09:58 | 18 Ιαν. 2016 | tvxs
Αλέξανδρος Σακελλαρίου
Το 2015 έφυγε με μία σημαντική νομική και ουσιαστική εξέλιξη, τη θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης και για τα ομόφυλα ζευγάρια, γεγονός που προκάλεσε την οξεία αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εντός του 2016 προμηνύεται ότι παρόμοιες συγκρούσεις μεταξύ κράτους και Εκκλησίας θα επαναληφθούν για ποικίλα θέματα, όπως η καύση των νεκρών, η κατάργηση των παρωχημένων νόμων της βλασφημίας, το μάθημα των θρησκευτικών, τα βιβλία της ιστορίας – αγαπημένο θέμα της Εκκλησίας – και ενδεχομένως και άλλα. Το κάθε ένα από τα παραπάνω θέματα χρήζει ξεχωριστής προσέγγισης, αλλά όλα μαζί θέτουν μία σειρά από ερωτήματα με τρία να είναι κατά τη γνώμη μου τα κυριότερα. 1) Δικαιούται η Εκκλησία δια να ομιλεί; 2) Γιατί αντιδρά τόσο πολύ η Εκκλησία; 3) Συνιστούν αυτές οι κινήσεις μικρά βήματα εκκοσμίκευσης;
Κατ’ αρχάς υπάρχει μία ένσταση για τη χρήση του όρου Εκκλησία. Πολλοί θεωρούν ότι κακώς εμείς οι κοινωνιολόγοι κάνουμε χρήση του όρου Εκκλησία αναφερόμενοι στον θεσμό και ότι Εκκλησία είναι οι πιστοί. Πρόκειται για μία ωραία ουτοπία που έχει δημιουργήσει η Εκκλησία (ο θεσμός) και η οποία ιστορικά υπήρξε μόνο κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, όταν οι χριστιανικές κοινότητες ήταν μικρές και η Εκκλησία διέθετε ελάχιστη πολιτική και θρησκευτική εξουσία. Από τότε που οι Εκκλησίες κατέστησαν κυρίαρχοι θεσμοί εντός των χριστιανικών κοινωνιών αυτό παύει να υφίσταται.
Συνήθως γίνεται λόγος, ακόμα και από τους ίδιους τους ιεράρχες, για ποίμνιο και ποιμενάρχες ή το πολύ-πολύ για εκκλησίασμα και όχι για πολίτες ή ενεργά μέλη, όπως στην αρχαία εκκλησία του δήμου. Πότε, λοιπόν, η Εκκλησία συμβουλεύθηκε τον «πιστό λαό», όχι για θέματα κοινωνικο-πολιτικά, όπως οι ταυτότητες, αλλά για εσωτερικά της; Συμμετέχουν οι λαϊκοί στην εκλογή των Επισκόπων; Είναι οφθαλμοφανές ότι υπάρχει ένας ισχυρός εξουσιαστικός και ιεραρχικός μηχανισμός από τη μία μεριά και οι πιστοί που τον ακολουθούν από την άλλη. Όταν θα δούμε εκλογή Επισκόπου από τους πιστούς και παύση της ισοβιότητάς τους, τότε να μιλήσουμε για Εκκλησία και για δημοκρατία. Η διάκριση μεταξύ Εκκλησίας και πιστών πρέπει να γίνεται, αλλά προς το παρόν ο θεσμός κυριαρχεί επί των πιστών.
Δικαιούται, λοιπόν, η Εκκλησία να ομιλεί; Ναι, μεν αλλά. Προφανώς κάθε θεσμός επιδιώκει να προασπίσει την εξουσία και τα συμφέροντά του, όμως, όπως εύστοχα γράφτηκε πρόσφατα οι κληρικοί όλων των βαθμίδων είναι δημόσιοι υπάλληλοι και πρέπει να εκφράζονται με συγκεκριμένο ύφος και όχι με προτροπές του τύπου «φτύστε τους» του Μητροπολίτη Αμβρόσιου. Το παράδειγμα του Αμβρόσιου δεν είναι το μόνο. Το καλοκαίρι του 2010 ομάδα Διαμαρτυρομένων βρέθηκε στην Γορτυνία προκειμένου να μοιράσει την Αγία Γραφή και άλλο θρησκευτικό υλικό.
Ο τοπικός Μητροπολίτης εξέδωσε τότε εγκύκλιο για την παρουσία τους, στην οποία χαρακτήριζε τους Διαμαρτυρόμενους «λύκους που μπήκαν στην ποίμνη μας» και αιρετικούς, το έργο τους έργο του διαβόλου και προέτρεπε τους συγχωριανούς του να μην ανοίγουν συζήτηση μαζί τους. Επιπλέον, τους τόνιζε ότι «αν τους βλέπετε να σας γίνονται ενοχλητικοί απειλήστε τους τελικά με τα μπαστούνια που έχετε πίσω από την πόρτα, χωρίς, όμως, να τους χτυπήσετε». Τέλος, τους προέτρεπε να κάψουν τα φυλλάδια που τους έδωσαν «οι αιρετικοί», αλλά και την ίδια την Καινή Διαθήκη, λέγοντας ότι δεν θέλουμε τον λόγο του θεού από τα δικά τους χέρια. Πρόκειται για μία περίπτωση, η οποία δεν έγινε ευρέως γνωστή παρότι στον 21ο αιώνα βρέθηκε ιεράρχης, ο οποίος όχι μόνο προέτρεψε σε άσκηση βίας, αν και υποτίθεται ότι οι πιστοί Ορθόδοξοι δεν θα έπρεπε να χτυπήσουν τους «αιρετικούς», (αλήθεια ποια απόσταση χωρίζει την άρση και απειλητική χρήση ενός μπαστουνιού από την εφαρμογή του στο κεφάλι ή στο σώμα ενός «αιρετικού»;), αλλά επιπλέον προέτρεψε στην καύση βιβλίων και μάλιστα ιερών.
Η δεύτερη διάσταση του ζητήματος έχει να κάνει με το κοινό στο οποίο απευθύνεται η Εκκλησία. Η Εκκλησία έχει κάθε δικαίωμα να απευθύνεται ελεύθερα στο ποίμνιό της, να το κατευθύνει, να το συμβουλεύει και ενδεχομένως ακόμα και να του επιβάλλει τις θέσεις της, καθώς όποιος εισέρχεται στην Εκκλησία οφείλει να ακολουθεί ορισμένα διδάγματα, δόγματα, εντολές, κανόνες, κτλ. Δεν μπορεί, όμως, η Εκκλησία δια του κράτους και του κρατικού μηχανισμού να επιθυμεί και να επιδιώκει να επιβάλλει τις απόψεις της στο σύνολο της κοινωνίας είτε μέσω του σχολείου είτε μέσω των νόμων. Συνοψίζοντας, η Εκκλησία μπορεί να ομιλεί, κανείς δεν της το απαγορεύει, ιδίως όταν απευθύνεται στους πιστούς της, αλλά πρέπει να ελέγχεται για το περιεχόμενο και το ύφος της και επιπλεόν για το εάν θέλει να επιβάλλει τις απόψεις της σε όλη την κοινωνία βασιζόμενη στο αστήρικτο επιχείρημα της πλειοψηφίας.
Γιατί, όμως, η Εκκλησία αντιδρά τόσο πολύ σε αυτού του είδους τις προτάσεις; Το κλειδί βρίσκεται στην εξουσία. Σύμφωνα με τον M.Weber «ένας εξουσιαστικός σύνδεσμος ονομάζεται ιεροκρατικός όταν και εφόσον χρησιμοποιεί ψυχικό εξαναγκασμό για την εγγύηση των διατάξεων του, με απονομή ή άρνηση αγαθών σωτηρίας. Ένας ιεροκρατικός σύνδεσμος ονομάζεται εκκλησία εάν και εφόσον το διοικητικό του επιτελείο αξιώνει το μονοπώλιο του νόμιμου ιεροκρατικού εξαναγκασμού». Με απλά λόγια, η Εκκλησία θεωρεί ότι μόνο στους κόλπους της υπάρχει η δυνατότητα σωτηρίας και ουδείς άλλος δύναται να σώσει τον άνθρωπο. Διεκδικεί το μονοπώλιο του νόμιμου ιεροκρατικού εξαναγκασμού, όπως και το μονοπώλιο του θεματοφύλακα της χριστιανικής παράδοσης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτοπροβάλλεται ως η μητέρα του ελληνικού κράτους και έθνους, εκείνη που έσωσε μέσω του Χριστιανισμού το ελληνικό έθνος και η μόνη που δικαιούται δια να ομιλεί επί όλων των θεμάτων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διεκδικεί δυναμικά και αποφασιστικά το μονοπώλιο της ενασχόλησης με συγκεκριμένα ζητήματα και την εκφορά γνώμης πάνω σε αυτά θεωρώντας ότι έχει πάντα δίκιο. Ως θεσμός ασκεί εξουσία, εξουσία πολιτική, διοικητική και πνευματική, καθώς εκείνη αποφασίζει για πνευματικά ζητήματα. Και βεβαίως, η Εκκλησία πάντοτε ασκούσε εξουσία στο ανθρώπινο σώμα, εξ ου και οι διαμαρτυρίες για την καύση των νεκρών, για το σύμφωνο συμβίωσης και τη σεξουαλική ζωή γενικότερα. Μάλιστα, όπως έχει υποστηρίξει ο M. Foucault, ο άνθρωπος στη Δύση εξαιτίας της Εκκλησίας κατάντησε ένα «ζώον ομολογητικόν». Έπρεπε να εξομολογείται τις ερωτικές κυρίως επιλήψιμες πράξεις του με αποτέλεσμα η ερωτική πράξη να καταστεί το κύριο θέμα της εξομολόγησης και αυτό ισχύει και για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία, συνεπώς, βλέπει να χάνει τον έλεγχο επί του ανθρώπινου σώματος, μεταξύ άλλων, και να μην μπορεί να ορίσει εκείνη τη δέουσα χρήση του σώματος τόσο στη ζωή όσο και στον θάνατο. Είναι ένα σαφές πλήγμα στην εξουσία της επί του ανθρώπου. Το γεγονός δε ότι άνθρωποι, οι ιεράρχες, που απέχουν της σεξουαλικής ζωής θέλουν να επιβάλλουν τις απόψεις τους επ’ αυτού είναι το λιγότερο αντιφατικό.
Θα επιτύχουμε, λοιπόν, την εκκοσμίκευση εάν συντελεστούν αυτά τα μικρά βήματα; Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί αυτό το ερώτημα. Η εκκοσμίκευση, δεν είναι μία ντετερμινιστική διαδικασία, όπως λανθασμένα, θεωρήσαν ορισμένοι κοινωνιολόγοι, αν και στη συνέχεια αναίρεσαν τις θέσεις τους. Η εκκοσμίκευση πρέπει να αποτελεί έναν στόχο, όχι καθεαυτόν, προκειμένου να αποκτήσουν οι άνθρωποι ίσα δικαιώματα σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας. Το κυριότερο σφάλμα που διαπράττεται είναι ότι πολλοί εκλαμβάνουν την εκκοσμίκευση αφενός ως μία διαδικασία που πρέπει να επιβληθεί στην κοινωνία, δηλαδή οι άνθρωποι να πάψουν να πιστεύουν και αφετέρου ως επίθεση στην πίστη και στην Εκκλησία.
Κατ’ αρχάς θεωρώ ότι στόχος πρέπει να είναι η εκκοσμίκευση του κράτους και του μηχανισμού του και όχι της κοινωνίας και των ανθρώπων στην καθημερινότητά τους. Υπ’ αυτήν την έννοια η κατάργηση της προσευχής στο σχολείο για παράδειγμα, ή η κατάργηση των άρθρων του Π.Κ. για τη βλασφημία, είναι θεμιτές και λογικές κινήσεις, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με το κλείσιμο και την απαγόρευση των ναών, όπως ορισμένοι αρέσκονται να υποστηρίζουν, ούτε με τον διωγμό της Εκκλησίας. Από την άλλη μεριά, προφανώς δεν διώκεται η πίστη και αυτό το αντιλαμβάνονται οι σώφρονες πιστοί. Εκείνη που απειλείται είναι η εξουσία της Εκκλησίας, η οποία είναι εδραιωμένη εδώ και αιώνες, σε ποικίλα κοινωνικά πεδία.
Αν η Εκκλησία θέλει να «διαβάζει» αυτές τις κινήσεις κατ’ αυτόν τον τρόπο, ως επιθέσεις εναντίον της πίστης, είναι δικαίωμά της, αλλά σφάλλει και μάλιστα αποδεικνύεται υπερφίαλη ταυτίζοντας την Εκκλησία με την πίστη. Οι άνθρωποι, ενδεχομένως να έχουν την προσωπική ανάγκη να πιστεύουν σε κάτι και κάπου, αλλά δεν πίστεψαν επειδή υπήρχε Εκκλησία, αντιθέτως συνέθεσαν, αρχικά τουλάχιστον, την Εκκλησία επειδή πίστευαν, αν και στη συνέχεια ο θεσμός κυριάρχησε επί των πιστών. Αλλά η κοινωνία δεν ταυτίζεται με την Εκκλησία, όπως και το έθνος δεν ταυτίζεται με την Εκκλησία, και αυτό πρέπει να καταστεί σαφές και να κατοχυρωθεί. Καλός πολίτης δεν είναι μόνο ο Ορθόδοξος Χριστιανός, ούτε «αληθινός Έλληνας» είναι μόνο ο Ορθόδοξος Χριστιανός. Συνεπώς, αυτά τα μικρά βήματα, εφόσον πραγματωθούν, μπορούν να συμβάλλουν στην εκκοσμίκευση του κράτους.
* Ο κ. Αλέξανδρος Σακελλαρίου, Δρ. Κοινωνιολογίας, μετα-διδακτορικός ερευνητής Παντείου Πανεπιστημίου, Μέλος της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Ο θάνατος του μετανάστη: μερικές σκέψεις
Παιδική προστασία στον καιρό της κρίσης