Sraosha | 18.02.2016 | 13:51
Ένας από τους πιο δύσκολους άθλους είναι τελικά να μιλήσεις, να γράψεις, να κινηματογραφήσεις) το σεξ. Χωρίς να μπλέξεις πολύ με μεταφορές στερεοτυπικές ή και πιο πρωτότυπες, χωρίς να γίνεσαι πεζός, κοινότοπος ή ανιαρός, χωρίς τη σάχλα των παρομοιώσεων, χωρίς την ανυπόφορη εξιδανίκευση κι ιδεολογικοποίηση των Γάλλων (ξέρετε: “Ô ! Madame ! Votre Rose des délices …” κι άλλες τέτοιες μαλακίες), χωρίς να καταντάς στην εκζήτηση και σε φάσεις Γκρήναγουεϊ.
Αφήνω κατά μέρος τι είναι πορνογραφία και τι δεν είναι: δηλαδή, οι ημίγυμνοι και οι ημίγυμνες (και ανεξαιρέτως μπαλκονάτες-μπικινάτες), όπως στήνονται στα μεξικάνικα τύπου Χερόνυμα η Ντάνα, Δυο πόρτες έχει η ζωή, Αγαπώ και οπλοφορώ κτλ., πορνογραφικές προθέσεις δεν έχουν; Η (ω! καλή μου) ξανθιά που βγάζει ο Αριστοφάνης στους Όρνιθες (πιθανότατα ‘παιγμένη’ από γνωστή εταίρα της εποχής στην αυθεντική παράσταση — εκείνη τη μέρα είχα τυμπανισμό και δεν την παρακολούθησα) και ο Κρητικός (…) Σόμερ για τα κουρασμένα μάτια της νοικοκυράς πίσω από τη σιδερώστρα και κάτω από τη λάμπα, πορνογραφικά δε λειτουργούν;
Η πορνογραφία είναι, τελικά, μια πρόθεση. Ο σωστός ο πορνογράφος έχει σκοπό να σε φτιάξει (μα δείτε πόσο σεμνά και μαζεμένα εκφράζομαι σήμερα!). Αλλά σε ό,τι κατασκευάζει ο άνθρωπος (επίτηδες δε μιλάω για ‘τέχνη’), συνυπάρχουν πολλά περισσότερα από την πρόθεση. Έτσι, άμα σας μερακλώσει (για να μη χρησιμοποιήσω τους τεχνικούς όρους της τρέχουσας πορνογραφίας — που είναι και αυτοί της κλινοπάλης μας, έτσι;) μια χορεύτρια σύγχρονου χορού, είναι πορνογραφική η χορογραφία; Άμα το βλέμμα ή το αμήχανο χάδι εν μέσω ξεπατώματος μιας (ατάλαντης, οπωσδήποτε) πορνοστάρ σάς συγκινήσει ή σας ταράξει ή σας θυμίσει τη γάτα σας την Τούτη, πιστώνεται η συγκίνηση αυτή στο ταλέντο της ή μήπως στη μαεστρία του σκηνοθέτη και την πολυσημία της ματιάς του;
Μέχρι να μας πιάσει από το πόδι, όπως ο Πολύφημος, και να μας καταπιεί ο νέος πουριτανισμός πρέπει να προλάβουμε να μιλήσουμε για το πώς μιλάει κανείς για το σεξ — όπως η χαμένη γενιά του ’20 πρόλαβε να μιλήσει για την ασχήμια, την ελευθερία και τη μοναξιά πριν την καταπιεί η πανούκλα του 1933.
Πιο αναλυτικά, το στοίχημα της εποχής είναι να μην πάψουμε να μιλάμε για τον έρωτα με τους όρους του, τους όρους που ξέρουμε από έφηβοι και που μας μιλάνε, κι όχι τα μπεμπεκίστικα του Κοσμοπόλιταν και τους γυναικολογίστικους τεχνικούς όρους. Να επαναοικειοποιηθούμε την ορολογία που έχει αφεθεί να τη διαφεντεύει η πορνογραφία και τα στούντιο. Να ξαναμιλήσουμε για αυτό που έχουμε (σχεδόν) συνέχεια στον νου μας. Και στη λογοτεχνία και στη ζωή, μεταξύ μας σαν ζευγάρια και σαν ενήλικες πολίτες και πνευματικά όντα.
Πιο γενικά: δεν υπάρχουνε πράγματα που δεν μπορούμε να συζητήσουμε. Όπως συζητάμε, ποιος ξέρει για πόσο ακόμα, εργασιακές συνθήκες και εργασιακά δικαιώματα όχι γιατί ζηλεύουμε τον αφέντη αλλά γιατί αυτό είναι πολιτική, έτσι πρέπει να συζητάμε τα κορμιά μας και τα λάγνα έργα τους όχι γιατί μας έχει κόψει η στέρηση τα γόνατα και γιατί είμαστε λιγούρια και μπακούρια και αγάμητες, παρά γιατί πρέπει να συζητιούνται και αυτά στη δημόσια σφαίρα.
Δειτε επίσης: