Stella Chaireti / stylianichereti | 8th/jan/2016
Ο Χρόνος περιπλανιέται στην έρημη πόλη μου. Ακούω τα βήματά του στα σοκάκια μιας ξεχασμένης γειτονιάς. Ένα βράδυ περπατούσα κι εγώ. Ήθελα να ανακαλύψω ξανά από την αρχή τα ίχνη ανθρώπων παλιών που κάποτε βρέθηκαν εδώ και ανάσαναν κοντά στο δικό μου πέλαγος. Δεν κατάφερνα να ζωντανέψω το παρελθόν. Ατάκτως ερριμμένες πέτρες ήταν η μόνη συγκομιδή μου. Θα γύριζα άπρακτη στο σπίτι, όταν ξαφνικά στην κορυφή ενός δρόμου τον συνάντησα τυχαία. Το ξέρω, ναι. Το τυχαίο που διατείνομαι δεν είναι παρά μια απάτη. Το ξέρω, ναι. Το τυχαίο που διατείνομαι δεν είναι παρά μόνο μια απάτη.
Ο Χρόνος μού χαμογέλασε. Το χαμόγελο του Χρόνου έχει κάτι σχεδόν μυστηριακό. Μετεωρίζεται ανάμεσα στην απόγνωση μιας συνάντησης που συνεχώς απεύχομαι και στην έλξη ενός μυστηρίου που θέλω πια να απαντηθεί. Θυμήθηκα εκείνο το μαύρο σημάδι της πλάτης του. Ένα σύμβολο από το παρελθόν. Άσχημο το είχα κάποτε χαρακτηρίσει. Ο Χρόνος σαν να μάντεψε τη σκέψη μου, και παρόλο το κρύο, Νοέμβρης πια, αποφάσισε να με πλησιάσει ημίγυμνος. Το σακάκι και η μπλούζα του στο δεξί του χέρι. Μόλις έφτασε κοντά μου, αρκετά κοντά πρέπει να ομολογήσω, αποφάσισε να μου γυρίσει την πλάτη. Η σφίγγα ήταν ακόμα εκεί. Ακόμη μαύρη και περισσότερο άσχημη. Μια γυναίκα έτοιμη να μου πει το επόμενό της αίνιγμα. Ένα ζώο έτοιμο να με κατασπαράξει.
Γύρισα κι εγώ τη δική μου πλάτη. Άρχισα να περπατάω στην αντίθετη κατεύθυνση. Ήθελα να απομακρυνθώ από τον Χρόνο και την περίεργη συμπεριφορά του. Άκουγα όμως τα βήματά του πίσω μου. Επίμονος και αυτή τη φορά. Έξω από ένα παλιό αρχοντικό τον άκουσα να ψιθυρίζει. Γύρισα αναγκασμένη από μία νοσηρή περιέργεια. Διάβαζε μια επιγραφή ασθμαίνοντας. Ο Χρόνος καπνίζει με τον αυτοματισμό της ανθρώπινης ανάσας. Πλησίασα κι εγώ. Ένα παλιό τυπογραφείο παραδίπλα τράβηξε τη δική μου προσοχή. Ο Χρόνος δυσαρεστείται όταν δεν έχει την αμέριστη προσοχή και απέχθειά μου. «Κοίτα, διάβασε. Είναι μόνο τέσσερις σειρές» μου είπε. Δεν είχα άλλη επιλογή. Η σχέση μου με τον Χρόνο εξαντλείται ανάμεσα στην προσταγή και την υπόταξη. Ένα παλιό τουρκικό σπίτι ήταν μπροστά μας. Πίσω από τα καφασωτά παράθυρα, εκείνη τη νύχτα, ένα κορίτσι έκλεβε τις ματιές μας. «Τα αρχαία μνημεία και η σύγχρονη θλίψη» μονολόγησα. «Καθόλου αρχαία» με διόρθωσε. Δεν σκέφτηκα στιγμή να επιμείνω. Ο Χρόνος απεχθάνεται τους ποιητές. Κι εγώ φορές φορές απεχθάνομαι τον Χρόνο.