Δίπλα στη θάλασσα, νο 15, 1962, ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΑΔΕΡΓΟΥΕΛ
20.02.2016, 14:29 | efsyn
Εκείνη την Κυριακή είχε ξυπνήσει μάλλον αργά. Δέκα και μισή, έπειτα από ένα ξενύχτι από αυτά που δεν συνήθιζε. Είχε πιει κι ένα ποτηράκι παραπάνω –μπορεί και δύο–, είχε τραγουδήσει πολύ και με καλή παρέα, είχε θυμηθεί… όπως μόνο μέσα από τη μουσική μπορείς να θυμηθείς.
Βραχνή φωνή, λίγο άγριος ο λαιμός, διψούσε πολύ και το στομάχι διαμαρτυρόταν για την κακοποίηση. Κάτι η μουσική, κάτι το κρασί, λίγο η κούραση που την έριξε στο κρεβάτι με αυτιά να βουίζουν…
Πεινούσε. Ηθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι, να φτιάξει καφέ και φρυγανιές με μέλι, αλλά… Σάρκα αδύναμη, πνεύμα απρόθυμο. Ασε και που το πνεύμα με κάτι τέτοιες αφορμές συνήθιζε να της παίζει παιχνίδια και να μην την αφήνει ν’ αγιάσει.
Ο γάτος πήγαινε κι ερχόταν στο δωμάτιο, πότε αφήνοντας ναζιάρικα «νιάααουου…» και πότε ανεβαίνοντας στο κρεβάτι, χοροπηδώντας και παίζοντας με τα πόδια της.
«Πού θα πάει», σκεφτόταν κι αυτός, «θα σηκωθεί. Ξέρει ότι πεινάω, ότι θέλω φρέσκο νερό και καθαρή άμμο». Και επέμενε, ξανά και ξανά.
Τεντώθηκε κι εκείνη σαν τη γάτα και σηκώθηκε. Τι να έκανε; Δεν τα βγάζεις πέρα εύκολα με ένα πεισματάρικο γατί – εσύ το έχεις μάθει έτσι.
Ηπιε λαίμαργα δυο ποτήρια νερό –πόσο τα χρειαζόταν, αλήθεια– κι άνοιξε τα παντζούρια. Ω, τι ωραίος καιρός ήταν αυτός… Ο αέρας μύριζε άνοιξη στην καρδιά του Φλεβάρη. Ηλιος και μια γλυκιά θερμοκρασία. Κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, λένε.
Ηθελε να βγει βόλτα. Χυμός στα γρήγορα, μια φρυγανιά στο χέρι, αθλητικά και έξω.
Νότες, νότες και ρεφρέν, τα χθεσινά στιχάκια και κουπλέ γέμιζαν τον νου της όσο περπατούσε, αργά στην αρχή, πιο γρήγορα στη συνέχεια.
Εφτασε στον σχεδόν αψιδωτό δρόμο με τα παλιά δέντρα. Εκεί έκοψε τον ρυθμό – είχε κουραστεί. Δεν ένιωθε πια το ξενύχτι, αλλά τα πόδια της διαμαρτύρονταν.
Υπάκουσε, προχώρησε με πιο αργό βήμα και μετά κάθισε σε ένα πεζούλι. Κοίταξε τον ουρανό. Δεν ήταν πια τόσο καθαρός όσο όταν ξεκίνησε, μισή ώρα και περισσότερο νωρίτερα. Σύννεφα, άλλα μικρά και άλλα μεγαλύτερα, ταξίδευαν.
Δεν θα έβρεχε. Κάπου αλλού βιάζονταν να πάνε και ίσως να διαλύονταν πριν φτάσουν εκεί.
Αρχισε να τα παρατηρεί. Δεν ήταν λευκά, δεν ήταν γκρίζα, δεν ήταν κίτρινα. Ηταν γαλάζια. Ούτε ακριβώς γαλάζια. Είχαν ένα παράξενο θαλασσί. Εμοιαζε με αυτό του ουρανού, αλλά δεν θα συγχωνευόταν μέσα του.
Τεστ ζωγραφικής: «Τι αναλογίες χρώματος θα χρησιμοποιούσα για να πετύχω αυτό το γαλάζιο στα σύννεφα;» αναρωτήθηκε.
Με ένα νοερό πινέλο στο δεξί και τα σωληνάρια με τα λάδια ανοιχτά στο άλλο χέρι, άρχισε να αναμειγνύει. Βάση, φυσικά, σκούρο μπλε του κοβαλτίου. Μετά λίγη κίτρινη ώχρα, τόση όση χρειάζεται για να μην πρασινίσει το μείγμα, και κάμποσο λευκό.
«Ωραίο είναι», σκέφτηκε, «αλλά κάτι λείπει».
Μα φυσικά, μια τόση δα σταγόνα μαύρο.
Κοίταζε το χρώμα της και το σύγκρινε με αυτό του σύννεφου, που μάλλον είχε αλλάξει. «Κρίμα που δεν μένει χρόνος για ζωγραφική πια», σκέφτηκε. Αλλά χωρίς πίκρα. Τα χρώματα, τα πινέλα, τα τελάρα ήταν ακόμα εκεί, πάνω και δίπλα στο γραφείο. Σίγουρα θα επέστρεφε σε αυτά. Το ήξερε.
Σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Θα έφτιαχνε ένα ωραίο, ζεστό και δυνατό τσάι –ο Τζορτζ Οργουελ έλεγε πως ένα δυνατό φλιτζάνι τσάι είναι καλύτερο από είκοσι ελαφρά– και θα έβαζε και μια γενναία κουταλιά ζάχαρη. Εδώ θα διαφωνούσε ο Οργουελ, αλλά δεν πειράζει.
Και μετά θα άφηνε το μυαλό να ταξιδέψει όπου ήθελε αυτό. Σε αυτά που ήθελε να μάθει, σε όσα ήξερε χωρίς να της τα πει κανείς, σε όσα της αποκαλύπτονταν στις πιο ανύποπτες στιγμές. Αλλά και στους πιθανούς συνδυασμούς με μπλε του κοβαλτίου, ώσπου να πετύχει το κατάλληλο θαλασσί που είχαν τα σύννεφα εκείνη την Κυριακή του Φεβρουαρίου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: