Posted on February 25, 2016 by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Στο Σύνταγμα συνάντησα μια κοπέλα -λίγο από εκείνη στο φανάρι το επικινδυνο την συνάντησα- «το υποκειμενικό φανάρι», που οδηγεί στον παράδρομο πάνω από την πλατεία και στον κάμπο της Ερμού, αν περπατήσεις την κατηφόρα κατακόρυφα. Μίλησε σε δύο άντρες. Ήταν πεντακάθαρη, άβαφτη, σεπτή, καστανή, σίγουρα μητέρα -από τον τρόπο που είχε κουκουλώσει την κοιλιά της με την μάλλινη ζακέτα, μητρικά, προστατευτικά, ίσως κάποιο χούι από την εγκυμοσύνη- ίσως αυτό.. μητέρα.
Ήθελε βοήθεια.
Φορούσε πλαστικές γαλότσες, από αυτές της μόδας. Μαύρες χωρίς ίχνος λάσπης, βαδίσματος στο δρόμο -μόλις είχε κατέβει από το σταθμό του μετρό. Είχε δέσει σφιχτά το αριστερό παπούτσι με διαφανή ταινία. Το παπούτσι αλλιώς θα έχασκε, θα έμπαζε νερά.
Έλεγε αλήθεια.
Αν βρεθεί ο ένατος πλανήτης που μου’ ταξαν οι επιστήμονες, θα την πάρω να φύγουμε.
Εμείς κι δυο πίνακες τους Κλιμτ. Τα χρειώδη για την διαιώνιση του είδους. Τέχνη και μητρότητα.
>Απέναντι από το γήπεδο Καραϊσκάκης, υπάρχει μια μικρή αλάνα. Ασφαλστρωμένη μεν, αλάνα δε. Χαμομήλια κια χορτάρια ξεπετάγονται από τις εσοχές χώματος υπενθυμίζοντας τον ερχόμό της άνοιξης.
Εκεί, παρκάρει μια οικογένεια τσιγγάνων το φορτηγό της. Πότε ο παππούς με τη βάβω του, μαυροφορεμένη και καψαλισμένη από τον ήλιο και την ύπαιθρο -ευχαριστημένη και αμίλητη, γιομάτη από τη ζωή, πολλές εικόνες, ταυρομάχοι οι αναμνήσεις.
Πότε ο γιός με την οικογένειά του. Πλαστικό ποδηλατάκι με κλαταρισμενες ρόδες, φανελάκι τρύπιο, λερωμένα ρουθούνια, άδεια κεσεδάκια από γιαούρτια. Άτσαλη μικροπραγματικότητα.
Πλέκουν καλάθια, καρέκλες, πανέρια.
Σίγουρα, νησιώτες νομάδες.
Σίγουρα λύκοι με αλάτια στις μύτες τους.
Σίγουρα ταξιδιώτες της νηνεμίας, κάτοικοι της ζωής.
>Είναι μάταιο να μην σκέφτομαι, όταν ταξιδεύω με το τρένο προς το κέντρο της Αθήνας. Είναι μάταιο να μην μεταφέρω ελπίδες και αστικούς μύθους. Είναι εντελώς παράοδοξο και έξω από τη φύση μου να μην παρατηρώ τους ανθρώπους.
Έκανα κοπλιμέντο σε ταλαιπωρημένο πρόσφυγα με θεό και με όλη την ευλογία αυτού του κόσμου, από αυτή που κερδίζουν οι ταξιδιώτες με τον κόπο των ώμων τους και οι φιλοξενούμενοι με την καλοσύνη τους τους και τη σεμνότητά τους. Του είπα πως είναι το πιο ομορφο αγόρι. Έμοιαζε με 17, ήταν 13. ‘Ηταν ντυμενος με ευρωπαϊκα ρούχα, είχε ανατολίτη θεό και την ευθύνη του δευτερότοκου γιού.
Ψίχουλα και μπουκίτσες τα ενός χρονού μωρά με πλαστικά βλέφαρα.
Βασανισμένη αλήθεια.
Μα αλήθεια.
Είπα την αλήθεια και εγώ -μια αλήθεια που δεν φτάνει. Κόλαση.