη Γληνό και δεκάδες άλλους αριστερούς και δημοκράτες πολίτες, οδηγήθηκαν για εκτόπιση στον Άγιο Ευστράτιο μετά το κίνημα του Κονδύλη. Απευθείας ατμοπλοϊκή σύνδεση δεν υπήρχε βέβαια, κι έτσι οι εξόριστοι έμειναν αρκετές μέρες στη Μυτιλήνη περιμένοντας το πλοίο της άγονης γραμμής, ενώ το ίδιο συνέβη και στο ταξίδι της επιστροφής από τον τόπο της εξορίας δυο μήνες αργότερα.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα, τις τελευταίες μέρες του 1935, ο Βάρναλης έγραψε τις εντυπώσεις του σε σειρά άρθρων στην εφημερίδα Ανεξάρτητος, αν και η δημοσίευση διακόπηκε μετά τη δέκατη συνέχεια (για πολιτικούς λόγους: καθώς η προεκλογική εκστρατεία για τις εκλογές της 26.1.1936 είχε μπει στην τελική ευθεία, το ΚΚΕ ήρθε σε βιαιότατη σύγκρουση με την εφημερίδα, κατηγορώντας την για συκοφαντικά και προβοκατόρικα δημοσιεύματα).
Τα δημοσιευμένα άρθρα, μαζί με τις επιστολές που αντάλλαξε ο Βάρναλης με τη σύζυγό του, τη Δώρα Μοάτσου, έχουν πλέον εκδοθεί σε βιβλίο (Άι Στράτης. Θυμήματα εξορίας, από τις εκδ. Καστανιώτη, 2014), αν και δυστυχώς με αρκετά λάθη στη μεταγραφή και την επιμέλεια. Από το βιβλίο αυτό αντλώ υλικό, καθώς και από το αρχείο Βάρναλη που φιλοξενείται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Με την ευκαιρία, ευχαριστώ τη βιβλιοθηκονόμο Ελευθερία Δαλέζιου για την προθυμία με την οποία με υποδέχτηκε στη βιβλιοθήκη, καθώς και τον θείο μου Κώστα Μίσσιο, χαλκέντερο γραμματολόγο της λεσβιακής λογοτεχνίας (και όχι μόνο) για τη βοήθειά του σε ερωτήματα που είχα.
Λοιπόν, ο Βάρναλης, ο Γληνός και άλλοι δημοκρατικοί πολίτες, σύνολο 33 άτομα, έφτασαν στη Μυτιλήνη στις 20 Οκτωβρίου 1935, με το «μεγάλο και καλοθάλασσο», όπως το χαρακτηρίζει, βαπόρι Αρντένα. Ήταν το πρώτο κύμα εξόριστων: «ξέραμε … ότι πίσου από μας θα ερχότανε άλλοι καμιά τρακοσαριά». Στη Μυτιλήνη έμειναν έξι ολόκληρες μέρες, περιμένοντας το πλοίο της άγονης γραμμής, το Μαρία Ρ.
Οι εξόριστοι χάρηκαν και με το παραπάνω αυτοί την ανάπαυλα, που έγινε σε κλίμα άνεσης και χαλαρότητας, εντελώς διαφορετικό από τις ασφυκτικές συνθήκες στα αθηναϊκά κρατητήρια:
Γράφει ο Βάρναλης: «Οι έξι μέρες, που μείναμε στη Μυτιλήνη, ήτανε οι ωραιότερες απ’ όσες περάσαμε στα χέρια των αστυνομικών. Μας είχανε εγκαταστήσει τους μισούς στο φρούριο και τους άλλους μισούς στο Α΄ αστυνομικό τμήμα, σ’ ένα μεγάλο θάλαμο κάτου στην αυλή. Και μας αφήσανε λεύτερους να κυκλοφορούμε μέσα όξω, χωρίς να μας κλείνουνε την πόρτα. Λεύτερους να περιπατούμε στην αυλή, να αναπνέουμε καθαρόν αέρα, να ζεσταινόμαστε καθισμένοι στον ήλιο, να πίνουμε καφέδες, να διαβάζουμε, να πλενόμαστε στη βρύση όποτε θέλαμε και να δεχόμαστε όποιον ερχότανε να μας ιδεί. Κι αυτή η φρικαλέα πειθαρχία της φυσικής ανάγκης, που έκαμνε τη ζωή μας μαρτυρική στα τμήματα των Αθηνών και του Πειραιά, εδώ δεν εφαρμόστηκε. Μονάχα τη νύχτα μάς φύλαγε απέξω από το θάλαμο ένας χωροφύλακας, όσο που κι αυτόν μια νύχτα βγήκα όξω και δεν τονε βρήκα».
Ακόμα μεγαλύτερη παρηγοριά όμως ήταν η ζεστή υποδοχή που τους επιφύλαξαν οι κάτοικοι της Μυτιλήνης: «Έτσι στη Μυτιλήνη από την πρώτη μέρα ήρθανε και μας επισκεφτήκανε στο αστυνομικό τμήμα πλήθος επιστήμονες, διανοούμενοι και δημοσιογράφοι, που αψηφούσανε τον κίνδυνο να ενοχοποιηθούνε κι αυτοί. Μας χαιρετούσανε, μας παρηγορούσανε, μας βοηθούσανε. Ένα σωρό πράγματα μάς φέρνανε καθημερινά. Ακόμη μεγαλύτερη συμπάθεια μάς δείξανε στο γυρισμό μας. Μας περιμένανε κάτου από το βαπόρι, μας σφίξανε στην αγκαλιά τους. Χαιρετούσανε σε μας όχι ίσως τους ομοϊδεάτες τους, μα τα θύματα της ελευθερίας της σκέψης».
Μπορεί η αλληλεγγύη και η συμπαράσταση να εκφράστηκε εξίσου προς όλους τους εξόριστους, αλλά τη μεγαλύτερη προσοχή την απέσπασαν οι δυο διάσημοι, ο Βάρναλης και ο Γληνός, καθώς και ο δικηγόρος και λογοτέχνης Τάκης Κόντος, σαν Μυτιληνιός που ήταν. Ο Κόντος, που την εποχή εκείνη ήταν αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη (με το ψευδώνυμο Στάρκος), έγραψε στην εφημερίδα τις δικές του εντυπώσεις από την εξορία (αργότερα εκδόθηκαν και σε βιβλίο).
Φυσικά, πολλές ήταν και οι επισκέψεις των ομοτέχνων. Σε γράμμα προς τη Δώρα Μοάτσου, ο Βάρναλης γράφει: «…ήρθε πολλές φορές και με είδε ο κ. Κανέλλης και ο κ. Φριλίγγος». Πρόκειται, βέβαια, για τον Ορέστη Κανέλλη, σημαντικό ζωγράφο, και τον λόγιο Κώστα Φριλίγγο, τον μεταφραστή βιβλικών κειμένων και αργότερα λαϊκό νομάρχη Λέσβου με το ΕΑΜ. Σε ένα άρθρο του περιγράφει την επίσκεψη του γηραιού Ιωάννη Κόντου, πατέρα του συνεξόριστου Τάκη Κόντου («είχε ο γέρος τη σεβάσμια αξιοπρέπεια των αρχαίων συγκλητικών τις ώρες της δυστυχίας»), και ενημερώνει τους Αθηναίους αναγνώστες για τους αγώνες που είχε δώσει ο Κόντος πατήρ ως δάσκαλος κόντρα στο Πατριαρχείο για τα μοναστηριακά κτήματα, που του στοίχισαν και τον αφορισμό του, πριν από την ένωση της Λέσβου με την Ελλάδα.
