Κωνσταντίνος Καραμανλής και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
09.01.2016, 08:18 | efsyn
Στην αυριανή τελική αναμέτρηση των δύο υποψήφιων προέδρων της Νέας Δημοκρατίας δεσπόζει για ακόμα μία φορά ο εσωτερικός ανταγωνισμός δύο πολιτικών ομάδων του κόμματος που αναφέρονται σε δύο ιστορικούς ηγέτες της μεταπολεμικής Δεξιάς: τον αναμφισβήτητο γενάρχη του κόμματος και τον αναβιωτή του μετά την οκταετία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Μπορεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να έχει πεθάνει και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης να έχει αποσυρθεί από την πολιτική δράση, αλλά και οι δυο τους εξακολουθούν να επηρεάζουν τις εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο της Κεντροδεξιάς, όχι μόνο μέσω των άμεσων συγγενών τους, οι οποίοι πολιτεύονται, αλλά και μέσω των πολιτικών επιγόνων τους.
Από τη μια μεριά έχουμε την παρουσία ενός Μητσοτάκη στην κούρσα της διαδοχής του κ. Σαμαρά, και από την άλλη την ανοιχτή στήριξη που παρέχει ο Κώστας Καραμανλής στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Αυτή η αντίθεση είναι τόσο αυτονόητη μεταξύ των οπαδών της παράταξης, ώστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να δίνει όρκους χειραφέτησης από την πολιτική παράδοση του πατέρα του.
Μάλιστα πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η στήριξη της Ντόρας Μπακογιάννη στον κ. Μεϊμαράκη υπήρξε προϊόν οικογενειακής συνεννόησης, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί και η απτή απόδειξη ότι ο Κυριάκος είναι πλέον αυτόνομος από τα δεσμά του «Μητσοτακέικου», κάτι που εξάλλου είχε επιχειρήσει να αποδείξει και όταν διαφοροποιήθηκε από την αδελφή του και δεν την ακολούθησε στη θνησιγενή περιπέτεια του δικού της κόμματος.
Ντόρα Μπακογιάννη, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης,
Κώστας Καραμανλής | ΕUROKINISSI
Από την άλλη μεριά και ο ίδιος ο κ. Μεϊμαράκης είναι προϊόν του ίδιου πολιτικού κλίματος, εφόσον αναδείχθηκε στην ηγεσία της ΟΝΝΕΔ την πρώτη περίοδο της αρχηγίας Μητσοτάκη, ενώ επί χρόνια τον συνόδευε το προσωνύμιο «Ντοράκι», υποτιμητικό βέβαια και ίσως άδικο, αλλά ενδεικτικό για την τοποθέτησή του στα εσωκομματικά στρατόπεδα.
Αλλά αυτές οι φαινομενικές αντιφάσεις απλώς επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο εν λόγω εμφύλιος διχασμός της παράταξης δεν υποκρύπτει αποκλίνοντα πολιτικά διακυβεύματα. Αυτή άλλωστε υπήρξε πάντοτε η ιδιοτυπία των αντιθέσεων μεταξύ «Μητσοτάκηδων» και «Καραμανλήδων». Το πολιτικό περιεχόμενο των διαφορών τους ήταν πάντοτε δευτερεύον και οπωσδήποτε θολό. Μεγαλύτερη σημασία είχε η παράδοση της ιστορικής τους προέλευσης και η αναπαραγωγή των πολιτικών ομάδων που τους ακολουθούσαν σε κάθε ιστορική συγκυρία.
Δεν πρέπει να λησμονηθούν και οι επιχειρηματικές ομάδες που συντάχθηκαν κατά καιρούς με τον έναν ή τον άλλο -και βέβαια τα εκδοτικά συγκροτήματα, τα οποία μετέχουν ενίοτε με πάθος και χωρίς αρχές σ’ αυτήν την αέναη διαπάλη. Πρόσφατο παράδειγμα ο ΔΟΛ, ο οποίος, μετά την αποκατάσταση του Κωνσταντίνου Γκλίξμπουργκ, θέλησε να επηρεάσει τις εσωκομματικές διεργασίες, ρίχνοντας το βάρος του υπέρ του Απ. Τζιτζικώστα στον πρώτο γύρο και υπέρ του Κ. Μητσοτάκη στον δεύτερο.
