Σάββατο, 16 Ιανουαρίου 2016 | sioualtec
Ακόμη και οι πιο φανατικοί αντικαπνιστές πρέπει να παραδεχτούν ότι κάποια βιολογική αιτία θα πρέπει να υπάρχει που πάνω από 1 δισεκατομμύριο καπνιστές ανά τον κόσμο καταναλώνουν κάθε μέρα περίπου15 δισεκατομμύρια τσιγάρα
Συμβαίνει συχνά με το ξεκίνημα του νέου χρόνου πολλοί καπνιστές να θέτουν στον εαυτό τους τον φιλόδοξο στόχο να κόψουν οριστικά το κάπνισμα.
Για να επιτύχουν ωστόσο τον στόχο τους θα πρέπει εξαρχής να γνωρίζουν ποια εξωγενή και ενδογενή εμπόδια έχουν να αντιμετωπίσουν. Αφού, όπως θα δούμε, η απεξάρτηση από τον καπνό είναι στην πραγματικότητα μια τιτάνια προσπάθεια αυθυπέρβασης.
Γιατί όμως οι περισσότεροι καπνιστές συνεχίζουν να καπνίζουν μολονότι γνωρίζουν τις επιζήμιες συνέπειες του καπνίσματος για την υγεία τους; Και γιατί, όταν είναι απαραίτητο, ορισμένοι καπνιστές τα καταφέρνουν να στερηθούν ή και να κόψουν το κάπνισμα ενώ για άλλους είναι αδύνατον;
Οι μη καπνιστές και οι αντικαπνιστές πιστεύουν εσφαλμένα ότι αυτό εξαρτάται κυρίως από αδυναμίες στον χαρακτήρα του καπνιστή, ότι είναι αποκλειστικά θέμα ισχυρής ή ασθενούς βούλησης. Η επιστημονική έρευνα, αντίθετα, μας αποκαλύπτει ότι η δυσκολία απεξάρτησης από τον καπνό δεν είναι μόνο θέμα ανεπαρκούς βούλησης αλλά και των… γονιδίων μας.
Eίτε πρόκειται για ένα «ακατανίκητο πάθος», όπως ισχυρίζονται οι καπνιστές, είτε για μια «πολύ κακή συνήθεια», όπως υποστηρίζουν οι φανατικοί αντικαπνιστές, η προδιάθεση και η εξάρτηση κάποιου από το κάπνισμα φαίνεται πως είναι γραμμένη στα γονίδιά του. Σε αυτό το απροσδόκητο συμπέρασμα καταλήγουν οι περισσότερες βιοϊατρικές έρευνες.
Αν όμως η ενδεχόμενη εξάρτησή μας από το κάπνισμα καθορίζεται όχι μόνο από εξωγενείς κοινωνικούς-πολιτισμικούς, αλλά και από αδιαφανείς εσωτερικούς βιολογικούς παράγοντες, τότε σε ποιο βαθμό το κάπνισμα μπορεί να θεωρείται μια ελεύθερη και συνειδητή επιλογή μας;
Από κοινωνικής ή νομικής απόψεως η απάντηση θα πρέπει προφανώς να είναι θετική: σε μια ελεύθερη κοινωνία οι πολίτες πρέπει να έχουν το δικαίωμα να είναι καπνιστές, ακόμη κι αν αυτή η επιλογή τους μπορεί να αποδειχτεί επιβλαβής για την υγεία τους.
Ωστόσο αυτή η ελευθερία επιλογής προσκρούει στα συμπεράσματα πολλών ερευνών που αναδεικνύουν τους εσωτερικούς -και άρα αόρατους- γενετικούς παράγοντες που επηρεάζουν αυτήν τη δήθεν «ελεύθερη» επιλογή. Μήπως λοιπόν, εκτός από τη διαφήμιση, συνωμοτούν και τα γονίδιά μας ώστε αρκετοί από εμάς να γίνουν καπνιστές;
Και μόλις αναγνωρίσουμε ως βασικούς «υπαίτιους» της εξάρτησης από το κάπνισμα κάποια γονίδια ή τον εγκέφαλό μας, τότε η δημόσια εικόνα -αλλά και η αυτοεικόνα- του καπνιστή αλλάζει σημαντικά!