Μερικές επισκέψεις ήταν φαιδρές, όπως του ποιητή Δήμου Λόντου, «με γενειάδα γκρίζα αλά Τολστόι, με αέρα και χειρονομίες ‘εξημμένου’ ρομαντικού της παλιάς σχολής», που είχε θεωρήσει καθήκον του να επισκεφτεί τους «εκλεκτούς συναδέλφους» του Βάρναλη και Γληνό, και τούς διάβασε εκτενές ποίημά του με πορνογραφικό περιεχόμενο.
Μια από τις πρώτες δουλειές που έκανε ο Βάρναλης φτάνοντας στη Μυτιλήνη ήταν να αναζητήσει οδοντογιατρό για να βγάλει ένα δόντι που τον πονούσε –μια και κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο να γίνει στον Άι Στράτη. Γράφει στις 21 Οκτωβρίου προς τη Δώρα Μοάτσου: «Περιμένω τον οδοντογιατρό να έρθει στην Αστυνομία να μου βγάλει το δόντι γιατί άρχισε να μου πονάει». Και σε δεύτερο γράμμα, γραμμένο την ίδια μέρα, «Προ δέκα λεπτών ο οδοντογιατρός μού έβγαλε το δόντι. Όμως η σιαγόνα μου είναι μουδιασμένη. Κι ακόμα χτυπά η καρδιά μου από… το φόβο μου. Όμως δεν ένιωσα τίποτε!»
Ο Βάρναλης δεν αναφέρει το όνομα του Μυτιληνιού οδοντογιατρού που τον απάλλαξε από τους πόνους, αλλά στο αρχείο Βάρναλη υπάρχει μια επιστολή που ρίχνει φως σε αυτή τη λεπτομέρεια. Πρόκειται για τον Ευστράτιο Σάκκη, από τον Πολιχνίτο, που ήταν γνωστός αριστερός οπότε μάλλον δεν θα επρόκειτο για τυχαία επιλογή.
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα από την εξορία του, ο Βάρναλης έστειλε στον Σάκκη δύο βιβλία του (κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν το Φως που καίει στη νέα έκδοσή του και η Αληθινή απολογία του Σωκράτη). Ο Σάκκης τού απάντησε, και με αυτή την επιστολή, που δεν έχει δημοσιευτεί αλλού, θα κλείσω το άρθρο. Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου, μαζί και την αμήχανη εναλλαγή ανάμεσα στον συντροφικό ενικό και στον σεβαστικό πληθυντικό:
Ευστρ. Σάκκης
Πτυχ. Αμερικανικού πανεπιστημίου
(Georgetown University)
Μυτιλήνη
Τηλ. 4-36
Μυτιλήνη τη 26/2/36
Αγαπητέ σ. Κώστα Βάρναλη
Εις Αθήνας
Έλαβα και τα δυο σου βιβλία που μου ’στειλες αφιερωμένα στο όνομά μου για ανάμνησι της γνωριμίας μας, μέσου του πόνου του δοντιού σας. Δεν σ’ απήντησα αμέσως γιατί περίμενα πρώτα να τα διαβάσω. Και τώρα που τα διάβασα και σε γνώρισα ως πελάτη μου, ως αγωνιστή για την αλήθεια, και ως ποιητή, έρχομαι σήμερα να σε ευχαριστήσω και σε διαβεβαιώ ότι θα είνε η υπογραφή σου το πολυτιμότερο δώρο που έλαβα έως σήμερα από διαφόρους.
Τακτικά παρακολουθώ τη δράσι σου στο Ριζοσπάστη και μαζί με την αγάπη όλου του αγωνιζόμενου εργατικού κόσμου για το πρόσωπόν σου, ενώνω και την δική μου. Και να είσθε βέβαιος πως με την πένα σας και με το παράδειγμά σας πως προσφέρετε μεγάλη υπηρεσία στον απελευθερωτικό αγώνα των σκλαβωμένων συνανθρώπων μας.
Σε χαιρετώ συντροφικά
με εκτίμηση
Ευστράτιος Π. Σάκκης