1955: Η μάχη που δεν δόθηκε
Η πρώτη σύγκρουση σημειώνεται τον Οκτώβριο του 1955, όταν αιφνιδιαστικά ο βασιλιάς Παύλος ανέθεσε στον Καραμανλή την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη θέση του Αλ. Παπάγου, που μόλις είχε πεθάνει, και όχι σε έναν από τους δύο τότε αντιπροέδρους του Ελληνικού Συναγερμού, τον Στ. Στεφανόπουλο και τον Π. Κανελλόπουλο.
Ο Μητσοτάκης, ο οποίος ανήκε τότε στο μικρό κόμμα Φιλελεύθερη Δημοκρατική Ενωση με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, επιχείρησε να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη. Τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται ο ίδιος, σε διήγησή του το 1989 προς τον επίσημο βιογράφο του: «Για τον Παπάγο ήταν γνωστό ότι ήταν άρρωστος, αλλά δεν ξέραμε λεπτομέρειες και πόσο καιρό θα ζούσε. Ποιος υποστήριζε τον Καραμανλή; Ισως τα Ανάκτορα, ίσως οι Αμερικανοί. Η άποψή μου είναι ότι τον προτίμησαν οι Αμερικανοί και δευτερευόντως το Παλάτι».
Στην ίδια εξιστόρηση ο Μητσοτάκης παραδέχεται ότι «ο Καραμανλής ήταν η σωστή επιλογή για την παράταξή του» και ότι «ακόμα και ο Σοφοκλής Βενιζέλος τον κοιτούσε με θετικό μάτι […] Μόνο ο Γεώργιος Μπακατσέλος κι εγώ τους το τονίζαμε, ότι η συντηρητική παράταξη απέκτησε έναν καινούργιο ικανό ηγέτη που, αν δεν προσέξουμε, θα μείνουμε για χρόνια στην αντιπολίτευση. Εγώ τότε έλεγα ότι είναι λάθος το Κέντρο να αφήσει ανενόχλητα να δημιουργηθεί ένας αντίπαλος ηγέτης. Σίγουρα ήταν μια κομματική άποψη, αλλά εκείνη την εποχή αγωνιζόμουν για την παράταξη». «Αναζητούσα έναν τρόπο να εμποδίσουμε τον Καραμανλή», θυμάται ο Κ. Μητσοτάκης. Κι αυτό έπρεπε να γίνει «πριν να σχηματίσει την πρώτη κυβέρνηση και πριν να πάρει την πρώτη ψήφο εμπιστοσύνης το ’55, πριν πάμε στο μέτωπο του ’56».
Το σχέδιο του Μητσοτάκη ήταν να προκληθούν αναπληρωματικές εκλογές με παραίτηση των βουλευτών σε δύο περιφέρειες, στην Κρήτη και την Αθήνα. Την παραμονή των προεκλογικών δηλώσεων Καραμανλή, ο Μητσοτάκης αποκάλυψε το σχέδιό του στον Σ. Βενιζέλο: «Θα αφήσουμε τον Καραμανλή να εκφωνήσει τον λόγο του για τις προεκλογικές δηλώσεις. Και άμα τελειώσει, θα βγεις στο βήμα και δεν θα πεις τίποτα παρά μόνο: “Κύριε πρόεδρε, κύριοι βουλευτές, προκαλούμε τον κύριο Καραμανλή σε αναπληρωματική εκλογή, ώστε να κληθεί ο λαός να αποφασίσει. Πάρτε τις παραιτήσεις μας, κύριε πρόεδρε”. Και εκείνη την ώρα να του δώσεις τις παραιτήσεις, να σταματήσει η συζήτηση και να πάμε σε αναπληρωματική εκλογή».1
Τελικά το σχέδιο Μητσοτάκη δεν εφαρμόστηκε. Αλλά στην αμέσως επόμενη περίοδο ήταν ο Μητσοτάκης εκείνος ο οποίος αντιδρούσε στη σύμπηξη ενός Μετώπου σύσσωμης της αντιπολίτευσης απέναντι στον Καραμανλή. Το Μέτωπο εντούτοις σχηματίστηκε ως Δημοκρατική Ενωση, αλλά στις εκλογές του 1956 επικράτησε η ΕΡΕ του Καραμανλή, χάρη στον εκλογικό νόμο που της εξασφάλισε πλειοψηφία εδρών, παρά το γεγονός ότι υστερούσε σε ψήφους. Και ο επίσημος βιογράφος του Μητσοτάκη θα χαρακτηρίσει λάθος «την προσχώρηση σε ένα είδος εθνικής σταυροφορίας εναντίον του Καραμανλή, που συνένωνε την άκρα Αριστερά με το Κέντρο και την εκτός ΕΡΕ Δεξιά. Ο “κοινός εχθρός”, που ήταν ο Καραμανλής, ήταν ένας απλός “εκλογικός” εχθρός. Ο συνασπισμός εναντίον του και ο “εκλογικίστικος” χαρακτήρας του δεν έπειθε τον μέσο πολίτη».
