Ταξίδι στα όρη Σίμιεν, Μπαχίρ Νταρ, Λαλιμπέλα, Γκοντάρ της Αιθιοπίας
14.01.2016, 19:56 | efsyn
Γεράσιμος Κακολύρης
Η Αιθιοπία βρίσκεται στη βορειοανατολική Αφρική, ήτοι σε αυτό που ονομάζεται Κέρας της Αφρικής. Στο παρελθόν ονομαζόταν Αβησσυνία, ενώ η τωρινή ονομασία της προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές ρίζες (αιθ-) (το ρήμα «αίθω» σημαίνει «καίω, ανάβω, φλέγω») και (ὄψ), δηλαδή καμένη ή ηλιοψημένη όψη. Η Αιθιοπία είναι μια από τις πλέον αρχαίες χώρες της Αφρικής και αναφέρεται σε έργα του Ομήρου και του Ησίοδου. Στην Οδύσσεια, οι Αιθίοπες περιγράφονται ως «έσχατοι ανδρών», οι οποίοι κατοικούσαν άλλοι στην Ανατολή και άλλοι στη Δύση (Α 22).
Στην Ιλιάδα υπάρχει αναφορά στους άμεμπτους («αμύμονες») Αιθίοπες (Α 423) που κατοικούν στον Ωκεανό και οι οποίοι συντρώγουν με τον Δία και τους άλλους θεούς σε συμπόσια και στους «αθάνατους τρανές θυσίες προσφέρουν» (Ψ 205-207). Ο Ηρόδοτος, επηρεασμένος προφανώς από τον Όμηρο, υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές φυλές Αιθιόπων, που διαφέρουν στη γλώσσα και στα μαλλιά (Η΄ 70), ενώ στη διήγησή του για την εκστρατεία του Καμβύση και την κατάκτηση της Αιγύπτου, αναφέρει και την εκστρατεία του Πέρση αυτοκράτορα εναντίον των «μακροβίων Αιθιόπων, που κατοικούν στην Λιβύη, κοντά στην νότια θάλασσα» (Γ΄ 17), για τους οποίους «λέγεται ότι είναι οι πιο υψηλόσωμοι και οι πιο όμορφοι απ’ όλους τους ανθρώπους» (Γ΄ 20).
Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στην Αιθιοπία τον 4ο αιώνα από τον έμπορο Φρουμέντιο, ελληνικής και φοινικικής καταγωγής, γεννημένο στην Τύρο (Λίβανος), που έγινε πρώτος επίσκοπος του Αξούμ. Στην Αιθιοπία διαδόθηκε και επικράτησε ο Μονοφυσιτισμός που αποτελεί μέχρι σήμερα την επίσημη θρησκεία της χώρας.
Στο τελετουργικό της θείας λειτουργίας των Αιθιόπων, βρίσκει κανείς πολλά στοιχεία από την Παλαιά Διαθήκη. Η χρήση, για παράδειγμα, μουσικών οργάνων και τυμπάνων που συνοδεύονται από χορευτικές κινήσεις ή η περιτομή στους άρρενες σε πολύ νεαρή ηλικία, αποτελούν στοιχεία που προϋπήρχαν στην περιοχή και απλά ενσωματώθηκαν με την άφιξη του Χριστιανισμού.
Στη χώρα υπάρχουν, επίσης, αρκετοί Μουσουλμάνοι, Ανιμιστές, Εβραίοι, Προτεστάντες και Ρωμαιοκαθολικοί. Ο πληθυσμός της Αιθιοπίας είναι περίπου 90 εκατομμύρια, ενώ το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού είναι σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2015 τα 61,48 χρόνια (59,11 χρόνια οι άνδρες και 63,93 οι γυναίκες). Στη χώρα ζουν περίπου 300 Έλληνες, οι περισσότεροι στην Αντίς Αμπέμπα.
