Οι διεθνείς οργανισμοί υποβαθμίζουν διαρκώς, σχεδόν κάθε τρεις μήνες, τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη, καθώς η παγκόσμια οικονομία λειτουργεί επί της ουσίας πια με κατεβασμένες τις μηχανές. | dreamstime
15.02.2016, 14:53 | efsyn
Η αναιμική ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας μετά το κραχ του 2008 μετασχηματίζεται σιγά σιγά σε παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα, καθώς οι πολιτικές που εφήρμοσαν οι ανά τον κόσμο κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες και άλλοι φορείς άσκησης οικονομικής πολιτικής αποδεικνύονται, εκτός από ανεπαρκείς, και ύποπτες ως προς τις πραγματικές τους προθέσεις.
Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, οι κυβερνήσεις άνοιξαν διάπλατα τα δημόσια ταμεία, προκειμένου να καλύψουν τις τρύπες στους ισολογισμούς των «πολύ μεγάλων για να αποτύχουν» ιδιωτικών τραπεζών και να σταθεροποιήσουν το παραπαίον χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το έπραξαν γενναιόδωρα με χρήματα φορολογούμενων, εκτοξεύοντας -οι περισσότερες- δημόσιο χρέος και ελλείμματα στα ύψη.
Ανάλογη γενναιοδωρία δεν επέδειξαν όμως για την επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία μετά το κραχ βυθίστηκε στη χειρότερη ύφεση από τη δεκαετία του ’30.
Επικαλούμενες τη διόγκωση του χρέους, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της Δύσης απέρριψαν κάθετα τη χρήση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Απέφυγαν, όπως ο διάβολος το λιβάνι, μια θέαση από την πλευρά της ζήτησης, την τόνωση μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών και επέλεξαν ως μοναδικό φάρμακο θεραπείας τη νομισματική πολιτική.
Οι κεντρικές τράπεζες μείωσαν τα επιτόκιά τους σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και εφήρμοσαν γενναιόδωρα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, αγοράζοντας ομόλογα και άλλους τίτλους μεταβιβάζοντας τρισεκατομμύρια δολαρίων προς τις τράπεζες του ιδιωτικού τομέα.
Απώτερος στόχος ήταν το χρήμα αυτό να περάσει μέσω των ιδιωτικών τραπεζών σε επιχειρήσεις και καταναλωτές και εν συνεχεία αυτοί να αυξήσουν κατανάλωση και επενδύσεις, αναθερμαίνοντας την οικονομική δραστηριότητα.
Το σχέδιο αυτό απέτυχε οικτρά. Ελάχιστο από το χρήμα του πακτωλού, που οι κεντρικές τράπεζες τύπωσαν και πρόσφεραν στις ιδιωτικές, πέρασε στην πραγματική οικονομία, στους καταναλωτές, στις επιχειρήσεις.
Οι τράπεζες του ιδιωτικού τομέα αναζήτησαν -όπως είχαν συνηθίσει- τις καλύτερες αποδόσεις σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου αντί στις παραγωγικές. Και αφού εξάντλησαν τα οιαδήποτε περιθώρια γρήγορου κέρδους, δημιουργώντας νέες φούσκες (που σήμερα σκάνε) πάρκαραν ένα σημαντικό μέρος αυτών των κεφαλαίων στις κεντρικές τράπεζες, αρκούμενες στους τόκους και την εμφάνιση θετικών ισολογισμών.
Τα οδυνηρά αποτελέσματα αυτής της αποτυχημένης πολιτικής είναι εμφανή σήμερα.
Παρά το αρχικό ανοδικό της ξέσπασμα, η αμερικανική οικονομία παίρνει ξανά την κατιούσα απειλούμενη με μια νέα ύφεση, η Ευρώπη συνεχίζει να βουλιάζει στη μετριότητα και φλερτάρει με τον αποπληθωρισμό, ενώ οι οικονομίες του αναπτυσσόμενου κόσμου ξεφουσκώνουν με πάταγο.
Οι διεθνείς οργανισμοί υποβαθμίζουν διαρκώς, σχεδόν κάθε τρεις μήνες, τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη, καθώς η παγκόσμια οικονομία λειτουργεί επί της ουσίας πια με κατεβασμένες τις μηχανές.
Ενα μεγάλο μέρος της παραγωγικής της δυνατότητας συνεχίζει να παραμένει αναξιοποίητο. Χωρίς επαρκή ζήτηση για τα προϊόντα τους, χωρίς κίνητρο, όλο και λιγότερες επιχειρήσεις ρισκάρουν πλέον νέες παραγωγικές επενδύσεις. Δεν δανείζονται και δεν προσλαμβάνουν.
Από την άλλη πλευρά, η πλειονότητα των εργαζομένων στη Δύση -φορτωμένη με χρέη και με πολύ χαμηλότερο εισόδημα σε σχέση με το το παρελθόν, αλλά και με τον φόβο της ανεργίας να πλανάται πάνω από το κεφάλι της- αδυνατεί και να δανειστεί και να καταναλώσει επαρκώς.
Η αποτυχία της επιλογής που υιοθετήθηκε είναι εμφανής.
Τα τρισεκατομμύρια που οι κεντρικές τράπεζες τύπωσαν και πρόσφεραν άπλετα αυτά τα χρόνια δεν έφτασαν ποτέ εκεί που θα έπρεπε, προκειμένου να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα.
Κατέληξαν στα χέρια λίγων, μεταξύ άλλων και στο διαβόητο πλουσιότερο 1% της ανθρωπότητας, που έχει πλέον πλούτο μεγαλύτερο απ’ όσο ο μισός πληθυσμός της Γης.
Οσο όμως και να αυξήσει τη δαπάνη του αυτό το μικρό τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού, η κατανάλωσή του δεν επαρκεί για την τόνωση της ζήτησης και την αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας. Και αυτό το γνωρίζουν όλοι.
Το περίεργο με αυτήν την εξέλιξη είναι ότι η κάστα των τεχνοκρατών και των πολιτικών, που διαμορφώνει σήμερα την κυρίαρχη οικονομική πολιτική στον πλανήτη, ενώ βλέπει τη δεινή κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας, δεν αντιδρά.
Δείχνει προετοιμασμένη, ενδεχομένως και ικανοποιημένη, από την πορεία αυτή, επιχειρώντας να εδραιώσει την αντίληψη ότι δεν γίνεται διαφορετικά.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, προανήγγειλε με απερίγραπτο κυνισμό, ήδη από πέρυσι, ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας θα κινούνται τα επόμενα χρόνια στη «μετριότητα», ενώ ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υποστήριξε ότι αυτή η μέτρια αναπτυξιακή τροχιά -που για πολλούς οικονομολόγους ισοδυναμεί με παρατεταμένη στασιμότητα, εγκυμονώντας τον κίνδυνο παγίδευσης σε μια καταστροφική αποπληθωριστική περιδίνηση- είναι προτιμότερη από τον αγγλοσαξονικό τουρμποκαπιταλισμό της κεφαλαιουχικής υπερμόχλευσης.
Εναλλακτικές λύσεις προφανώς και υπάρχουν.
Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, για παράδειγμα, υπέδειξε σε μια ανάλογη κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας πριν από δεκαετίες την αύξηση των δημοσίων δαπανών.
«Πληρώστε τους εργάτες να ανοίγουν λακκούβες και μετά να τις κλείνουν», καθώς έτσι θα δημιουργηθούν εισοδήματα, κατανάλωση, ζήτηση, κίνητρο για επενδύσεις στις επιχειρήσεις, νέες θέσεις εργασίας, νέα εισοδήματα, νέα αύξηση της κατανάλωσης κ.ο.κ.
Αυτό είχε προτείνει ο μεγάλος Βρετανός οικονομολόγος, προκειμένου να ξεκολλήσει από τη βαθιά ύφεση του Μεσοπολέμου η παγκόσμια οικονομία.
Μια τέτοια προοπτική όμως απορρίπτεται διά ροπάλου από τους οπαδούς της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, των μηδενικών ελλειμμάτων, του μικρότερου ρόλου του κράτους στην οικονομία, τους εραστές των ιδιωτικοποιήσεων και των αρρύθμιστων και ανεξέλεγκτων αγορών.
Το εύλογο ερώτημα είναι φυσικά: Γιατί τόσο μεγάλη εμμονή σε πολιτικές που απέτυχαν;
Ποιον εξυπηρετεί η αναπτυξιακή μετριότητα που αυτές οι πολιτικές παράγουν; Ποιος τελικά κερδίζει από μια παρατεταμένη στασιμότητα στην παγκόσμια οικονομία;
Το «πείραμα» στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου υποδεικνύει ότι η παραμονή μιας οικονομίας για πολλά χρόνια στην ύφεση ή τη στασιμότητα, η μακρά περίοδος εγκλωβισμού της στον αποπληθωρισμό, οδηγεί σε μεγάλη απαξίωση των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων.
Ακίνητα, επιχειρήσεις ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμοι, οικόπεδα, κτίρια χάνουν διαρκώς την αξία τους και μπορούν να αγοραστούν έναντι πινακίου φακής από τους έχοντες.
Από αυτήν την οπτική γωνία, η παρατεταμένη αναπτυξιακή μετριότητα που ευαγγελίζεται ο κύριος Σόιμπλε και οι ομοϊδεάτες του για την παγκόσμια οικονομία σημαίνει περισσότερα περιουσιακά στοιχεία προς πώληση από όλο και περισσότερες ασθμαίνουσες οικονομίες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά της υφηλίου, σε τιμές διάλυσης.
Η ευκαιρία που προβάλλει είναι μοναδική. Και αυτή δεν είναι βέβαια για τους πολλούς, τους χρεωμένους και τους αδύναμους, αλλά τους ισχυρούς, τους πιστωτές και τους έχοντες.
Δηλαδή για τις οικονομικές ελίτ των ισχυρών χωρών του πλανήτη, που δεν απολαμβάνουν πλέον τις αποδόσεις του παρελθόντος από αγορές και παραγωγή και διατηρούν σε αδράνεια μεγάλο μέρος του πλούτου τους στους υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους του πλανήτη.
Η μέτρια οικονομική ανάπτυξη, η παρατεταμένη στασιμότητα στην παγκόσμια οικονομία είναι η χρυσή ευκαιρία, ανοίγει τον δρόμο για την αξιοποίηση αυτών των κοιμισμένων κεφαλαίων με αγορές-κοψοχρονιά και μια τεράστια μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και παγίων απ’ όλον τον κόσμο προς αυτές τις ελίτ.
Κάτι που αν τελικά συμβεί θα πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα μεγαλύτερα πλιάτσικα της Ιστορίας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: