στάχτες.com
Ι.
Ψηλαφώ τον αέρα
ασυνάρτητα
Προσπαθώντας να αποδώσω το σκοτάδι
στις πολύχρωμες κουρτίνες
Οι φόβοι μου
-χρόνια τώρα-
τέμνονται
όπως οι μαύροι κύκλοι
κάτω απ’ τα κουρασμένα μάτια
Στον κρατήρα τους αυταναφλέγονται πυγολαμπίδες
οκνηρά κρεμάμενες από πρίζες ξηλωμένες
Δυο ψεύτικες αχτίδες θρυμματίζουν τον καθρέφτη
Πότε απέκτησαν το δικαίωμα να μου στερούν
την αρραγή μου άγνοια;
Ποιός εξαγόρασε τις γρίλιες μου;
ΙΙ.
Το κέλυφός μας
αποδομεί το χρόνο
Φθίνει τη γύμνια μας
μέχρις ότου η ανεπάρκεια
του δέρματος υπομείνει την
ψευδαίσθηση ενός τείχους
Κι όσο η φλούδα αποβάλλεται
τόσο πικραίνει η γεύση του καρπού μας
Σχηματίζω στο χώμα μια πόρτα με κρύο πόμολο
Φυτεύω στο πιατάκι της γλάστρας το κλειδί
Ίσως κάποιος θυμηθεί να σου ανοίγει τ’ απογεύματα Κυριακής
κλαδεύοντας τη λήθη σου.
ΙΙΙ.
Κάτω απ’ το δέρμα μου
αντιστέκεται ένα κτίριο
ετοιμόρροπο
Οι φλέβες μου
σωληνώσεις που σφυρίζουν αδιάφορα
σε δωμάτια που δεν αντιλαλεί ο σφυγμός
Μια μύτη μολυβιού τις σκίζει
ως πρόφαση εξαέρωσης
Πίσω από πολυκατοικίες κλειδαρότρυπες
κρυφοκοιτάζει ένα φεγγάρι
μειδιώντας
καθώς ζυγίζει τα ρέστα στις τσέπες μου:
Της καφεΐνης το πρόσχημα
που παραμάσχαλα εξαργυρώνει τις
σκιές πίσω απ’ το τρεμάμενο καντήλι
Του λουκουμιού η άχνη
ιχνογραφώντας στ’ άνω χείλος
της πίκρας το ανεκπλήρωτο
Οι ορφανοί κρίνοι
κερασμένοι σε πανέρια ξεφτισμένα
Τα ρέστα μας.
*
©Γρηγόρης Λεβεντόπουλος
φωτο©Στράτος Φουντούλης-agrimologos.com