Τα εκπληκτικά φυσικά τοπία και εθνικά πάρκα της, η μακραίωνη ιστορία της, τα σημαντικά μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς (εννέα εκ των οποίων συμπεριλαμβάνονται στη λίστα της UNESCO) συνέτειναν στο να επιλεγεί η Αιθιοπία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τον Τουρισμό και το Εμπόριο -μεταξύ 31 υποψήφιων χωρών- ως κορυφαίος τουριστικός προορισμός για το 2015. Η χώρα αναμένεται να υποδεχτεί την περίοδο 2015-16 περί το ένα εκατομμύριο τουρίστες, οι οποίοι υπολογίζεται να συνεισφέρουν το 5% του Εθνικού Ακαθάριστου Προϊόντος της χώρας, ήτοι 3 δισ. δολάρια.
Καλύτερη περίοδος να επισκεφθεί κανείς την Αιθιοπία είναι κατά τη διάρκεια της ξερής περιόδου, δηλαδή από τον Σεπτέμβρη μέχρι τον Φεβρουάριο. Η θερμοκρασία στις πόλεις κυμαίνεται γύρω στους 25-28 βαθμούς, ενώ στα ορεινά, πάνω από τα 3.500μ., γύρω στους 15 βαθμούς κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ το βράδυ μπορεί να πέσει μέχρι και στους μηδέν βαθμούς. Απώτερος σκοπός της δικής μας επίσκεψης ήταν η πεζοπορία στα όρη Σίμιεν (Simien) και η ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή της Αιθιοπίας, τη Ras Dashen (4.543μ.).
Αυτό όμως δεν μας απέτρεψε από το να επισκεφθούμε μια σειρά από πόλεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο πολιτιστικό και ιστορικό ενδιαφέρον, όπως η Μπαχίρ Ντάρ (Bahir Dar), η Λαλιμπέλα (Lalibela) και η Γκοντάρ (Godar). Η μετάβασή μας από Αθήνα προς Αντίς Αμπέμπα έγινε με τις αιγυπτιακές αερογραμμές μέσω Καϊρου (470 ευρώ μετά επιστροφής). Το προξενείο της Αιθιοπίας στην Αθήνα μας ενημέρωσε ότι δεν απαιτούνται εμβόλια, ενώ η βίζα εισόδου στη χώρα εκδίδεται κατά την άφιξη στο αεροδρόμιο της Αντίς Αμπέμπα (κόστος: 50 ευρώ).
Η χαώδης Αντίς Αμπέμπα των 4 εκατομμυρίων κατοίκων δεν παρουσίασε στα μάτια μας κανένα ενδιαφέρον, εντύπωση που σφυρηλατήθηκε ακόμη περισσότερο όταν, υπό τη σθεναρή πίεση ενός ατελείωτου πλήθους «εποχούμενων» νεαρών στην ευρύτερη περιοχή της ιστορικής εκκλησίας της Αγίας Τριάδας (Selassie), η φωτογραφική μηχανή τού γράφοντος έκανε φτερά!
Εντούτοις, εντυπωσιακά είναι τα εκθέματα του Εθνικού Μουσείου (είσοδος 50 μπιρ=50 λεπτά!), στο οποίο εκτίθεται ο σκελετός της 18χρονης νεαρής «Λούσης», το πρώτο παγκοσμίως εύρημα Αυστραλοπιθήκου αφαρίου (Australopithecus afarensis) («australis» σημαίνει «νότιος» στα λατινικά), προγόνου του homo sapiens, που ανακαλύφθηκε στην έρημο Αφάρ της Αιθιοπίας το 1974. Η ηλικία της προσδιορίστηκε από 2,8 έως 3,8 εκατομμύρια χρόνια ενώ περπατούσε όρθια. Είχε ύψος 1μ. και βάρος 22-30 κιλά. Το κεφάλι της έμοιαζε µε του ανθρώπου. Στο ίδιο μουσείο εκτίθεται και το δεύτερο απολίθωμα Αυστραλοπίθηκου αφαρίου που βρέθηκε και πάλι στην Αιθιοπία.
Πρόκειται για ένα νεαρό ηλικίας 16-17 ετών που ήταν νεώτερος της Λούσης κατά 400.000 χρόνια. Η Λούση πήρε το όνομά της από το τραγούδι των Beatles που ακουγόταν στο ράδιο κατά τη στιγμή της ανακάλυψής της. Δίπλα από το μουσείο βρίσκεται ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της Αντίς Αμπέμπα, το «Λούση», στο οποίο αν δεν θέλετε να φάτε, μπορείτε να απολαύσετε υπέροχους φυσικούς χυμούς (η τιμή ενός γεύματος σε ένα καλό εστιατόριο στην Αιθιοπία δεν ξεπερνά τα 100 μπιρ, δηλαδή τα 5 ευρώ· το 1 ευρώ ισούται με 23 μπιρ). Δυστυχώς, το Εθνολογικό Μουσείο ήταν κλειστό τη συγκεκριμένη μέρα.
