Τις ώρες και τις μέρες που δεν κάνω απολύτως τίποτα κι είναι γεγονός για μένα θλιβερό πως αυτές οι ώρες και οι μέρες είναι ανυπόφορα πολλές, κάθομαι και υπολογίζω με απαράμιλλη υπομονή κι απόλυτη ακρίβεια την ποσότητα του αλκοόλ που χάνω ετησίως, καθώς αυτό μπλέκεται και κρέμεται για λίγο με τη μορφή μικρών σταγόνων πάνω στα παχιά μουστάκια μου, πριν κάνει την απονενοημένη, ελεύθερη πτώση του πάνω σε πουκάμισα και πάγκους μαγαζιών. Θα ‘πρεπε ίσως να ξουριστώ για να γλιτώσω μαρτύριο σαν κι αυτό, μα τότε θα έχασκε το άδειο μου στόμα, το μέσα μου κενό, φόρα παρτίδα στον κάθε συνομιλητή. Δίχως δόντια και γλώσσα, φωνήεντα και σύμφωνα, λέξεις βαριές με νόημα απ’ αυτές που ξεστομίζουν οι γνωρίζοντες. Πάει καιρός που δεν έχω τίποτε να πω.
Φορώ κατάσαρκα, ξανά και ξανά το ίδιο φτηνό και ξεσκισμένο παντελόνι. Σωστό ρετάλι, θαρρείς και ράψανε απάνω στο δέρμα των μηρών μου ό,τι περίσσεψε απούλητο στις βιτρίνες των ακριβών πεζοδρόμων, στα καταναλωτήρια της μόδας. Το παντελόνι τούτο μου προσφέρει τη χαρά της ελευθερίας. Έχω απολέσει τον φόβο της απώλειας. Με τρύπιες τσέπες και δίχως τιμαλφή, κρατώ πάντα στη χούφτα μου μονάχα τα αναγκαία. Λίγα ψηλά κουδουνίζουν στην παλάμη μου καθώς διασχίζω την ίδια μονότονη διαδρομή. Σπίτι, περίπτερο. Περίπτερο, σπίτι. Τσιγάρα! Κι ίσως και κάτι παραπάνω στις γιορτές και στις σχόλες.
Πίσω στο σπίτι μετρώ τις εξελίξεις. Ανοιχτές συσκευές, καλώδια ομφάλιοι λώροι, με συνδέουν, με φέρνουν σε επαφή με τους ανθρώπους, όπως τα ιατρικά μηχανήματα κρατούν στη ζωή τον ετοιμοθάνατο. Οι παραλίες του Ομήρου αδειάζουν. Φορτηγά γεμίζουν άμμο θαλάσσης οικοδομική και ξεκινούν τα δρομολόγια. Κάτω από τα rooms to let υπάρχουν σωσίβια πλαστικά. Σφαγμένοι κόκορες και πνιγμένα παιδιά στα θεμέλια των νεοανεγειρόμενων all inclusive. Μια μοντέρνα Μανταλένα με μπραζίλιαν μπικίνι βγάζει τη γλώσσα της στους δεσπότες, πέφτει και βουτά για το σταυρό. Στην προσπάθειά της για να αναδυθεί, τα χρυσά μαλλιά της μπλέκονται σε μια προπέλα ναυαγίου. Η τύχη δεν γουστάρει τους αιρετικούς.
Απόψε παρατάω το γράψιμο. Πορνογράφος του αίσχιστου είδους, βεβηλώνω το σκήνωμα της λόγιας λογοτεχνίας. Σκύβω πλάι στο άχρηστο αφτί της και της ψιθυρίζω βρομόλογα. Απόψε παρατάω το γράψιμο. Η Ευρώπη καυλώνει για ιστορίες με αίμα. Χώνει στο βρακάκι της τρία δάχτυλα μεμιάς. Βαλκανική χερσόνησος. Ιταλική χερσόνησος. Ιβηρική χερσόνησος. Κάθε δάχτυλο κοσμεί ένας φράχτης με μπριγιάν από συρματόπλεγμα.
Θανατικό/αλκυονίδες μέρες
Αλκυονίδες μέρες/θανατικό
Τέτοιο πράμα, τέτοια εποχή δεν το ξανάδα. Γι’ αυτό το βράδυ στη δουλειά θα ‘ρθω και θα στο πω. Εμείς οι δυο, Φράνκι και Τζόνι εκ Πειραιώς, δουλεύουμε οχτάωρο στα σουβλατζίδικα που ξεφυτρώνουν. Εσύ έχεις τα νύχια σου κόκκινο σελάκ και μασάς τσίχλα. Σηκώνεις τα τηλέφωνα για τις παραγγελίες. Εμένα ο ιδρώτας μου στάζει πάνω στη λαδόκολλα, το αφεντικό φωνάζει. Βιάσου! Έλα να κάνουμε αθάνατα παιδιά, τώρα που τα πάντα γύρω μας πεθαίνουν.