Posted by sarant στο 30 Δεκεμβρίου, 2015
Το καλό με το ιστολόγιο είναι ότι έχεις άμεση αλληλεπίδραση με τους αναγνώστες και με τα σχόλια εμπλουτίζεται το αρχικό άρθρο, ιδίως όταν έχεις την τύχη να έχεις τόσο πολλούς και τόσο καλούς σχολιαστές όπως εμείς.
Το κακό με το ιστολόγιο είναι πως όταν ένα άρθρο εμπλουτιστεί χάρη στα σχόλια, σε σημείο που να αλλάζει ουσιαστικά, πρέπει με κάποιον τρόπο να το επικαιροποιήσεις, να ενσωματώσεις τα σχόλια, αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να αναδημοσιεύουν το άρθρο σου που δεν αντιπροσωπεύει πια απόλυτα την άποψή σου γι’ αυτό το θέμα. Το ίδιο ισχύει αν αυτή η διόρθωση γίνει σε μεταγενέστερο άρθρο. Πρέπει λοιπόν τα παλιά αυτά άρθρα να συμμαζεύονται με κάποιον τρόπο.
Ένα τέτοιο συμμάζεμα θέλω να κάνω με το σημερινό άρθρο.
Εξηγούμαι: Το 2010 είχα γράψει ένα άρθρο στο οποίο υιοθετούσα την άποψη του Θ. Μωυσιάδη, ότι η λέξη «τρελοκαμπέρω» έχει την αφετηρία της στον αεροπόρο Δημήτρη Καμπέρο, που με τις παράτολμες φιγούρες του γοήτευε τα πλήθη στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Το 2012, σε ένα άρθρο όπου εξέταζα το γενικότερο φαινόμενο κύριων ονομάτων που έδωσαν ουσιαστικά, αναφέρθηκα και πάλι στην περίπτωση του Καμπέρου και της τρελοκαμπέρως, εκφράζοντας πλέον αμφιβολίες για την προηγούμενη θέση μου, επειδή είχα βρει κάτι που δεν ταίριαζε. Στα σχόλια του δεύτερου αυτού άρθρου, οι αμφιβολίες μου μετατράπηκαν σε βεβαιότητα ότι η τρελοκαμπέρω δεν παράγεται από τον Καμπέρο. Ωστόσο, για να το δει αυτό κανείς έπρεπε να διαβάσει τα σχόλια μέχρι κάτω.
Οπότε, στο σημερινό άρθρο κάνω μιαν ανακεφαλαίωση όλης της ιστορίας.
Τρελοκαμπέρος, αλλά όχι τρελοκαμπέρω!
Η άποψη ότι το επίθετο «τρελοκαμπέρω» προέρχεται από τον αεροπόρο Δημήτρη Καμπέρο (1883-1942) αναφέρεται ως πιθανή από το Ετυμολογικό Λεξικό του Μπαμπινιώτη (1η έκδοση). Ο Καμπέρος ήταν πιλότος της πολεμικής αεροπορίας από την εποχή των βαλκανικών πολέμων, και εκτελούσε συχνά παράτολμες αποστολές ή έκανε θεαματικές φιγούρες σε επιδείξεις. Έτσι, αποκλήθηκε «Τρελοκαμπέρος» και ίσως η κλητική προσφώνηση «Α ρε τρελοκαμπέρο!» στις επόμενες δεκαετίες που είχαν πια ξεχαστεί τα κατορθώματά του θα συνέβαλε στο να θεωρηθεί θηλυκού γένους η λέξη (η τρελοκαμπέρω).
Η εξήγηση αυτή είναι απόλυτα εύλογη. Θα μπορούσαμε επίσης να υποθέσουμε ότι σαν γοητευτικός νέος που ήταν ο Καμπέρος θα είχε πολλές θαυμάστριες. Κι όταν η θαυμάστρια ξεφώνιζε την ώρα που ο Καμπέρος έκανε τις ριψοκίνδυνες φιγούρες του, ο συνοδός της, ίσως και με κάποια κρυφή ζήλεια, θα την αποκαλούσε «τρελοκαμπέρω».
Κι αυτή η εικασία εύλογη είναι, οπως είναι εύλογη και η αρχική εξήγηση. Μάλιστα, η άποψη ότι η λεξη «τρελοκαμπέρω» προήλθε από τον ριψοκίνδυνο Δημήτρη Καμπέρο δεν είναι καινούργια: υπήρχε και παλαιότερα, και όταν τον Μάιο του 1964 το θέατρο Μετροπόλιταν ετοίμαζε την επιθεώρηση «Τρελοκαμπέρω» του Γ. Γιαννακόπουλου, η οικογένεια Καμπέρου (οικογένεια γνωστή και με συμμετοχή στα κοινά στον Πειραιά) έκανε διάβημα στον θεατρώνη, θεωρώντας ότι διασυρεται το όνομά της και τελικά ο τίτλος της επιθεώρησης άλλαξε σε: «Η δημοκρατία χορεύει».
Εύλογη λοιπόν η εξήγηση, αλλά εύλογη δεν σημαίνει πάντοτε αληθινή. Κι εγώ την είχα δεχτεί και μου φαινόταν απόλυτα ικανοποιητική, όμως αργότερα, διαβάζοντας ένα άρθρο του Ν. Λάσκαρη, μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου προπολεμικά (και πριν από τον πρώτο πόλεμο ακόμα), για τα παρατσούκλια των παλιών ηθοποιών, είδα ότι η μεγάλη ηθοποιός Ευαγγελία Παρασκευοπούλου είχε το παρατσούκλι «καμπέρω».