Οπως επιχειρεί τουλάχιστον να μας πείσει σήμερα, ο Μητσοτάκης είχε πολιτική αντίθεση με το Μέτωπο και βρισκόταν πιο κοντά στον Καραμανλή: «Ο “κεντρώος” χώρος, και ιδιαίτερα η ομάδα της “Ελευθερίας” (Καρτάλης, Μητσοτάκης), είχε ενστερνισθεί την ιδέα του εκσυγχρονισμού του κράτους. Αυτόν τον αναλάμβανε ο Καραμανλής. Μια “πανστρατιά” εναντίον του, όπως ήταν του Μετώπου, μπορούσε να ερμηνευθεί ως αντίθεση στο εκσυγχρονιστικό και αναπτυξιακό του έργο –και έτσι παρουσιάστηκε από την ΕΡΕ κατ’ επανάληψη, όπως ήταν φυσικό».2
Για την πολιτική αμηχανία του Μητσοτάκη απέναντι στον Καραμανλή της πρώτης τετραετίας ενδεικτική η συμμετοχή του στη σύμπηξη στις 6/2/1960 ενός υβριδικού πολιτικού σχήματος, της Νέας Πολιτικής Κίνησης, η οποία έμεινε γνωστή με το όνομα «Ομάδα των Δέκα». Το ενδιαφέρον είναι ότι σ’ αυτήν συμμετείχαν στελέχη του Κέντρου, αλλά και της Δεξιάς, και μάλιστα οι φιλοβασιλικοί. Η Κίνηση δεν μακροημέρευσε, εξαιτίας ακριβώς αυτής της πολιτικής ανομοιογένειας, αλλά και διότι «από την πρώτη στιγμή τη βαρύνει η υποψία της κοινής γνώμης, ότι έχει την ανακτορική εύνοια, εξαιτίας κυρίως της συμμετοχής των Π. Παπαληγούρα και Γ. Ράλλη, που πρωτοστάτησαν στη διάσπαση της ΕΡΕ το 1958».3
Σε όλο αυτό το διάστημα υπήρξαν αντιπαραθέσεις Μητσοτάκη-Καραμανλή στο Κοινοβούλιο, αλλά ποτέ δεν πήραν τη μορφή ακραίας οξύτητας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις η συζήτηση για τη νομιμότητα της επιτροπής που είχε αναλάβει την ένταξη υπαλλήλων των διάφορων τεχνικών υπηρεσιών του Κράτους στο υπουργείο Δημοσίων Εργων (15/2/1954) και η σύσταση της «Ελληνικής Αεροπορικής Εταιρείας ΤΑΕ» (22.3.1955).4 Ακόμα και στην πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Καραμανλή για τον χειρισμό του Κυπριακού και την οικονομική πολιτική (21-24/5/1956) ο Μητσοτάκης θα είναι συγκρατημένος.
♦ Ολόκληρο το αφιέρωμα στην «Εφημερίδα των Συντακτών – Σαββατοκύριακο» που κυκλοφορεί σήμερα:
1961-1967: Από τον «ανένδοτο» στην… ΕΡΕ
1968-1974: Τυφλό ραντεβού στο Παρίσι
1974: Η πίκρα της μεταπολίτευσης
1978: Κόμμα με ημερομηνία λήξης
1984: Ο Πρόεδρος των… άλλων
1988-1990: Από το «unfair» στην πρωθυπουργία
1998: Η εκδίκηση του ανιψιού
Η αδύνατη χειραφέτηση των επιγόνων
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
«Δεν μπορώ να συνεργαστώ με τον Τσίπρα»
«Η κυβερνητική πλειοψηφία θα καταρρεύσει από μόνη της»