(απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα Ο θάνατος του μισθοφόρου)
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΟ ΟΡΙΣΑΝ για την Κυριακή 27 Μαΐου, μία μέρα πριν από τη γραπτή εξέταση της τάξης τους στα αρχαία, μέρα που θα την πέρναγαν σχεδόν ολόκληρη μαζί. Ο καιρός είχε αρχίσει να ζεσταίνει, όσο είχε φως θα διάβαζαν έξω, στο τραπεζάκι της αυλής.
«Καλά, μιλάμε, φοβερή μυρουδιά», και ρούφαγε τον αέρα με δύναμη, οσφραινόταν την ανθισμένη γαρδένια στο μεταλλικό βαρελάκι, δίπλα στο πορτάκι της αποθήκης, φουντωμένη και κατάφορτη. «Είναι η εποχή τους τώρα. Ο ανθοπώλης με συμβούλεψε να τη δροσίζω καθημερινά με λίγο νερό –λέει- και να την τοποθετήσω σε σημείο με πρωινό μόνο κι όχι πολύ φως. Να δούμε. Αν και –ξέρεις- ανθίζουνε κάνα – δυο Μάηδες – Ιούνηδες, ύστερα κάνουνε μια κιτρινίζουνε, ξεραίνονται.» Ο Γιούρι, άσχετος από κηπουρική, τον άκουγε δίχως να τον προσέχει. Κατά διαστήματα γύρναγε, πέταγε κάτι σαν «όμως, γαμώ τη μυρουδιά, σπάει ρουθούνια», έπειτα ξαναγύριζε στο λυσάρι ή στο αναγνωστικό, για να απομνημονεύσει ή να καταλάβει κάτι, άλλοτε τακτοποιώντας τα σκονάκια, τις πιο «σος» μεταφράσεις σε φωτοτυπία και σμίκρυνση, ανάμεσα στη ζώνη και το τζιν («Μόνο, γαμώ το, μην κάνει ζέστη και ιδρώσω πολύ»), και στα διπλωμένα στους αγκώνες μανίκια του πουκαμίσου, -θα φόραγε επί τούτω μακρομάνικο. Διάβαζαν μ’ αρκετά διαλείμματα, το μεσημέρι καθαρίζοντας κι οι δυο και κόβοντας ετοίμασαν μια τορτίγια με πατάτες, κρεμμύδι, λουκάνικο, αυγά χτυπημένα με γάλα, μια ντοματοσαλάτα επίσης, «Στο τσάκα – τσάκα μια χαρά τρώμε, μπράβο», σχολίασε ο μικρός, σε άλλα διαλείμματα έκαναν και λίγο ζάπινγκ στην τηλεόραση.
Λιγόστευε η μεταξύ τους αμηχανία, πλήθαινε η οικειότητα. Μερικές στιγμές ο Γιούρι ξεχνιόταν σ’ αναδρομές, ανέσυρε μικρά επεισόδια, ο φιλόλογος τα άφηνε να αιωρούνται ανάμεσά τους σαν σε κρεμασμένες από το ταβάνι ταινίες ρυζόχαρτου αχνά παράξενα σχέδια. Τη μητέρα του που τον ντάντευε πάντοτε με ρώσικα λογάκια, που και τώρα όταν είναι λυπημένη τής ξεφεύγουνε φράσεις στα ρώσικα, -εκείνος δε μιλάει τη γλώσσα καλά, την καταλαβαίνει όμως, ας πούμε στα ρωσικά δορυφορικά κανάλια. Όταν μια μέρα ένας φιλαράκος του παιχνιδιού πήγε σπίτι τους και ρώτησε αν ήτανε το «Ρωσάκι επαέ», εκειπέρα, και ο πατέρας του (τον πατριό του τον αποκαλούσε πάντοτε πατέρα) πήρε ανάποδες, γράπωσε από το χέρι το μικρό Γιούρι, τον έσυρε νευριασμένος ως το σχολείο, έβαλε μια αγριοφωνάρα ν’ ακουστεί απ’ όλο τον παιδόκοσμο, «Ο γιος μου –’κούτε τι σας λέω- είναι Κρητικάκι, κι όποιος τονε ματαπεί Ρωσάκι θα του κοπούν τα χέρια και τα ποδάρια του», κράταγε σφιχτά τον καρπό του προγονού του, τα παιδιά στο προαύλιο στραμμένα προς τη μεριά τους είχαν βουβαθεί ακίνητα, εικόνα παγωμένη για λίγες στιγμές, η αντηλιά στις άσπρες πλάκες του προαύλιου που είναι και η αυλή της εκκλησιάς του Χριστού, η σκόνη στον αέρα, έπειτα ο πατέρας με μια μαλακή φάπα στο σβέρκο τον πρότρεπε να τρέξει κι αυτός στο παιχνίδι, απευθύνθηκε και στο διευθυντή, στο γραφείο του, αλλά το Ρωσάκι («Ποτέ ο Ρώσος, -περίεργο δεν είναι; Ούτε τώρα που μεγάλωσα. Με λένε πάντα το Ρωσάκι») έγινε το προσωνύμιό του, όμως δεν τον πειράζει, «αλλά ο πατέρας μου -να καταλάβεις- μ’ αγαπάει περισσότερο –που λέει ο λόγος- κι από το κανονικό του παιδί, την αδερφή μου, και μπορεί να μην το πιστέψεις αλλά μοιάζουμε οι δυο μας, ακόμα και στη φάτσα, -αλήθεια. Σαν χαρακτήρες, όμως, εκεί να δεις τι ολόιδιοι που είμαστε! Μη σου τύχει, ας πούμε, όταν πάρουμε ανάποδες! Κι οι δυο μας, τι αυτός – τι εγώ…». Τον κολλητό του τον λένε Μανόλη, -θυμήθηκε κι αυτόν. Εκείνος ζει στο χωριό, βρήκε δουλειά στην υπηρεσία καθαριότητας, «φοβερό άτομο, όταν ήμαστε μαζί περνάγαμε τέλεια, μαζί τα στριφτά, μαζί τα κόλπα, μαζί τα κάναμε όλα, να φανταστείς και τις γκόμενες μαζί τις πηδάγαμε. Τώρα, εντάξει, μεγαλώσαμε, αρραβωνιάστηκε αυτός. Κι εγώ. Αλλά μετά χώρισα. Όλο απαιτήσεις ήτανε –η γκόμενα-, όλο καβγάδες…»
Όταν τέλειωσαν το διάβασμα, κόντευε μία μετά τα μεσάνυχτα, του έστρωσε κι απόψε στον καναπέ, και θα συνέβαιναν περίπου τα ίδια πράγματα. Κατέβηκε κάπου δυο ώρες αργότερα για κατούρημα, τον είδε ξανά γαλαζωπό στη δέσμη από το φως του δρόμου, πλαγιασμένο στο δεξί πλευρό, με το στόμα μισάνοιχτο, το δεύτερο μαξιλάρι ανάμεσα στα μπούτια. Ξαλαφρωμένος αποκοιμήθηκε αμέσως, αλλά και πάλι θα τάραζε τον ύπνο του ο ορυμαγδός από τις φοβερές δονήσεις, μόνο που απόψε ο σάλαγος από τα τραντάγματα ήτανε εκκωφαντικός, κι έπειτα ο καλπασμός και οι οπλές πολύ κοντά στο προσκεφάλι του, εκείνος ανάσκελα, ανήμπορος να μετακινηθεί, καν να στρέψει το κεφάλι προς το σαματά, κι ύστερα δίπλα του, σε ποιο αλώνι κατακλιμένος κι απέναντί του, απάνω του, να χλιμιντρίζει το κόκκινο άλογο καθώς του σφίγγει τα ηνία ο καβαλάρης του, ο Γιούρι, κι ο Ηλίας από χαμηλά ακινητοποιημένος να κοιτάζει με τρόμο τα ολόχρυσα χάμουρα στις ταλαντώσεις τους, το φουσκωμένο πλατύ θώρακα, το επιτόπιο ανεβοκατέβασμα των μπροστινών ποδιών του ζώου. «Μα, αν γίνει κανένα λάθος τώρα, δεν είναι αστεία αυτά, Γιούρι, αν με πλακώσει με τα ποδάρια του τέτοιο θεόρατο ζώο, θα με ξεκοιλιάσει -δεν το βλέπεις;- θα με ξεντερίσει, Γιούρι, Γιούρι, τι κάνεις, αγόρι μου, εγώ είμαι, φύγε, Γιούρι, Γιούρι, φύγε…» Κι όπως ασθμαίνοντας πετιέται έξω απ’ το όνειρο, κι ανακάθεται ο μισός, ξεφυσάει με την καρδιά να χτυπάει αλαφιασμένη, ανοίγει θολά τα μάτια, απέναντί του ο Γιούρι, ο ακατάτακτος νεαρός άντρας, τώρα ένα τρυφερό παιδί στο πλάι του κρεβατιού, να του σφίγγει, να του μαλάσσει και με τα δυο το δεξή καρπό.
«Εδώ είμαι, Ηλία, εδώ είμαι, φίλε μου, έλα, πάει πέρασε, ένας εφιάλτης ήτανε…»
*
©Αντώνης Νικολής
(Το μυθιστόρημα Ο θάνατος του μισθοφόρου γράφτηκε από το χειμώνα του 2012 ως και την άνοιξη του 2015 και η έκδοσή του επίκειται.)
φωτο©Στράτος Φουντούλης-agrimologos.com, “Musées royaux des beaux-arts 2008″