Νικοτίνη: ο δούρειος ίππος της εξάρτησης από τον καπνό
Υπάρχει ένα πολύ απλό τεστ για να διαπιστώσετε πόσο εξαρτημένοι είστε από τη νικοτίνη, αν ανήκετε βέβαια, όπως ο γράφων, στην ηθικά και κοινωνικά απαξιωμένη κατηγορία των καπνιστών: πότε, στη διάρκεια της ημέρας, ανάβετε το πρώτο σας τσιγάρο; Στο μέσον της ημέρας, μετά το μεσημεριανό γεύμα, ή μήπως νωρίς το πρωί μόλις ξυπνήσετε;
Αυτή είναι η ερώτηση-κλειδί στο ερωτηματολόγιο του τεστ Fagerström (βλ. και ειδικό πλαίσιο) που χρησιμοποιείται ευρέως από τους ειδικούς για να εντοπίσουν τους πραγματικά εξαρτημένους από το κάπνισμα. Και προφανώς στην κατηγορία των αμετανόητων νικοτινομανών ανήκουν όσοι ξεκινούν το κάπνισμα με την τσίμπλα στα μάτι.
Πράγματι όποιος ή όποια έχει αναπτύξει μέσω του καπνίσματος εθισμό στη νικοτίνη είναι αναγκασμένος, κατά τη διάρκεια της ημέρας, να διατηρεί σταθερά τα επίπεδα νικοτίνης στο αίμα.
Δεδομένου μάλιστα ότι η νικοτίνη εξαλείφεται πλήρως κατά τη διάρκεια του ύπνου, μόλις ξυπνά το πρωί νιώθει τη σχεδόν ακατανίκητη ανάγκη να καπνίσει!
Στην πραγματικότητα η αρνητική επιρροή της νικοτίνης σχετίζεται με το γεγονός ότι δρα ως δούρειος ίππος: είναι η ουσία του καπνού που μας δημιουργεί εθισμό στο κάπνισμα, το οποίο με τη σειρά του ευθύνεται για τις αμέτρητες επικίνδυνες ουσίες που εισάγονται στον οργανισμό του καπνιστή.
Συνεπώς η βλαπτικότητα του καπνίσματος δεν οφείλεται στη νικοτίνη, η οποία δεν είναι επ’ ουδενί μία καρκινογόνος ουσία. Υπάρχουν πάνω από 3.500 άλλες βλαπτικές ουσίες που περιέχονται στα φύλλα του καπνού και απελευθερώνονται όταν αυτά καίγονται.
Τέτοιες βλαπτικές ουσίες είναι: το μονοξείδιο του άνθρακα, το υδροκυάνιο, οι κατεχόλες, η ακεταλδεΰδη, βαρέα μέταλλα, μικροσκοπικά ανθρακούχα σωματίδια, πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, νιτροζαμίνες, ραδιενεργά στοιχεία κ.λπ.
Από αυτό το δηλητηριώδες κοκτέιλ ίσως τα πιο επικίνδυνα είναι τα ανθρακούχα σωματίδια που εγκαθίστανται στις κυψελίδες των πνευμόνων μας και από εκεί εκλύουν τις τοξικές και καρκινογόνες ουσίες που με τον χρόνο έχουν συσσωρευτεί στο εσωτερικό τους .
Διόλου περίεργο λοιπόν που εδώ και χρόνια οι ειδικοί κατάλαβαν ότι, για να επιτύχουν μια αποτελεσματική αντιμετώπιση του εθισμού στο κάπνισμα, έπρεπε να επικεντρωθούν και να κατανοήσουν λεπτομερώς τις εγκεφαλικές μικροδομές και τους μηχανισμούς που εμπλέκονται στη δράση της νικοτίνης. Και, ώς ένα σημείο, το πέτυχαν.
Ετσι ανακάλυψαν ότι η νικοτίνη, που ελευθερώνεται από την καύση του καπνού των τσιγάρων, δεσμεύεται αμέσως από τους εγκεφαλικούς υποδοχείς-νικοτίνης.
Αυτό το γεγονός πυροδοτεί -σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου- την παραγωγή ειδικών νευροδιαβιβαστών (όπως η ντοπαμίνη, η νοραδρεναλίνη), των χημικών ουσιών δηλαδή που μεταφέρουν τα νευρικά σήματα μεταξύ των νευρώνων. Επίσης διαπίστωσαν ότι η είσοδος της νικοτίνης στον εγκέφαλο διεγείρει τον υποθαλαμικό παράγοντα απελευθέρωσης της κορτικοτροπίνης (CRF), ενώ αυξάνει και τα επίπεδα συγκέντρωσης των ενδορφινών (endorphins), των βιοχημικών μορίων που δρουν ως «φυσικά αναλγητικά».
Από τα «καπνιστικά» γονίδια στη νικοτινική εξάρτησή μας
Μια διαφορετική -αν και συμπληρωματική επιστημονικά προσέγγιση- εστιάζει όχι στους νευροβιολογικούς, αλλά στους γονιδιακούς παράγοντες της καπνιστικής συμπεριφοράς μας.
