Αχιλλέας Σωτηρέλλος, | στάχτες | 27/01/2016 · 08:09
Από το παράθυρο της σοφίτας της το έβλεπα να απλώνεται στον ορίζοντα. Άλλοτε με τα ξέθωρα, νυσταγμένα φώτα του και άλλοτε σκεπασμένο απ’ το λευκό πέπλο της ομίχλης. Μας χώριζε το μεγάλο κανάλι της πόλης. Στη δικιά μας πλευρά βρίσκονταν τα καλά εστιατόρια, τα κιόσκια με τα μύδια και τις κροκέτες ψαρικών που τσίμπαγες στα όρθια και η πλατεία του saint gery που φλερτάραμε με τα πλαστικά κυπελάκια της μπύρας κρατημένα στο χέρι. Οι ζωές μας κυλούσαν ακυβέρνητες, γραπώνονταν από εφήμερους ενθουσιασμούς, στροβιλίζονταν από παιδιάστικες ίντριγκες και σκάλωναν σε αναπότρεπτες ήττες.
Στις σκονισμένες μπυραρίες της παλιάς belle époque οι άστεγοι μέτραγαν τα κέρματα και οι αλκοολικοί τα δευτερόλεπτα μέχρι την επόμενη μπύρα. Οι ψιχάλες χτύπαγαν τα τζάμια και μαστίγωναν τις σκέψεις που προσπαθούσαν να χυθούν σε πρόχειρες κόλλες και τσαλακωμένα πακέτα τσιγάρων. Ο χρόνος δεν σταματούσε ποτέ, απεναντίας πρόβαλλε τα τεκμήρια της φθοράς του στη σκισμένη φόδρα των καναπέδων και τις νοτισμένες από τη νικοτίνη κουρτίνες.
Πάνω στα καλντερίμια έτρεχε το κατουρλιό και σπάγαν τα τακούνια. Η αιθάλη στεφάνωνε τους πόθους και θόλωνε τον ορίζοντα. Τα κτήρια του Horta μας περιέβαλαν και η φωνή του Brel μας νανούριζε. Μέσα στην παραζάλη οι συνέπειες και το μέτρο απουσίαζαν. Ήμασταν έτοιμοι να τιναχτούμε για ένα στίχο, μια στιγμή, μια ανάμνηση, ένα αδιέξοδο, να χαρακωθούμε από τα θραύσματα της αγάπης που σπάγαμε πάνω σε τοίχους σύγχυσης και μέθης.
Κινούσα χάραμα στο σπίτι να προλάβω τη μέρα, περιφερόμενος στην κυριακάτικη αγορά του midi με τα φτηνά είδη βιοτεχνιών και τις καντίνες με το ψητό κοτόπουλο. Λίγο πιο κει βρίσκονταν τα εστιατόρια των ελλήνων, χτισμένα από τα μεροκάματα των πρώτων γκαστερμπάιντερ που στέγαζαν ιστορίες,συμφορές και μαντινάδες. Τα πρωινά η Pauline ξυπνούσε τραγουδώντας, μπορούσες να καταλάβεις πόσο αγαπούσε κανείς τη ζωή του μόνο απ’ τον τρόπο που σηκωνόταν. Άνοιγε τις κουρτίνες γυμνή να μπει το φως μέχρι τη μέρα που αντίκρισε απέναντι το πιτσιρίκι του γείτονα να την κοιτάει έκπληκτο και τις ξανάκλεισε τσιρίζοντας.
Άλλαξα σπίτια και συντρόφους άλλα δεν ξέχασα τα παλιά λημέρια, την αγορά του Midi, τα καφενεία των Ιβήρων, τη μεγάλη λεωφόρο με τις γυμνές δενδροστοιχίες που κατέληγε στα σφαγεία και από κει στο κανάλι. Ήταν εκείνες οι υποβαθμισμένες αποθήκες των μελαψών φτωχοδιαβόλων που μπορούσες να αντικρίσεις τόσα χρώματα κάτω από τον, σχεδόν πάντα, συννεφιασμένο ουρανό. Τα μπαρόκ και βικτωριανά παραμελημένα κτήρια με τις γαριασμένες απ’ το χρόνο προσόψεις, τα μανάβικα, τα alimentation και τα κακόφημα καφενεία.
Στις πνιγηρές μακρόστενες αίθουσες των μπαρ ο έρωτας προσπαθούσε να βρει οξυγόνο, εισχωρώντας απρόσκλητος στους ντουμανιασμένους παιδότοπους της ανασφάλειας. Το χάδι της γινόταν άλλοτε σωσίβιο να με τραβήξει από την απόγνωση και άλλοτε ξυράφι στην αδιαπραγμάτευτη ελευθερία μου. Δεν σταμάτησε όμως να μου το προσφέρει απλόχερα. Έτσι είναι ο έρωτας, τυφλός και πεισματάρης, αποθεώνει τις ατέλειες και τρέφεται από την αβεβαιότητα. «Αν αυτό που εγώ αγαπώ εσύ το μισείς, τότε κάποιος από τους δύο μας κάνει λάθος» μου είπε ένα βράδυ καθώς τα φώτα πέρα απ΄το κανάλι αχνοφαίνονταν πίσω απ΄το υγρό τζάμι.
Η θολούρα συνόδευε πάντα τα βήματα μου, ήταν το ατράνταχτο άλλοθι σε μια πόλη που δεν είχα έρθει για να βρω την ενηλικίωση αλλά να την αποφύγω. Συνέλεγα με τ’ ακροδάχτυλα τα σκλήθρα της αγάπης κι έπειτα έπλενα τα χέρια μου στο νιπτήρα κινώντας προς το άσκοπο. Ήθελα μόνο να φεύγω, άλλοτε ταξιδεύοντας μέσα στις σκονισμένες μπυραρίες συντροφιά με τα χαμένα στοιχήματα της ζωής και άλλοτε παίρνοντας την αμαξοστoιχία από το σταθμό του midi για τον πρώτο τυχαίο προορισμό. Προσπαθούσα ν’αγγίξω τις ακαθόριστες, εξιδανικευμένες οπτασίες στον ορίζοντα μένοντας πάντα στάσιμος στο ίδιο σημείο. Το μέλλον είναι πάντα ομορφότερο ιδωμένο απ΄το παρόν, όπως και το παρελθόν. Θα το συνειδητοποιούσα μερικά χρόνια αργότερα, έστω και με την αναπόδραστη, παραπλανητική συνδρομή της νοσταλγίας.
Δεν βρήκα τίποτα κυνηγώντας το άγνωστο, το αόριστο, την περιπέτεια, ήταν απλά ένα τέχνασμα για να απομακρύνομαι από εκείνες, γευόμενος τη γλυκόπικρη γεύση του ανολοκλήρωτου. Πέρασα το κανάλι λίγες μέρες πριν φύγω, περπάτησα τα στενά ανάμεσα σε κορίτσια με μαντήλες, παραμελημένα ποδήλατα και γέλια μικρών παιδιών. Ατένισα απέναντι τα φαντάσματα που οι αναμνήσεις θα συντηρούσαν και η απουσία θα θέριευε, αφήνοντας τα τελευταία αποτυπώματα των πελμάτων μου στους δρόμους που αντίκριζα πίσω από το θαμπό τζάμι του σπιτιού της, καθώς μεθούσα με τη φωνή του Brel και το λευκό κρασί των απρόσιτων πια χειλιών της.
*
©Αχιλλέας Σωτηρέλλος
φωτο©Στράτος Φουντούλης-agrimologos.com, “Molenbeek, Bruxelles 2012″