Ο Αλέξανδρος Πούσκιν, γενάρχης όχι μόνον της μεγάλης ρωσικής ποίησης, αλλά και άλλων ειδών, από το θέατρο ώς και το ιστορικό δοκίμιο, έγραψε στα 1824 το θεατρικό έργο «Μπορίς Γκοντουνόφ», το οποίο, αν και είχε στη συνέχεια εντυπωσιακή σταδιοδρομία, απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία της τσαρικής Ρωσίας.
Θέμα του έργου είναι η μοίρα του καταπατητή του ρωσικού θρόνου Μπορίς Γκοντουνόφ, που οφείλει την άνοδό του στη δολοφονία του φυσικού διαδόχου τού Ιβάν του Τρομερού (τον οποίο οι Ρώσοι προτιμούν να αποκαλούν «θυελλώδη»).
Ενας πανούργος μοναχός αποφασίζει να προφασιστεί ότι είναι ο δολοφονημένος πρίγκιπας και τελικά, επικεφαλής πολωνικού στρατού, εισβάλλει στη Ρωσία, ενώ ο καταπατητής βασιλιάς πεθαίνει βυθισμένος στις τύψεις.
Ο λόγος για τον οποίο ξαναθυμήθηκα το έργο είναι η φράση «ο λαός σιωπά» που ο Πούσκιν παρενθέτει στη ροή του έργου του ως οδηγία σε μια σκηνή ιδιαίτερης έντασης. Η οδηγία αυτή ερμηνεύεται από τους σχολιαστές του έργου ως προειδοποίηση του ποιητή ότι η σιωπή του λαού εγκυμονεί θύελλες.
Η φράση αυτή παραμένει επίκαιρη, διότι ο ελληνικός λαός, η ελληνική κοινωνία, κατηγορείται σήμερα από κάποιους ότι μπροστά στη συνεχιζόμενη επίθεση των Μνημονίων «σιωπά»:
Δεν απεργεί αρκετά, δεν διαδηλώνει με μένος, δεν διαμαρτύρεται έντονα, τουλάχιστον όχι όσο μοιάζει να απαιτούν από αυτήν εκείνοι που πιστεύουν ότι το να είναι αενάως εξεγερμένος –οφείλει να- είναι περίπου η φυσική του κατάσταση.
Ενας οπαδός της κυβέρνησης θα αντέτεινε ότι η σιωπή αυτή του λαού δεν υποδηλώνει κάποιες θύελλες, αλλά αντιθέτως συνιστά κατάφαση: Ο λαός δεν διαδηλώνει και δεν διαμαρτύρεται εντυπωσιακά, διότι παρ’ όλες τις δυσκολίες αναγνωρίζει το κυβερνητικό έργο που εγγυάται καλύτερες μέρες.
Από την πλευρά τους οι οπαδοί της Νέας Δημοκρατίας θα θυμίσουν την «πολύ ικανοποιητική προσέλευση εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων στις εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού του κόμματος».
Και οι δύο απόψεις όμως αφήνουν ένα αρκετά μεγάλο περιθώριο αμφιβολίας, που εντείνεται από την αίσθηση μιας σιωπής που άλλοι κρίνουν ως απάθεια και άλλοι ως επιφύλαξη.
Το να είναι επιφυλακτική η ελληνική κοινωνία σήμερα δεν μοιάζει παράλογο. Η εναλλαγή τεσσάρων κυβερνήσεων επί μνημονίων δεν παρήγαγε κάποια συγκλονιστική αλλαγή.
Αντιθέτως, αυτό που μοιάζει για την ώρα να εδραιώνεται είναι η πεποίθηση ότι ο λαός, ο δήμος, οι «πολλοί», που κατά τον Περικλή στον «Επιτάφιο» του Θουκυδίδη αποτελούν τη βάση της δημοκρατίας, μετρούν στον σημερινό κόσμο, ακόμα και όταν κυβερνάται κοινοβουλευτικά, όλο και λιγότερο.
Η υποχώρηση του κριτικού πνεύματος στην παιδεία, η μεντιοκρατία και, σε σημαντικό βαθμό, η ίδια η σχεδίαση και η διαχείριση των νέων τεχνολογιών κάνουν, στην Ελλάδα αλλά και αλλού, να μετρά όλο και λιγότερο η κοινωνική βάση.
Να σημαίνει αυτό άραγε ότι ο λαός μονίμως θα σιωπά; Και ότι οι όποιες θύελλες έχουν αποκλειστεί εσαεί; Δεν πρόκειται περί αυτού. Και δεν πρόκειται καν για το αν θα έχουμε ή δεν θα έχουμε μια άλλη μακροχρόνια κατάληψη της πλατείας Συντάγματος ή όποια άλλη θεαματική εκτόνωση της λαϊκής δυσπραγίας.
Ο καλύτερος καρπός της σημερινής σιωπής της κοινωνίας μας θα ήταν η -δραματικά αναγκαία- πολιτική ωρίμανση που θα οδηγούσε σε δημιουργική ανατροπή των δεδομένων. Ας μην ξεχνάμε ότι για τους αρχαίους Πυθαγόρειους -που ήταν και πολιτικοί- η σιωπή ήταν προϋπόθεση της σοφίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: