Ηλέκτρα Αντωνιάδου
Μάρλον Τζέημς. Τα λόγια του προσώπου που μια μέρα θα γραφτούν με μεγάλα γράμματα στην ιστορία του ανθρωπισμού από τις μελλοντικές γενιές, όσο κι αν σήμερα τα απορρίπτουν.
Τι είπε ο Μάρλον Τζέημς πριν από μια βδομάδα μέσω ενός βίντεο στο διαδίκτυο; Πως το να λες «δεν είμαι ρατσιστής» απέναντι στα φαινόμενα ρατσισμού δε φτάνει. Και δε φτάνει, γιατί οι ρατσιστές δε θα σταματήσουν τις πράξεις τους, πόσω μάλλον να αλλάξουν τη νοοτροπία τους. Το μόνο που μπορεί να συμβεί, αντιθέτως, είναι να πείσουν και άλλους, ουδέτερους ανθρώπους για τις στρεβλές ιδέες τους. Αυτό, διότι κάποιοι άνθρωποι ενδιαφέρονται να διαδώσουν τα ρατσιστικά τους πιστεύω, τη στιγμή που κάποιοι άλλοι, οι μη ρατσιστές, δεν ενδιαφέρονται να βροντοφωνάξουν το μη ρατσισμό τους. Αυτό είναι το «πρόβλημα» της ουδετερότητας, της μη συμμετοχής, σιωπηλής καταδίκης, ουσιαστικής αποχής και πρακτικής απάθειας απέναντι στο άδικο, σύμφωνα με τον Μάρλον. Ότι αφήνει το πεδίο ανοιχτό στους ακτιβιστές της άλλης μεριάς.
Δεν αποκάλεσε ο Μάρλον Τζέημς τη μεγάλη πλειοψηφία των μη ρατσιστών, φιλήσυχων ανθρώπων που αποτελούν την κοινωνία μας, ηλίθιους. Δεν τους απαξίωσε. Διαπίστωσε μόνο το αυτονόητο, πως το να μην προβαίνει κανείς σε αξιόποινες πράξεις κρατώντας τη συνείδησή του καθαρή, είναι μεν καλό και άγιο, αλλά δεν αρκεί. Όλοι μπορούν να επαληθεύσουν αυτή την αλήθεια. Όσο καλοί και δίκαιοι πολίτες δεν μιλούν ενεργά για εγκλήματα που συντελούνται εν γνώσει τους, έμμεσα τα στηρίζουν, με την έννοια ότι δεν τα αποτρέπουν να συμβούν. Από το φορτηγό που παρκάρει ο γείτονας παράνομα μπροστά στην είσοδο του πάρκου και κανείς δεν αντιδρά γιατί το θεωρεί μία πάγια κατάσταση, μέχρι την ακραία περίπτωση της κακοποίησης παιδιών στο διπλανό διαμέρισμα που τη γνωρίζει όλη η γειτονιά, και παρ’ όλα αυτά δεν παρεμβαίνει, η σιωπή αποτελεί, εκ των πραγμάτων, συνενοχή. Δυστυχώς, δεν είναι ανάγκη να είσαι κι εσύ, για παράδειγμα, βιαστής, για να φταις για ένα βιασμό. Αν στην πράξη αδιαφορείς για την τέλεσή του -με το να μην ανακατεύεσαι- μοιραία τον συγκαλύπτεις, άρα δεν τον αποτρέπεις, άρα ο βιασμός συμβαίνει. Το αποτέλεσμα που δεν είσαι βιαστής; Ναι, δε θα βιάσεις ποτέ. Αλλά ο βιασμός που ήταν να γίνει θα γίνει, κι εσύ δεν θα έχεις προσπαθήσει να κάνεις τίποτα γι’ αυτό.
Ενώ μοιάζουν αυτονόητες οι παραπάνω ιδέες, δεν είναι. Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να καταλάβουν πώς μπορούν οι μη-ένοχοι να γίνουν συν-ένοχοι, κι έτσι οι καθαυτό ένοχοι να δρουν ανενόχλητοι. Κοινώς, κανένας ρατσιστής, βιαστής, και λοιποί παραβάτες, δεν ενδιαφέρεται που είσαι μη ρατσιστής. Τον ενδιαφέρει αντιθέτως, ότι είσαι απαθής. Τον βολεύει. Για το αν στηλιτίζεις τη συμπεριφορά του στο μυαλό σου και αν πηγαίνεις για ύπνο με καθαρή τη συνείδηση, δεν του καίγεται καρφί. Είναι το γνωστό, δύσκολο δίλημμα που αντιμετωπίζει ένας ευσυνείδητος άνθρωπος συχνά στη ζωή του. Τι να κάνω απέναντι στην αδικία; Να μιλήσω ή δε θα ’χει νόημα; Μήπως αν πω ό,τι πιστεύω, θα τη «φάω» κι εγώ; Κι επίσης, με τόσα προβλήματα που κουβαλώ όπως όλοι στο κεφάλι μου, μήπως θα προσθέσω ένα ακόμη, και μάλιστα τζάμπα; Δε μου φτάνουν τα δικά μου; Είναι απόλυτα λογικοί αυτοί οι φόβοι. Δε μπορεί κανείς να ζητά από όλους να είναι ήρωες. Γι’ αυτό και πάρα πολλοί άνθρωποι σχολιάζουν τα λόγια του Μάρλον Τζέημς στο διαδίκτυο αρνητικά. «Μη με κατηγορείς, παλιοαδερφή, εγώ δε φταίω», ο ένας. «Βγάλ’ τα πέρα μόνος σου, κι εγώ έτσι τα κατάφερα στη ζωή, χωρίς βοήθεια», ο άλλος. Άνθρωποι που, τι πιο λογικό, αρνούνται επιπλέον ευθύνη. Που προσπαθούν να προστατέψουν τα κεκτημένα στη ζωή τους, να μη φορτωθούν τύψεις για κάτι που δεν έκαναν. Είναι σα να του λένε: «Μη μου ρίχνεις φταίξιμο, έχω ήδη προσπαθήσει τόσο σκληρά να τα καταφέρω». Τού επιτίθενται από οργή που υποτιμάει τα καλώς πεπραγμένα τους. Από φόβο μήπως όλα αυτά που έκαναν δεν φτάνουν. Κι από φόβο μη χρειαστεί κι άλλος κόπος. Και μάλιστα προς χάριν ενός αγνώστου – κάποιου θύματος ρατσισμού – και μάλιστα απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις. Αυτό ακριβώς είναι που προτρέπει ο Μάρλον Τζέημς τον κόσμο να κάνει: να ξεπεράσει τους φόβους του.
Προσωπικά έχω έρθει σε παρόμοια θέση πολλές φορές. Όταν, προ τριετίας, ανέβαινε η Χρυσή Αυγή στα ποσοστά, πριν ακόμα καταγραφεί αυτό το μπουμ στις κάλπες, είχα βρεθεί σε μια καφετέρια στη Χαλκιδική, με χαλαρή διάθεση και καλοκαιρινά ποτάκια. Τότε ένας τύπος στο μπαρ, με την ίδια χαλαρή διάθεση, άρχισε να λέει «χρυσή αυγή και ξερό ψωμί», «είναι η μόνη λύση» και τα σχετικά, ενώ σ’ ένα παράλληλο, πιο σκαμπρόζικο ρόλο, έκανε εβίβα και κάρφωνε με το βλέμμα τη μικρή μας γυναικεία παρέα. Εκείνη τη στιγμή είναι που είτε ξενερώνεις και το δείχνεις, είτε ξενερώνεις και το προσπερνάς. Διάλεξα το δεύτερο, κόβοντας απλά τα γελάκια. Όταν μερικούς μήνες αργότερα σκοτώσανε τον Παύλο Φύσσα, σκέφτηκα πως ίσως δεν ήταν αρκετό να επιλέξεις να μη χαλάσεις τη βραδινή σου διάθεση, με το σκεπτικό «απ΄ το ένα αυτί θα μπει κι απ’ το άλλο θα βγει».
Πράγματι, μάλλον δε μπορείς να κάνεις τίποτα απέναντι στην αφέλεια και την οργισμένη σκέψη των φανατικών ή μη χρυσαυγιτών. Αν κάποιος «δεν παίρνει» από επιχειρήματα, είναι ανώφελο να προσπαθείς να τον πείσεις. Ίσως όμως πείσεις κάποιους απ’ τους παρόντες στο διάλογο. Μπορείς να λουφάξεις και να το προσπεράσεις ελαφρά τη καρδία χωρίς κόστος. Αν όμως όλοι κάνουν το ίδιο, τότε οι υπόλοιποι θα αποθρασυνθούν. Το είδαμε με το συγκεκριμένο κόμμα. Γι’αυτό και το ν’ αντιστέκεσαι, δεν πάει ποτέ εξ ολοκλήρου χαμένο.
Στην ταινία «Άνιση Μάχη» του 2005, έχει μια δυνατή σκηνή που πραγματεύεται το ίδιο θέμα, την αποστασιοποίηση από το πρόβλημα του διπλανού. Στο διάλογο που εξελίσσεται στο δικαστήριο μεταξύ του δικηγόρου κατηγορίας και του ψευδομάρτυρα, ο τελευταίος παραδέχεται πως η κοπέλα του είχε πράγματι βιαστεί από τον καθηγητή στο σχολείο, κάνοντας τη ρητορική ερώτηση: «Και τι να ’κανα;» αμυνόμενος, αφού και να είχε μιλήσει τότε, δε θα τον πίστευε κανείς. Ο δικηγόρος, απευθυνόμενος στο δικαστήριο, του απαντά ως εξής: «Τι μπορεί να κάνει κανείς, όταν άνθρωποι με εξουσία πληγώνουν τους αδύναμους; Για αρχή, να το πει. Να τους υποστηρίξει».
Δε βλέπω τι το διαφορετικό προτρέπει τους ανθρώπους να κάνουν ο Μάρλον Τζέημς με τα λόγια του.
Το βίντεο του Μάρλον Τζέημς:
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Η «Χρυσή Αυγή» και οι πρόσφυγες του ‘22