Από τη γονιδιακή προσέγγιση επιβεβαιώνεται η συσχέτιση ανάμεσα στην εξάρτηση από τη νικοτίνη που εμφανίζουν οι φανατικοί καπνιστές, με την παρουσία στο γονιδίωμά τους μιας ιδιαίτερης παραλλαγής ορισμένων πολυμορφικών γονιδίων (πολυμορφικά ονομάζονται τα γονίδια που υπάρχουν σε έναν πληθυσμό με ελαφρά παραλλαγμένες μορφές). Τέτοια πολυμορφικά γονίδια για την προδιάθεση και την εξάρτηση από το κάπνισμα έχουν ήδη απομονωθεί αρκετά: τα CHRNA5, CHRNA3 και CHRNB4, τα οποία εντοπίστηκαν στην περιοχή 15q24 του χρωμοσώματος 15, καθώς και το NCAM1 στο χρωμόσωμα 11.
Τα γονίδια αυτά σχετίζονται με την παρουσία των λεγόμενων «υποδοχέων-νικοτίνης». Πρόκειται για ειδικά μόρια που βρίσκονται πάνω στην κυτταρική μεμβράνη ορισμένων κυττάρων μας (π.χ. στο νευρικό σύστημα, αλλά και σε άλλους ιστούς) και έχουν ως αποστολή να δεσμεύουν τη νικοτίνη όποτε τη συναντούν.
Αυτή η εντυπωσιακή ανακάλυψη προέκυψε πριν από μερικά χρόνια από μια εκτεταμένη έρευνα που πραγματοποίησε σε 14 χιλιάδες Ισλανδούς ο Καρλ Στέφανσον και η ομάδα του στο Πανεπιστήμιο του Ρέικιαβικ.
Στα ίδια περίπου συμπεράσματα κατέληξαν και οι μετέπειτα έρευνες δύο άλλων ερευνητικών ομάδων: του Πολ Μπρενάν, που εργάζεται στη Διεθνή Υπηρεσία για την Ερευνα του Καρκίνου στη Λιόν της Γαλλίας, καθώς και του Κρίστοφερ Αμος, επικεφαλής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας για τον Καρκίνο Anderson, στο Χιούστον των ΗΠΑ.
Αραγε οι έρευνες αυτές κατάφεραν να εντοπίσουν τις παραλλαγές των γονιδίων που, όταν υπάρχουν στα κύτταρά μας, μας «επιβάλλουν» ή, ακριβέστερα, μας προδιαθέτουν θετικά στο να γίνουμε καπνιστές; Και αν ναι, μήπως τα πολυμορφικά αυτά γονίδια σχετίζονται και με τις ποικίλες βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος;
Σύμφωνα με τον Στέφανσον, αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τις έρευνές του. Μάλιστα συσχέτισε την παρουσία των συγκεκριμένων παραλλαγών αυτών των γονιδίων με τον αριθμό των τσιγάρων που καταναλώνει κάθε μέρα ένα άτομο για να υποστηρίξει ότι αυτός ο θανατηφόρος συνδυασμός γενετικών και επιγενετικών παραγόντων (γονιδίων και τσιγάρων) αυξάνει κατά 30% τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα και κατά 20% τον κίνδυνο εκδήλωσης περιφερικής αρτηριοπάθειας, δύο ασθενειών που συνήθως πλήττουν τους χρόνιους καπνιστές!
Την άποψη αυτή όμως δεν τη συμμερίζονται οι άλλοι δύο ερευνητές. Κατά τον Μπρενάν, ο κίνδυνος εμφάνισης αυτών των ασθενειών δεν συνδέεται με την ποσότητα καπνού που καταναλώνει καθημερινά ένας καπνιστής, αλλά εξαρτάται από ενδογενείς μοριακούς παράγοντες.
Οσο για τον Κρίστοφερ Αμος, αυτός διατείνεται ότι, ενώ η παρουσία των συγκεκριμένων παραλλαγών αυτών των γονιδίων προδιαθέτει κάποιον να γίνει καπνιστής, ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου στους πνεύμονες δεν σχετίζεται με το κάπνισμα! Και ενδέχεται να μην έχει εντελώς άδικο.
Πράγματι, αν η σχέση μεταξύ ενδογενών και εξωγενών παραγόντων ήταν γραμμική και αιτιοκρατική με τρόπο προβλέψιμο, τότε γιατί, για παράδειγμα, ορισμένοι μανιώδεις καπνιστές δεν εκδηλώνουν ποτέ τις «τυπικές» ασθένειες που αποδίδονται στο κάπνισμα, ενώ άλλοι, ίσως λιγότερο φανατικοί καπνιστές, πεθαίνουν από αυτές;
Ακόμη και οι πιο φανατικοί αντικαπνιστές πρέπει να παραδεχτούν ότι κάποια βιολογική αιτία θα πρέπει να υπάρχει που πάνω από 1 δισεκατομμύριο καπνιστές ανά τον κόσμο καταναλώνουν κάθε μέρα περίπου15 δισεκατομμύρια τσιγάρα.
Μια ικανοποιητική εξήγηση αυτού του μαζικού φαινομένου της εξάρτησης από το κάπνισμα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι, όπως μόλις είδαμε, τα «γονίδια του καπνίσματος». Ωστόσο οι εξηγητικές δυνατότητες της επιστήμης δεν εξαντλούνται σ’ αυτήν την ομολογουμένως αναγωγιστική εξήγηση.
Για παράδειγμα, η μελέτη του εγκεφάλου των καπνιστών αποκάλυψε ότι η νικοτίνη επηρεάζει ποικιλοτρόπως τη λειτουργία του εγκεφάλου: η δέσμευση της νικοτίνης σε ορισμένα εγκεφαλικά κέντρα πυροδοτεί την απελευθέρωση κάποιων νευροδιαβιβαστών, όπως η ντοπαμίνη, που παίζει αποφασιστικό ρόλο στα αισθήματα άμεσης αλλά πρόσκαιρης χαλάρωσης και ευφορίας που δημιουργεί το κάπνισμα.
Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί μας αρέσει τόσο πολύ το κάπνισμα, καθώς και γιατί μας είναι τόσο δύσκολο να το κόψουμε.
Χωρίς λοιπόν να παραβλέπουμε τις σοβαρές και βλαπτικότατες συνέπειες του καπνίσματος, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και κάποιες θετικές επιδράσεις του: διεγείρει την ικανότητα προσοχής και συγκέντρωσης σε μια εργασία, μας χαλαρώνει σε στιγμές έντασης και ασκεί μια άμεση αλλά πρόσκαιρη αντικαταθλιπτική δράση, όταν βέβαια δεν μας δημιουργεί κατάθλιψη το ίδιο το γεγονός ότι καπνίζουμε.
Πόσο εξαρτημένοι είστε από τη νικοτίνη;
Για να το ανακαλύψετε μπορείτε να κάνετε από μόνοι σας το τεστ Fagerström. Είναι μια δοκιμασία που επινοήθηκε από τον Σουηδό νευροψυχολόγο Καρλ Φάγκερστρομ πριν από μερικά χρόνια και έκτοτε χρησιμοποιείται συστηματικά από τους ειδικούς.
Πρόκειται για ένα ερωτηματολόγιο που αποτελείται από 6 ερωτήσεις. Το συνολικό άθροισμα που προκύπτει από τη βαθμολόγηση των απαντήσεων μας προσφέρει μια ασφαλή κλίμακα της εξάρτησής μας από το κάπνισμα.
1. Το πρωί μόλις ξυπνάτε πόσα λεπτά περνούν πριν καπνίσετε το πρώτο σας τσιγάρο;
☐ πάνω από 60 λεπτά (0)
☐ από 31-60 λεπτά (1)
☐ από 6-30 λεπτά (2)
☐ λιγότερο από 5 λεπτά (3)
2. Νιώθετε δυσφορία όταν πρέπει να απέχετε από το κάπνισμα σε χώρους όπου απαγορεύεται (π.χ. στο αεροδρόμιο, στον κινηματογράφο);
☐ Οχι (0)
☐ Ναι (1)
3. Ποιο τσιγάρο δεν θα θέλατε με τίποτα να στερηθείτε;
☐ Το πρώτο πρωινό (1)
☐ Οποιοδήποτε άλλο (0)
4. Πόσα τσιγάρα καπνίζετε, κατά μέσον όρο, την ημέρα;
☐ μέχρι 10 (0)
☐ από 11 έως 20 (1)
☐ από 21 έως 30 (2)
☐ πάνω από 31 (3)
5. Συνήθως καπνίζετε περισσότερο το πρωί από ό,τι την υπόλοιπη ημέρα;
☐ Οχι (0)
☐ Ναι (1)
6. Καπνίζετε ακόμη και όταν είστε άρρωστος και πρέπει να μείνετε στο κρεβάτι;
☐ Οχι (0)
☐ Ναι (1)
Αθροίστε τη βαθμολογία και ανακαλύψτε τον βαθμό εξάρτησής σας από το κάπνισμα:
0-2 Πολύ χαμηλή εξάρτηση
3-4 Χαμηλή εξάρτηση
5-7 Μέτρια εξάρτηση
8-10 Πολύ υψηλή εξάρτηση
You might also like:
Ιστορικός βηματισμός και ιδεολογική αναδίπλωση