Posted on January 6, 2016 by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Οι λέξεις που αρχίζουν από το άλφα μου ασκούν μεγάλη γοητεία. Σε κάθε λεξικό μένω ώρες μπροστά στις αφαιρετικές ιδιότητες του άλφα. Ριγώ στις πρωτιές του άλφα. Πνίγομαι με την κακεντρέχειά του και λιποψυχώ. Οραματίζομαι άλλες ζωές και κόσμους με εκείνα τα άλφα που δεν ζηλεύουν τίποτα από τα «ξανά» ή τα «παν». Και βέβαια, τα αλληλώ… έχω μιλήσει τόσες φορές για τα αλληλώ, επιρροής ακαταπάτητης από τον χρόνο, τον χώρο και τις αισθήσεις ακόμη.
Το άλφα δεν έχει μπει τυχαία πρώτο, πρώτο από όλα. Είναι άριστο με την οξεία γωνία του και την οριοθετημένη ζώνη του. Αδιέξοδο και αποδιοπομπαίο. Από άλφα όνομα να ξεκινά δεν αγάπησα ποτέ και το έχω παράπονο. Από άλφα αγάπη να έχω και να φτάσει έως το ωμέγα ποτέ και το ζηλεύω.
Περικοκλάδες που έχουν τη ρίζα τους στην κορφή του. Και επιφωνήματα, τα επιφωνήματα του άλφα.
H πόλη γεννοβολά σε άλφα, σε συντενταγμένες άγνωστες.
Στη Σκυλίτση, φτιάχνουν αγορές κυριακάτικες και καθημερινές -όποτε τους έρθει.
Βγαίνουν τα αγάλατα τα τσιγγανόπουλα με τα κλεμμένα καρότσια από τα σούπερ μάρκετ και τα έχουν βουνά γεμάτα σκαλιστά -τις γαβάθες των καροτσιών από ακέφαλες κούκλες, μάταιες εσάρπες, τσίγκινα κουζινικά, έγκυες με τα συμπράγκαλα. Τα’ χουν τυλιγμένα μέσα σε εφημερίδες ροζ, που γράφουν τα οικονομικά και τρέχουν στις παραφυάδες της λεωφόρου να πιάσουν την καλύτερη θέση, την πιο εμπορική. Εκείνη που οι φωνές θα αντηχούν στο τετράγωνο και τα αυτοκίνητηα δεν θα τις παίρνουν να τις λιανίσουν σε κέρματα δέκατα πέμπτα νότες. Βγάζουν ιαχές και κλαίνε και είναι γεμάτα τα ρουθούνια τους με μύξες και ψίχουλα και λάσπες.
Οι πιο μεγάλοι ντύνουν τους δρόμους με λεπτά χαλιά και καρό τραπεζομάντηλα. Σέρνουν την πραγμάτεια τους πάνω στη γη. Κάτι σπασμένα βουτυροδοχεία με λαξευμένα χερούλια, δίσκοι σκονισμένοι, ξεχαρβαλωμένα βιβλία, αόμματες κούκλες.
Γύρω-γύρω οι καταστηματάρχες παλεύουν να μην κλείσουν τα παλαιοπωλεία τους. Κάποιοι τα έχουν σένια. Με διακόσμηση και οργάνωση και επιλεγμένα καθαρά αντικείμενα. Χρήσιμα αντικείμενα τα αποκούμπια άλλων.
Άλλοι έχουν κάτι τετράγωνα νοικιασμένα δωμάτια και βγάζουν στα χείλη των πεζοδρομίων τραπέζια με πλαστικούς μουσαμάδες. Eκεί, πουλούν τσουκάλια καθρέφτες και τεντζερέδια γανωμένα, που λαμποκοπούν στις λαμαρίνες των αυτοκινήτων που περνούν δίπλα τους και χίλιοι ασημιοί σπινθήρες σε πετυχαίνουν στα χείλη, στον ουρανίσκο, στην καρδιά.
Στη διαδρομή μεταξύ Πειραιά και Μοσχάτου, βλέπεις στις σιδερένιες καλαμιές τις μπουτίκ του δρόμου. Μπουφάν με γούνες θανατωμένων αλεπούδων και πουλόβερ με πλούσιους λαιμούς, ρούχα χρησιμοποιημένα με το κιλό. Τα καλύτερά τους κομμάτια τα κρεμούν σε λεπτές κρεμάστρες καθαριστηρίου και τα επιδεικνύουν κρεμασμένα στον φράχτη του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου. Μαζεύεται ο κόσμος και κοιτά τα μανίκια και ανοιγοκλείνει τα φερμουάρ. Λιώνουν τα τριμμένα δερμάτινα μπουφάν κάτω από τον ήλιο. Τα κατατρώγουν τα αλάτια τις θάλασσας. Τα μαύρα χνώτα του ντίζελ και της βενζίνης τους σκοτεινιάζουν τα χρώματα και αυτά βρωμοκοπάνε τσιγάρο, δρόμο και αϋπνία.
«Άλφα ποιότητα! Δέκα ευρώ.. πάρτο!», λέει εκείνος. Αγοράζουν οι διαβάτες. Τα χώνουν στα καρότσια και γυρνούν σπίτι.
Σαν τελειώσει το πανηγύρι και οι άνθρωποι μετρήσουν την είσπραξη, το σκουπιδομάνι κυριαρχεί στην εικόνα. Μαζεύεται το σκυλολόι και παίζει με τα απομεινάρια μιας μέρας. Την αλλη μέρα, θα περάσει ο δήμος να τα καθαρίσει. Και πάλι από την αρχή την επόμενη Κυριακή. Σαν ευκοίλιο έντερο δουλεύει η μηχανή της ζωής. Και εσύ γεννοβολάς χίλιες λέξεις για κάτι που δεν ξέρεις καθόλου. Τους παρατηρείς και σκέφτεσαι τα άλφα τους για να πουλήσουν και εσύ από άλφα μόνο γνωρίζεις την ασυνταύτιστη ματιά σου, την ασυνόψιστη επιθυμία σε αυτό το αχανές το πράγμα που το λέμε μέλλον.
Related:
Δε θα παντρευτούμε ποτέ, κουφάλα μικροαστέ!