Για τη μετάβασή μας από την Αντίς Αμπέμπα στην Μπαχίρ Νταρ, η οποία βρίσκεται στα βορειοδυτικά της χώρας σε υψόμετρο 1850 μέτρων, χρησιμοποιήσαμε το λεωφορείο προκειμένου να μπορέσουμε να δούμε τα χωριά της υπαίθρου (υπάρχουν 2 εταιρίες, η Selam και η Sky Bus, των οποίων τα λεωφορεία είναι πραγματικά αξιοπρεπή) (κόστος 350 μπιρ=14 ευρώ).
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού των 10 ωρών, στη διάρκεια των οποίων ο οδηγός του λεωφορείου δεν σταμάτησε στιγμή να πατά την κόρνα του, οι αχυρένιες καλύβες εναλλάσσονταν με σπίτια «μπαγλαντί», όπου αντί για πήχεις υπήρχαν λεπτοί κορμοί δένδρων γεμισμένοι με λάσπη, ενώ ένα ατελείωτο παιδικό λεφούσι έπαιζε κατά μήκος του δρόμου.
Τις λίγες φορές που σταματήσαμε, οι επιβάτες ακροβολίζονταν προκειμένου να βρουν τον κατάλληλο θάμνο για να ξαλαφρώσουν. Κατά την άφιξή μας στο σταθμό λεωφορείων της εταιρίας στην Μπαχίρ Νταρ, μας περίμενε ένα μεγάλο πλήθος γηγενών που προσπαθούσε να εξοικονομήσει κάποιο εισόδημα πουλώντας κάθε είδος πληροφορίας ή υπηρεσίας στους τουρίστες. Η μεταφορά των πελατών από και προς το ξενοδοχείο γίνεται πάντα με μεταφορικό μέσω του ξενοδοχείου. Για τις υπόλοιπες μετακινήσεις, ο πιο προσφιλής και εύκολος τρόπος είναι τα «τουκ-τουκ», τρίκυκλα μηχανάκια ινδικής ή κινέζικης προέλευσης.
Μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο, ο Βασίλης Θωμόπουλος, που ήταν ο ιθύνων νους του ταξιδιού, ανέλαβε να βρει την φτηνότερη προσφορά (8,5$ έκαστος) για την περιήγησή μας στα κυκλικά χριστιανικά μοναστήρια και εκκλησίες των ακτών και νησιών της λίμνης Τάνα, της μεγαλύτερης λίμνης της Αιθιοπίας, από την οποία πηγάζει ο Γαλάζιος Νείλος. Έτσι, την επομένη το πρωί, ξεκινήσαμε με το μικρό πλεούμενό μας για τη χερσόνησο Zege προκειμένου να επισκεφθούμε τα μοναστήρια Betremariam, Azewa Mariam και Ura Kidanemehret και το μοναστήρι-νησί Debre Mariam.
Το γεγονός ότι η είσοδος εντός του κυκλικού χώρου που αποτελεί το κάθε μοναστήρι-εκκλησία ήταν 100 μπιρ (5$), μας ανάγκασε να επισκεφθούμε το εσωτερικό μόνο του Ura Kidanemehret, το οποίο φημίζεται για τις πολύχρωμες τοιχογραφίες του και τις συλλογές χειρογράφων, ενώ τα υπόλοιπα τα θαυμάσαμε από τον προαύλιο χώρο.
Εντυπωσιακή ήταν η συνάντησή μας στη λίμνη με τα tankwas, τις πιρόγες από πάπυρο. Η προγραμματισμένη εκδρομή μας στους Καταρράκτες του Γαλάζιου Νείλου, οι οποίοι στην τοπική διάλεκτο λέγονται Tis Isat («νερό που καπνίζει»), αναβλήθηκε, εφόσον μάθαμε ότι το νερό που έπεφτε ήταν ελάχιστο.
[gallery_bank type=”images” format=”thumbnail” title=”false” desc=”false” responsive=”true” special_effect=”overlay_fade-white” animation_effect=”rollIn” album_title=”false” album_id=”760″]
Την επομένη μεταβήκαμε οδικώς στην πόλη Gondar (υψόμετρο 2.133 μ., 110.000 κάτοικοι), σημείο εκκίνησης των εξορμήσεων στα όρη Σίμιεν. Τα 185 χλμ. της διαδρομής τα καλύψαμε σε 4 ώρες. Στα αξιοθέατα της παλιάς πρωτεύουσας της Αβησσυνίας περιλαμβάνονται η Βασιλική περιοχή (Fasil Ghebbi/Royal Enclosure) με τα πέντε μεσαιωνικά κάστρα (1635-1885) και τα αμυντικά τείχη της.
Στην Γκοντάρ πραγματοποιείται η πιο εντυπωσιακή τελετή εορτασμού των Θεοφανίων (Timket) με θρησκευτικούς χορούς και λιτανείες δίπλα στη δεξαμενή του συγκροτήματος Fasilidas στις 19 Ιανουαρίου (η αιθιοπική εκκλησία ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο). Στο εξαιρετικό εστιατόριο «Four sisters» δοκιμάσαμε στις 3 συναπτές επισκέψεις μας μια σειρά από αιθιοπικά παραδοσιακά πιάτα που έχουν ως βάση τους την πίτα ιντζίρα, η οποία παρασκευάζεται από το παμπάλαιο, εξαιρετικά θρεπτικό δημητριακό «εραγροστίδα» (eragrostis tef).
Στις 7 το πρωί την επομένη, μας περίμενε στην είσοδο του ξενοδοχείου μας το τζιπ του απολύτως φερέγγυου γραφείου Simien Mountain Toursi που θα υποστήριζε την εξόρμησή μας για τις επόμενες 6 μέρες στο Εθνικό Πάρκο των ορέων Σίμιεν, ανακηρυγμένο από την UNESCO μνημείο παγκόσμιας φυσικής κληρονομιάς, (κόστος πακέτου: 300 ευρώ κατ’ άτομο). Βέβαια, τα τουριστικά γραφεία της περιοχής προσφέρουν επίσης στους επισκέπτες εξορμήσεις στα Σίμιεν μικρότερης διάρκειας, συνήθως 2-3 ημερών).
Στο Debark, 2,5 ώρες από την Γκοντάρ, όπου βρίσκονται τα γραφεία του Εθνικού πάρκου των ορέων Σίμιεν, παραλάβαμε τον φρουρό μας, ο οποίος παρέχεται υποχρεωτικά από τη δ/νση του Πάρκου και η πληρωμή του περιλαμβάνεται στην τιμή εισόδου. Η πρώτη μας πεζοπορία 2-3 ωρών θα μας έφερνε από το Buyit Ras (3.277μ.) στην πρώτη μας κατασκήνωση στο Sankober (3.250), έχοντας συναντήσει κατά τη διαδρομή εκατοντάδες ενδημικούς μπαμπουίνους Gelada, οι οποίοι δεν φαίνονταν να σκιάζονταν από την ανθρώπινη παρουσία.
Το βράδυ στην κατασκήνωση είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τις πραγματικά εξαιρετικές γαστρονομικές ικανότητες του μαγείρου μας. Την επομένη, η πεζοπορική διαδρομή των 4 ωρών (11 χλμ.) κατέληξε σε κατασκήνωση δίπλα στο χωρίο Geech (3.600μ.), αφού πρώτα όμως μας χάρισε κάποιες εντυπωσιακές εικόνες του ελάχιστα γνωστού μεγαλειώδους καταρράκτη του ποταμού Jinbar, του οποίου τα νερά πέφτουν από ύψος 500μ. πριν χαθούν στην άβυσσο. Μετά το βραδινό γεύμα, τα πρώτα συμπτώματα του υψομέτρου έκαναν την εμφάνισή τους (μόνο) σε μένα, συντροφεύοντάς με για τις επόμενες 2 ημέρες, έως ότου η φίλη Καίτη με φιλοδωρήσει με χάπια peppermint, τα οποία ανέκοψαν τις τάσεις μου προς έμετο.
Η 3η μέρα της πεζοπορίας των 8 ωρών θα μας οδηγούσε από το Geech στο πλάτωμα Emet Gogo στα 3960μ από όπου είχαμε μια πανοραμική θέα 360 μοιρών στον ορεινό όγκο των Σίμιεν, με τους βραχώδεις πυργοειδείς σχηματισμούς (θυμίζουν Μετέωρα) να αναφύονται μεγαλοπρεπείς μπροστά στα μάτια μας.
Στη συνέχεια, αφού πρώτα κατεβήκαμε έναν αυχένα στα 3660μ, στη συνέχεια ανεβήκαμε στο Inatye, σκαρφαλώνοντας για πρώτη φορά πάνω από τα 4000μ. Εκτός του εντυπωσιακά απόκρημνου τοπίου, η διαδρομή θα μας αποζημίωνε με το πέταγμα γυπαετών (Gypaetus barbatus), τις μοναδικές αιθιοπικές λομπέλιες (Lobelia rhynchopetalum), τα κόκκινα, πορτοκαλί και κίτρινα άνθη της κνιφόριας και την εμφάνιση στις πλαγιές του βουνού του πανέμορφου ενδημικού ζώου του πάρκου, του Walia ibex, το οποίο ανήκει στην οικογένεια του αιγάγρου και φέρει μεγάλα βοστρυχώδη κέρατα. Η κατάβαση στην κατασκήνωση Chenek (3.600μ.) έγινε μέσα από κατακίτρινα λιβάδια.
Το επόμενο πρωί, 4η μέρα στα Σίμιεν, βγαίνοντας από τις σκηνές μας, αντικρίσαμε ένα λεπτό στρώμα πάγου. Βέβαια, οι φρουροί που μας συνόδευαν είχαν περάσει όλη τη νύχτα στην ύπαιθρο τυλιγμένοι με μόνο μια κουβέρτα, όταν εμείς απολαμβάναμε τη ζεστασιά των πουπουλένιων υπνόσακών μας.
Σιγά-σιγά αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε ανατολικά μια χαράδρα στους πρόποδες της δεύτερης ψηλότερης κορυφής των Σέμιεν, της Bwahit (4430μ.), όπου είδαμε εξ αποστάσεως για πρώτη φορά τον ενδημικό αιθιοπικό λύκο (Canis simensis), ένα από τα πλέον απειλούμενα με εξαφάνιση είδη ζώων στον κόσμο (ο αριθμός τους δεν ξεπερνά πλέον τους 300). Μετά από 3 ώρες φτάσαμε στο πέρασμα Bwahit Pass (4.200μ.), απ’ όπου απολαύσαμε την υπέροχη θέα στην κοιλάδα του ποταμού Mesheha, ενώ στο βάθος πρόβαλε αχνά, σχεδόν τυλιγμένη στην ομίχλη, η ψηλότερη κορυφή των Σίμιεν, η Ras Dashen.
Στη συνέχεια, κατηφορίσαμε μέσα από σιτοβολώνες, σταματώντας σε τακτά χρονικά διαστήματα για να φωτογραφήσουμε τους θεριστές με τα δρεπάνια τους, τους ζευγάδες με τα αλέτρια τους ή τους δεκάδες αετούς που εφορμούσαν προκειμένου να αδράξουν τη λεία τους, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν τα άπειρα ποντίκια που κατέκλυζαν την πλαγιά. Σύντομα το μονοπάτι μάς έφερε στο κεφαλοχώρι Chiro Leba, όπου πλήθος παιδιών έρχονταν προς το μέρος μας για να μας χαιρετήσουν δια χειραψίας ή για να μας ζητήσουν χρήματα ή στυλό.
Δυστυχώς, οι χειραψίες αυτών των παιδιών ήταν από τις ελάχιστες εκφράσεις φιλοξενίας που αντιμετωπίσαμε κατά την παραμονή μας στην Αιθιοπία. Νοιώσαμε πραγματικά άβολα που δεν είχαμε προνοήσει να φέρουμε μαζί μας στυλό προκειμένου να δώσουμε στα παιδιά. Για το υπόλοιπο της διαδρομής μέχρι το ποτάμι Mesheha (3.000μ) και στη συνέχεια μέχρι το χωριό Ambikwa (3.200μ), όπου θα κατασκηνώναμε, συνοδευόμασταν από μαθητές που επέστρεφαν από το σχολείο τους διανύοντας καθημερινά μια απόσταση μεγαλύτερη των 2 ωρών, πολλοί από αυτούς ξυπόλητοι. Γι’ αυτά τα παιδιά, αποτελούσαμε μια ευκαιρία να εξασκήσουν τα αγγλικά τους, αφού όπως μας ενημέρωσαν 7 από τα 9 μαθήματα που διδάσκονται είναι στα αγγλικά. Αφού τακτοποιηθήκαμε στις σκηνές μας, πήγαμε νωρίς για ύπνο διότι την επομένη το πρωί η αναχώρηση για την κορυφή είχε οριστεί για τις 4 το πρωί, έχοντας να καλύψουμε μια υψομετρική διαφορά 1.350μ.
Στην αρχή το μονοπάτι ήταν απότομο, ενώ το κρύο πάγωνε τα δάχτυλα των χεριών μας. Στη συνέχεια βγήκαμε σε ανηφορικό χωματόδρομο, ο οποίος δυστυχώς είχε χαραχτεί πάνω στο παλιό μονοπάτι καταστρέφοντάς το στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του προς την κορυφή.
Βέβαια, το γύρω τοπίο εξακολουθούσε να διατηρεί την εξωτική γοητεία του κυρίως λόγω των ενδημικών φυτών. Τα τελευταία 50-100μ της διαδρομής πριν την κορυφή απαιτούσαν ένα στοιχειώδες σκαρφάλωμα, όπως συνήθως συμβαίνει με κάθε κορυφή που σέβεται τον εαυτό της! Στις 9 το πρωί, δηλαδή μετά από 5 ώρες πεζοπορίας, κι ενώ η ομίχλη είχε απομακρυνθεί ως δια μαγείας, ατενίζαμε οι πέντε μας (τουτέστιν, η Γεωργία Γώγου, ο Βασίλης Θωμόπουλος, ο Βασίλης Κατσικός, η Καίτη Φερεντίνου και εγώ) από την κορυφή Ras Dashen το επιβλητικό τοπίο που δημιουργούσαν οι απότομες κορυφές και οι καταπράσινες πεδιάδες στα ριζά τους, ένα ανυπέρβλητο σκηνικό που είχε δημιουργηθεί από ηφαιστειακές εκρήξεις εκατομμύρια χρόνια πριν.ii Αφού μασουλήσαμε γεμάτοι χαρά τα σάντουιτς που μας είχε ετοιμάσει ο μάγειράς μας, πήραμε μετά από μια περίπου ώρα το δρόμο της επιστροφής.
Καθ’ οδόν προς την κατασκήνωση, ένας πατέρας μας σταμάτησε ζητώντας μας ιατρική βοήθεια για το μολυσμένο πόδι του μικρού παιδιού του. Στη συνέχεια, τα περιστατικά θα πολλαπλασιάζονταν δραματικά. Η πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αυτών των απομονωμένων, πάμφτωχων ανθρώπων αποτελεί άπιαστο όνειρο.
Όταν στις μία το μεσημέρι, φτάσαμε στην κατασκήνωση Ambikwa, είχε στηθεί ως είθισται μια μικρή γιορτή με τραγούδια και λουλούδια. Το βραδινό εορταστικό μενού άλλωστε περιλάμβανε για πρώτη φορά κρέας! Το απόγευμα της ίδιας μέρας συναντήσαμε τους καλούς φίλους του ΕΠΟΣ Φυλής, οι οποίοι θα ανέβαιναν στην κορυφή την επόμενη μέρα. Το πρωί της 6ης μέρας στα Σίμιεν, ξεκινήσαμε την επιστροφή μας προς τον καταυλισμό Chenek (3.600μ.) όπου θα μας περίμενε το τζιπ για να μας μεταφέρει πίσω στην Γκοντάρ, κάτι όμως που προϋπόθετε την εκ νέου ανάβασή μας στο πέρασμα Bwahit Pass (4.200μ.) κάτι που δυσκόλευε σημαντικά η εξαντλητική ζέστη και ο ήλιος.
