Στην περίπτωση του ασφαλιστικού, κανενός είδους διάλογος δεν αναπτύχθηκε, παρότι έγινε και σύσκεψη πολιτικών αρχηγών για το θέµα αυτό. ∆εν τον ήθελαν στην πραγµατικότητα ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση. Συνεπώς ήταν εξ αρχής καταδικασµένη η υποτιθέµενη απόπειρα.Καθώς η ευρύτερη γειτονιά µας συνταράσσεται και η Ευρώπη βλέπει το θεσµικό της οικοδόµηµα – Συνθήκη Σένγκεν, τραπεζική ένωση κ. λπ. – να τρίζει, ένα φάντασµα πλανάται πάνω από την Ελλάδα και, παρά τα λόγια, παραµένει φάντασµα: ο εθνικός διάλογος. Μέχρι τώρα ο όρος αυτός ακούστηκε για δύο θέµατα: το ασφαλιστικό και την Παιδεία.
Στην περίπτωση της Παιδείας ο διάλογος εξελίσσεται µε δύο κεντρικά πρόσωπα, των οποίων η επιλογή είναι µάλλον ανορθόδοξη: Τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο, επικεφαλής της επιτροπής για τον εθνικό διάλογο, εξέχοντα εκπρόσωπο της άποψης για αναθεώρηση του τρόπου διδασκαλίας της Ιστορίας επί το… εκσυγχρονιστικότερον. Την αναπληρώτρια υπουργό Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου, επίσης ιστορικό, του ιδίου κλίµατος, η οποία θεωρεί ότι η Μικρασιατική Καταστροφή «είναι µεγάλο εθνικό γεγονός επειδή το προσφυγικό (σ.σ.: !!!) είναι µεγάλο ζήτηµα στην ανθρώπινη ιστορία. Έτσι πρέπει να το ερµηνεύουµε για να έχουµε πλήρη ιστορική γνώση»!
Τι δεν έχει ληφθεί υπ’ όψιν και στις δύο αυτές περιπτώσεις – του ασφαλιστικού και της Παιδείας; Ότι και τα δύο αυτά τεράστια κεφάλαια θα έπρεπε να αποτελούν µέρος ενός µεγάλου εθνικού διαλόγου µε ένα κεντρικό αντικείµενο: την παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας. Το ασφαλιστικό επειδή η χώρα γερνάει και σε δυο – τρεις δεκαετίες θα αντιστοιχεί ένας εργαζόµενος σε δύο συνταξιούχους, άρα πρακτικά δεν θα υπάρχουν συντάξεις. Και η Παιδεία επειδή το σηµερινό σύστηµα παράγει τους περισσότερους ανέργους πτυχιούχους στην Ευρώπη, άρα χρειάζεται µια προσέγγιση συνδεδεµένη µε το µέλλον των νέων και της ίδιας της χώρας.
Κι όμως, το µεν ασφαλιστικό µένει στα ρηχά, αφού απλώς οι µεγάλες περικοπές συντάξεων µετατίθενται εκτός των χρονικών ορίων της κυβερνητικής θητείας, ενώ ο διάλογος για την Παιδεία ασχολείται µε τεχνικές ρυθµίσεις, χωρίς καµιά συσχέτιση µε το µεγάλο ερώτηµα «τι είδους χώρα θα έχουµε αύριο», χωρίς ουσιαστική συµµετοχή της αντιπολίτευσης και χωρίς οποιαδήποτε συµµετοχή αυτών που παράγουν πλούτο και αυτών που σχεδιάζουν – αν σχεδιάζουν… – την παραγωγική ανασυγκρότηση.
Μπορεί τα περί οικουµενικών σχηµάτων να είναι άκαιρα και αντιπαραγωγικά, όµως ένας διάλογος που θέλει να λέγεται «εθνικός» πρέπει και να είναι. Κι αυτό αποτελεί ευθύνη όχι µόνο της κυβέρνησης, αλλά και όσων άλλων αποτελούν τον κορµό της χώρας. Όχι ότι τρέφουµε σοβαρές ελπίδες, αλλά ένα «γαµώτο» δεν µπορείς να µην το λες…
Παρόμοια Άρθρα: