Σεπτέ Σεβαστοκράτορα,
σήμερα σκέφτομαι τις ξένες μας, τις μυρωδιές του κλίματος που ήτανε αισθήσεων το λίκνο – και έτσι είμαι πάντοτε όχι μονάχα όπου θέλετε με στείλετε, αλλά και όπου αλλού προέρχομαι, ακολουθώ εσάς και άλλα μέρη – τις πατρίδες.
Πόσες πατρίδες μέσα στις πτυχές των αναμνήσεων, κατρακυλάω σε όλες τις απίστευτες και μόνη και μοναδική τη δόξα του Θεού – που πάντα ορίζει («Να είσαι ευχαριστημένη με όσα θα σου δίνω και όπως θα στα δίνω – εγώ, και ο Θεός και το καλύτερο το μέρος του εαυτού σου, αν είσαι έξυπνη».) Διότι, και μεγαλώνεις όπως σε κοιτάω και μικραίνεις, και έχεις πέσει μετ’ εμού στην τρύπα του λαγού, γλυκό μου ταίρι – και πέφτουμε όλοι μαζί αντάμα, και συγκρατιόμαστε όπως ορίζει το στερέωμα, και άμα είναι να μιλάμε για την πίστη, εδώ σε θέλω: Έχεις, ή που δεν έχεις;
Και πάω πιο πίσω, εκεί που πρωτοέμαθα τα χρώματα, εκεί που κάποτε ήμουνα ο πιο μικρούλης άγγελος και κοίταζα τριγύρω μου το θαύμα. Υπάρχουν κάτι τέτοια ενσταντανέ, τα έχω δει κι από αλλού και τα αναγνωρίζω. Με ξαναείδα σε μια γνώριμη συνθήκη, κι άρχισα να ξανακολλάω το παρελθόν μου το πιο πιο μακρυνό, και με τα μάτια του Θεού μου, και με τα μάτια του: αγάπησα ένα παλιό μου σπίτι, θυμήθηκα τους γάμους με τα σύμβολα. Σας το διαβεβαιώ, η προσευχή είναι βεβαίως βασική μας πρακτική – αλλά τα σύμβολα έχουνε δική τους δύναμη, έχουν δική τους γλώσσα. Και ορισμένως – είναι, με εννοείτε, η γλώσσα εκείνη άλαλη. Λοιπόν, όπου γυρνάω – τον πιο θεό μου βλέπω, το Θεό μου. Και μπορώ, στο όνομα και μόνο το δικό του, την ιστορία της Σαλεντίνας-Που-Δαγκώθηκε: Φοράμε ίδια ρούχα οι γυναίκες, όταν φοράμε το φουστάνι μας το ίδιο, μόνο που έχει διαφορετικούς χρωματισμούς, άλλες τα κλαρωτά τα εμπριμέ, άλλες με τα πολύχρωμα και άλλες με τα άλλα – κι εγώ έτυχε να φορώ αυτά που ήταν του μοναστηριού, της αλληνής της έλαχε φορά μαύρα μ’ αστέρια. Όταν δαγκώνει η αράχνη, είναι διπλός χρησμός – είναι ο έρωτας. Είναι φωτογραφίες κοντακόλορ, μπουκέτο από Ρόσας Ολορόσας, Ντολορόσας: Εσείς, σε μια από αυτές – χαμογελάτε, απορροφάτε το φακό, παίρνετε το γοητευμένο φωτογράφο για να του δείξετε τοπία σας του θαύματος των σπλάχνων. Η χτυπημένη από το κεντρί, ζητάει το χέρι του Ορφέα, να πιεί νερό απ΄το πηγάδι σας, εντέλει το πηγάδι μας, ή το πηγάδι το δικό τους, το Καλώς Πατερικό.
Και έρχονται: από τα πίσω και τα κρυμμένα σπίτια, ξεχύνονται στους δρόμους σαν πανούκλα και πιο τρελή ντροπή, σαν τους καταραμένους που βρεθήκανε το σπίτι του Θεού και την αγκάλη του, και θέλουνε τον καλοδέχονται όπως τις διαπεράσει: Venerable brother, ίσως να μη δεχτούμε να σκανδαλιστούμε με τη γυναίκα όπου έπαψε να ψάχνει το Θεό, γιατί είτε ετούτο ήτανε που της απαγορεύτηκε – και έτσι την κατέκλυσε η ιερή μανία – είτε που δεν εγνώριζε να αρκείται με την άρνηση και κατρακύλησε στο χώρο της εκστάσεως! Και έπειτα – η ταπεινότητα μιας ύπαρξης που δε θα ήξερε να μοιραστεί ούτε το σώμα, ούτε και την καρδιά της, κι από μυαλό – όσο μονάχα της αναλογούσε, κι έπρεπε να ονομαστεί απ΄το κεντρί, από το δάγκωμα.
Και έρχεται προσπέφτουσα στο Σαύλο ώστε να βρει υγεία, κι απ΄τον Ορφέα, τους πολλούς, να την κρατήσουνε με τις ωραίες μουσικές, τα ταξιμάκια τους, και με του βιολιστή το ακκορντεόν να τη χορέψουν – θέλει η μια γυναίκα το χορό της, και το γλυκό το κοίμισμα, να γίνεις το παραμυθάκι της, σου λέει – να την ονειρευτείς όπως τη δημιούργησες και τη δημιουργείς απ΄το πλευρό σου, για να την έχεις δίπλα σου και στο πλευρό καλοστεκάμενη. Πού είσαι, και πώς περπατάς, εύχομαι τα χαλιά να έρχονται να υποδέχονται το πάτημα και το περπάτημά σου. Εδώ, έχουμε διακαώς μεγάλη ανάγκη, για το καλό των ίδιων μας ιθαγενών – αφήστε τους να βυθιστούνε στη μαγεία – ξέρετε και εσείς ότι αυτό χρειάζεται σε μερικούς ανθρώπους, κι ασφαλώς και στις συνθήκες τους. Και με τις ίδιες γάμπες που πήγαινε η δέσποινα η Σαλεντίνα να απλώσει, ή για να πλύνει τα πουκάμισα (θυμόσαστε πόσο το θελήσατε, ενδεχομένως, να σας αφήσει για να την κοιτάτε και ας έκανε, παρακαλώ πολύ – πως δε σας έβλεπε! Και όλα τότε θα το ξέρανε να πάνε μέλι-γάλα, και το ψωμάκι της θα την αφήνατε με ησυχία να ζυμώσει, και να αναβλύσει το πιο μυστικό κορμί της με ξινάδες που φουσκωθήκανε σ’ ωραίο φούρνο που μυρίζει την αλισίβα και τη στάχτη (θειάφι και μπούρμπερη και μέλι θυμαρίσιο και της ρίγανης), μ’ αυτές τις ίδιες γάμπες – θα έτρεχε για να σας αγκαλιάσει, και εσείς – και τότε πια, μεγάλος – λίγο που θα τη διώχνατε, λίγο θα την τραβούσατε στη θέση της, λίγο θα την αφήνατε λασκαρισμένη για να δείτε αν θα καθότανε σωστά – έτσι και τώρα: για τη μαγεία, με τη μαγεία – για τη θρησκεία, με τη θρησκεία – και με τα σύμβολα, όπου ο θεός τα έβαλε, παντού – σα φυλαχτά.
Με τη Σάντα Ραντάτα, βοήθειά μας – με την αγάπη Της.
Δική σε σας,
Ιουλιέττα των Πνευμάτων.
*
© Ολβία Παπαηλίου, 2013
Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της συγγραφέα
Οι προηγούμενες επιστολές: