Ήταν θανατηφόρα και ανέντιμη. Αξιοπερίεργα αποφασισμένη.
Βέρα I. Φραντζή | 23.02.2016 | 13:42
Είχε βάψει κόκκινα τα φαγωμένα νύχια της. Αγόρασε εσώρουχα, φθηνά, αισθητικης του ’80, από αυτά τα πανέρια της Καλλιθέας, που ‘γραφε ο Καρβέλας και γινόντουσαν σεντόνια-σημαίες ερωτισμού καφετέριας. Φόρεσε την ξανθιά περούκα και το στενό τζιν 501 που είχε ξεχασμένο στο τελευταίο συρτάρι της ντουλάπας. Εντυπωσιάστηκε που της χωρούσε ακόμα. Ω.. έδειχνε σέξι… σήμερα θα τον έβλεπε. Ήταν θανατηφόρα και ανέντιμη. Αξιοπερίεργα αποφασισμένη.
Η Πόλα. Δεν άντεχε την απουσία του- πια. Βγήκε στο δρόμο με την αυτοπεποίθηση πως σήμερα θα έκανε σεξ, το σεξ που κάνεις όταν τον συναντάς μετά από αγρανάπαυση των ερωτικών επιθυμιών -σε όλους έχει συμβεί.
-Γειά σου, Πόλα!, είπε ο περιπτεράς και μπάνισε τον πισινό της καθώς έφευγε τρεχάτη.
Εκείνος την αναγνώρισε αμέσως. Η περούκα δεν τον ξένισε. Είχε συνηθίσει να την βλέπει ντυμένη σαν μπαταρισμένο καρνάβαλο, σαν μεθυσμένη ξενύχτισσα, σαν λατέρνα για να βγάλει μεροκάματο, σαν υποβασταζόμενη ηλικιωμένη.
Δεν τον είχε χαιρετήσει.
Βιαζόταν η Πόλα…
Ήταν κιόλας χαράματα…
Βιαζόταν η Πόλα…
Ήξερε από υπομονή η Πόλα, μα σήμερα την έτρωγε η βιασύνη.
Σαν κατσαρίδα η Πόλα γυρόφερνε τα πόδια της στο πεζοδρόμιο, χωνόταν στους υπονόμους των δρόμων. Έκθετη και καμουφλαρισμένη σαν τα ιστιοφόρα στο Φάληρο που περιμένουν το θέρος για να πέσουν στο νερό.
Βιαζόταν η Πόλα…
Δειτε επίσης: