february 15th, 2016 ~ amancalledkkmoiris
Ήταν, σε γενικές γραμμές, ένας ήσυχος άνθρωπος. Και χλιαρό θα τον έλεγες. Αν έβαζες στη ζυγαριά τα στραβά και τα καλά του, τα στραβά μάλλον θα μέναν με το παράπονο.
Τις φορές που ένιωθε πως οι τοίχοι και το ταβάνι λαχταρούσαν να συναντηθούν, το μόνο που έκανε τους σφυγμούς του να πέφτουν ήταν η σκέψη πως κάποτε θα βρισκόταν για λίγες μέρες σε έναν τόπο όχι πολύ μακρινό. Συχνά έγραφε γι αυτόν κι ας μην είχαν συναντηθεί ποτέ. Δέκα μέτρα από τη θάλασσα, μακριά απ’ τον πολύ κόσμο. Ένα χαμόσπιτο, μια κληματαριά, ένα τραπέζι με δυο καφέδες πάνω -οι μονάχοι καφέδες πάντα τον τρόμαζαν πιο πολύ κι από τα ερωτευμένα ντουβάρια- , γυμνά πόδια, τζιτζίκια το μεσημέρι, το κύμα τις νύχτες, ίσα να αδειάζει το μέσα του πριν ξαναγεμίσει με ομίχλες στα δωμάτια ακορντεόν που τον περίμεναν -με ακονισμένες γωνίες- να επιστρέψει.
Αυτά. Κι ένα τηλεφώνημα -που και που- από τα παιδιά του, «όλα καλά». Για να καθαρίζει ο ορίζοντας, η θάλασσα, ο ουρανός.
Δεν ζήταγε πολλά. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα κατάφερε.