jan/11?2016 | Posted by Theorema
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 53 του περιοδικού Μανδραγόρας)
Ήταν κάποτε μια γυναίκα που σιδέρωνε ασταμάτητα. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της μέχρι τα τελευταία της, σιδέρωνε. Η σιδερώστρα δεν της άρεσε πολύ. Προτιμούσε να στρώνει πάνω στην ξύλινη κομόντα μια κουβέρτα διπλωμένη στα τέσσερα, και πάνω της ένα βαμβακερό σεντόνι. Απλωμένα στη μαλακή αυτή επιφάνεια τα υφάσματα δέχονταν πιο εύκολα το τσουρουφλιστό σιδερένιο πάτημα και η τσάκιση πετύχαινε απολύτως. Έτσι, καθισμένη μπροστά σε έναν μπόγο τσαλακωμένα ρούχα που μύριζαν σαπούνι Μασσαλίας περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Τις υπόλοιπες μαγείρευε ψάρια σαβόρ, στιφάδο με αμέτρητα κρεμμύδια και κουκιά λαδορίγανη.
Όταν σιδέρωνε μαξιλαροθήκες, πουκάμισα, τραπεζομάντηλα και πετσέτες κουζίνας, η γυναίκα τραγουδούσε παλιά τραγούδια για την ξενιτιά και καμιά φορά έκλαιγε για κάποιον που της έλειπε πολύ μα δεν γινόταν να τον συναντήσει. Το απόγευμα, όταν τελείωνε το σιδέρωμα και τη μαγειρική, μια άλλη γυναίκα, αρκετά μικρότερη, ερχόταν και της χτένιζε τα μαλλιά. Ξέπλεκε την πλεξούδα που έστεκε κουλουριασμένη στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και της χάιδευε το κρανίο με μια πλαστική τσατσάρα. Τις λεπτές, μακριές γκρίζες τρίχες που έμεναν ανάμεσα στα δόντια της χτένας φρόντιζε να τις κάνει σβώλο και να τις κρύβει στην τσέπη της, επειδή η μεγαλύτερη γυναίκα στεναχωριόταν πολύ όταν τις έβλεπε κι ένιωθε πως γερνούσε.
Χειμώνα καλοκαίρι η γυναίκα φορούσε μαύρα ρούχα και χαμηλά παπούτσια με αδιαφανείς νάιλον κάλτσες. Πενθούσε ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια, ενδεχομένως και τα προηγούμενα. Ένα, δύο πρόσωπα ή δέκα, δεν έχει σημασία. Το πένθος δεν έφευγε από πάνω της ποτέ – ούτε καν όταν σιδέρωνε, ενδεχομένως κυρίως τότε.
Όταν έγιναν της μόδας οι ηλεκτρικές σιδερώστρες η γυναίκα αρνήθηκε να τις κοιτάξει, πόσω δε μάλλον να χρησιμοποιήσει κάποια από αυτές. Συνέχισε να σιδερώνει με τον παλιό καλό τρόπο και να νιώθει ασφαλής. Δεν είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις, δεν αμφισβητούσε την καθημερινότητα, δεν νευρίαζε ποτέ και με κανέναν. Δεν κοιτούσε το ημερολόγιο. Όταν ήθελε να μάθει τι μέρα ήταν, ρωτούσε απλώς τι μέρα είναι.
Η γυναίκα αδυνατούσε να κατανοήσει την ασχήμια κάποιων σκέψεων ή πράξεων, εκτός από εκείνες που έρχονταν σε αυτονόητη ρήξη με τις πατροπαράδοτες αρχές της. Η αλήθεια είναι πως δεν είχε κριτικό νου. Προτιμούσε να βλέπει τον κόσμο όμορφο, ηθικό, σχεδόν αγγελικά πλασμένο. Ήταν επιεικής και μεγαλόψυχη, και ένιωθε ανίκανη να βλάψει μυρμήγκι. Δεν ενοχλούσε ποτέ τους άλλους και πάντα προσπαθούσε να προσφέρει αυτό που νόμιζε πως ήταν ανάγκη να προσφέρει. Γελούσε με ιδιαίτερη γλυκύτητα και τα μάτια της είχαν ένα χρώμα ανάμεσα στο μελί και το καφέ, που ήταν δύσκολο να προσδιορίσεις στην παλέτα.
Μέχρι το τέλος της ζωής της η γυναίκα που σιδέρωνε βρήκε τρόπο να παραμείνει σε μια ηλικία πολύ κοντά στην παιδική – όχι όμως λόγω κάποιας νοητικής ή συναισθηματικής υστέρησης, παρά μόνο χάρη στη σπάνια ικανότητά της να εντοπίζει, να διατηρεί και να ποτίζει με στοργή το παραμικρό ίχνος αγνότητας εντός και εκτός της.
Δεν υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να ειπωθούν γι’ αυτήν, παρότι ένας δεινός συγγραφέας ξέρει να βγάζει από τη μύγα ξύγκι. Ένας άνθρωπος, όμως, που περιγράφει με γραπτές λέξεις έναν οικείο του, πολύ συχνά ξεμένει από λόγια στη μέση της ιστορίας κι έτσι αφήνει τις εικόνες και τις έννοιες μισές, σαν αυτόμολους ήρωες σε ελεύθερη πτώση.
Σχετικά
σε “Μανδραγόρας”
σε “Παραμυθίες”
σε “Διηγήματα”