Δεδομένου ότι η Παρασκευοπούλου αποσύρθηκε από τη σκηνή την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, είναι παλιότερη από τον αεροπόρο Καμπέρο, άρα δεν μπορεί να πήρε το παρατσούκλι της από αυτόν. Κι αν υπάρχει γυναικείο παρατσούκλι «καμπέρω», ήδη από το 1890-1900, η απόσταση μέχρι την «τρελοκαμπέρω» είναι πολύ μικρή. Οπότε, στο δεύτερο άρθρο που έγραψα, έκφραζα πολύ σοβαρές επιφυλάξεις για την προέλευση της τρελοκαμπέρως από τον αεροπόρο Καμπέρο.
Και οι επιφυλάξεις δεν άργησαν να μετατραπούν σε βεβαιότητα. Τόσο ο σχολιαστής Δημήτρης σε σχόλιο που έκανε έναν μήνα αργότερα στο δεύτερο άρθρο (και που εγώ το είδα πολύ πιο μετά), όσο και η φίλη Μαρία σε σχόλιο που έκανε το 2013 στο αρχικό άρθρο, με πληροφόρησαν ότι ο μεγάλος ζωγράφος Νικόλας Γύζης, το 1899, παραπονιόταν σε επιστολή του σε έναν φίλο του για την κακή υποδοχή που είχε το έργο του «Η δόξα των Ψαρών»:
«… Αι ελληνικαί κριτικαί περί της «Δόξης» μου «Ψαρών» με συνεκίνησαν. Εις έν ποίημα πολύ πνευματώδες, Ζλάπι ονομαζόμενον, μού την είπαν Ζουρλοκαμπέρω. Εγέλασα πολύ, και είπα μέσα μου, έχει δίκαιον ο απόγονος του Περικλέους».
Ενοχλημένος από τις αρνητικές κριτικές ο Γύζης, μπερδεύει λίγο τα πράγματα. Δεν λεγόταν Ζλάπι το ποίημα, Ζλάπι (και ακριβέστερα: Του Ζλάπι, δηλ. Το Ζουλάπι) ήταν το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε τα κομμάτια του στην «Εστία» ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος Πολύβιος Δημητρακόπουλος (αλλιώς Pol Arcas). Ήταν έμμετρα χρονογραφήματα γραμμένα σε χωριάτικο ιδίωμα, υπό τύπον επιστολών προς τον συντάκτη της Εστίας.
Φαίνεται πως οι έμμετρες επιστολές «του Ζλάπι» είχαν επιτυχία, διότι τον ίδιο χρόνο εκδόθηκαν και σε τομίδιο, το οποίο μάλιστα έκανε και δεύτερη έκδοση. Πήγα στην Εθνική Βιβλιοθήκη και το φωτογράφισα.
Το ποίημα που μας ενδιαφέρει δημοσιεύτηκε στην Εστία στις 4 Απριλίου 1899 και έχει τίτλο «Επίσκεψις εις την Καλλιτεχνικήν Έκθεσιν». Δεν θα το παραθέσω ολόκληρο, είναι μακροσκελέστατο, μόνο την αρχή και το τέλος
Ηγαπητοί κη πουλυγαπητοί μου
γυρνώντας σαν χαζούς ιδού κι ικεί,
να πάου, μου σφυρίξανε στ’ αυτί μου,
στην Ιέκθεσιν την Καλλιτεχνική.
κη δίνου μια κη δυού ιφθύς κι ιγού
κη πάου κη χαλιεύου σι λιγάκι,
τον Ντούσμανην, ικειούν τουν λουχαγού,
μαζί με τουν κυρ Πιέτρου τουν Κανάκη,
κη μι του βουλιαχτή του Βελιανίτη,
ουόπου μας κουόβει κάπουτε κη κούρις,
κι λένει ουότ’ ιέχει κη στου σπίτι
εικόνις μι διάφουρες μουντζούρις.
(…)
Νομίζω πως το παρακάνει ο Πολ Αρκάς με το χωριάτικο ιδίωμα, με κουράζει και να το διαβάζω και να το γράφω. Προς το τέλος, φτάνω στην επίμαχη στροφή:
κη να μι τα μαλλιά της ξιμπλιγμένα
κ’η Δουόξα, που την ξιέρτι κη την ξέρου,
κη φαίνιτι πως τάχει σαν χαμένα
κη σουλατσιάρει σαν ζουρλοκαμπέρου
(…)
Αφού λοιπόν η ζουρλοκαμπέρω ήταν γνωστή λέξη το 1899, όταν ο Καμπέρος ακόμα ήταν έφηβος, αποκλείεται να γεννήθηκε από τις παράτολμες φιγούρες του με το αεροπλάνο.
Και τότε; Από πού βγήκε η λέξη «τρελοκαμπέρω»; Θα δεχτούμε την παλιότερη ετυμολογία του Ανδριώτη (θαρρώ), που τη δέχεται και το ΛΚΝ, ότι προέρχεται από το τουρκ. kamber «αχώριστος σύντροφος, ταίρι», πιθανώς με την ειρωνική σημασία «αυτή που δεν μπορεί να λείπει». Το γεγονός ότι υπήρχε στην Πόλη το 1900 παρατσούκλι «καμπέρω» (αφού το είχε η ηθοποιός Παρασκευοπούλου) δίνει επιπλέον πόντους στην εκδοχή αυτή, παρόλο που δεν είναι σαφής ολόκληρη η διαδρομή και η μεταβολή των σημασιών της λέξης.
Πάντως το βέβαιο είναι πως η τρελοκαμπέρω δεν προέρχεται από τον αεροπόρο Καμπέρο.
Είδατε το κακό της απομυθοποίησης; Ανταλλάζεις μια γοητευτική σιγουριά (τον γενναίο αεροπόρο) με μια πεζή και κάπως θολή αβεβαιότητα….