Την επόμενη μέρα, πήραμε την πρωινή πτήση των αιθιοπικών αερογραμμών προς το διασημότερο τουριστικό προορισμό της Αιθιοπίας, τη Λαλιμπέλα (υψόμετρο 2.650 μ.). Η Λαλιμπέλα οφείλει τη φήμη της στις 11 λαξευμένες μονολιθικές εκκλησίες της, δημιούργημα του βασιλιά Λαλιμπέλα (αρχές 13ου αιώνα), που συνδέονται μεταξύ τους με ένα πολυδαίδαλο δίκτυο από στενούς διαδρόμους και σήραγγες σκαμμένες στην πέτρα.
Το εντυπωσιακό είναι ότι η κάθε εκκλησία έχει το δικό της μοναδικό αρχιτεκτονικό ρυθμό και διάκοσμο, με την σταυρωτή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Bet Giorgis), πολιούχου της Αιθιοπίας, να αποτελεί ίσως την πιο εντυπωσιακή απ’ όλες. Η είσοδος στην περιοχή των εκκλησιών κοστίζει 50$ (!), τα οποία, όπως μας ενημέρωσαν, περιέρχονται στο ταμείο της εκκλησίας της Αιθιοπίας. Η ιερή πέτρινη πολιτεία της Λαλιμπέλα περιλαμβάνεται από το 1978 στον κατάλογο των μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Επιστρέφοντας στην Αντίς Αμπέμπα, αποφασίσαμε να εκδράμουμε, για την τελευταία μέρα της παραμονής μας στην Αιθιοπία, στη λίμνη Ziway, μια από τις λίμνες της Κοιλάδας του Μεγάλου Ρήγματος (Rift Valley Lakes), 165 χλμ. νότια της πρωτεύουσας. Φτάνοντας μετά από 3 ώρες διαδρομής στο θέρετρο Haile, ιδιοκτησίας του θρυλικού δρομέα μεγάλων αποστάσεων Χαϊλέ Γκρεμπρεσελασιέ, επιβιβαστήκαμε σε μια μικρή βάρκα (7$ έκαστος) προκειμένου να παρατηρήσουμε την πλούσια πανίδα της λίμνης, που αποτελείται από ιπποπόταμους, τεράστιες υδρόβιες σαύρες, αλλά κυρίως εκατοντάδες διαφορετικά είδη πουλιών (πελεκάνοι, μαραμπού, ίβηδες, τσικνιάδες, κ.λπ.), τα οποία καλύπτουν με το μέγεθος του πληθυσμού τους και τα διάφορα χρώματά τους κάθε παράκτια περιοχή της λίμνης.
Στη συνέχεια επιβιβαστήκαμε εκ νέου στο βανάκι και αφού ακολουθήσαμε τον κυρίως δρόμο με κατεύθυνση νότια για 2-3 ακόμη χιλιόμετρα στρίψαμε αριστερά στο ύψος της κολοσσιαίας ολλανδικής εταιρίας καλλιέργειας τριαντάφυλλων «Sher», της οποίας τα θερμοκήπια καταλαμβάνουν έκταση περίπου 4.000 στρεμμάτων, προκειμένου να οδηγηθούμε στις μαγευτικές όχθες της λίμνης (που ευχόμαστε να μη μολυνθεί σύντομα από τα υπολείμματα των γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων των θερμοκηπίων). Η συνολικά 7ωρη διαδρομή από και προς την Αντίς Αμπέμπα είναι ιδιαίτερα κουραστική, οπότε η παραπάνω ημερήσια εκδρομή ενδείκνυται περισσότερο για τους φανατικούς λάτρεις της παρατήρησης πτηνών.
Το ταξίδι μας στην Βόρεια Αιθιοπία διήρκησε 2 εβδομάδες και το συνολικό κόστος δεν ξεπέρασε τα 1.600 ευρώ κατ’ άτομο.
* λέκτορας φιλοσοφίας, ΕΚΠΑ
Περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ. Διαβάστε επίσης το εξαιρετικό άρθρο του Μάνου Μπρεντάνου σχετικά με την ανάβαση του ΕΟΣ Αχαρνών στην κορυφή Ras Dashen το 2009.