Αγγελική Σπανού
Σε κηνυγάει το παιδί που κάθεται χαμογελώντας στις ράγες του τρένου ελπίζοντας πως τα σύνορα θα ανοίξουν. Είναι προσφυγόπουλο ή ένας ανήλικος μετανάστης; Μπορεί να έχει τεράστια σημασία για την τύχη του αυτή η ορθολογική διάκριση αλλά στ αλήθεια δεν σημαίνει και πολλά, γιατί είναι ένας από τους πολλούς, πάρα πολλούς, που είναι πάνω στα πρώτα κύματα των μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών που θα κρατήσουν δεκαετίες και μπορεί να ξεπεράσουν εκείνες που ακολούθησαν τον Β παγκόσμιο πόλεμο.
Σε σοκάρει ο Αυστριακός, ο Ούγγρος και οι άλλοι που προσπαθούν να αποφύγουν την επαφή του δικού τους κόσμου με τον κόσμο του κατώτερου Θεού που υποφέρει από πολέμους, από διωγμούς από φτώχεια, από ανυδρία, από πολλά που προκάλεσε η απληστία της Δύσης που τώρα τους διώχνει και η θρησκεία τους στην οποία μάλλον ακόμη πιστεύουν.
Σε απογοητεύει η μοιραία υπνοβασία των ευρωπαϊκών ηγεσιών που ενδιαφέρονται μόνο για τις επόμενες εκλογές τους και αρνούνται ότι αλλάζουμε ιστορική περίοδο και στο εξής οι απελπισμένοι θα έρχονται στους τόπους της ελπίδας και δεν πρόκειται να τους εμποδίσει κανένα συρματόπλεγμα και καμία τρικυμία. Θα έρχονται με οποιοδήποτε μέσο και με οποιοδήποτε κόστος, θα έρχονται και θα θαλασσοπνίγονται, θα κινδυνεύουν, θα βασανίζονται, αλλά “καλύτερα να πεθάνουμε εδώ παρά εκεί” όπως έλεγε ένας Σύρος πατέρας περπατώντας στην εθνική οδό, ποιος ξέρει για πόσες ώρες, με το παιδάκι του στους ώμους.
Φεύγουν από εμπόλεμες περιοχές και δεν θέλουν να ζήσουν εδώ. Πώς γίνεται να τους φαίνεται φυλακή μια ευρωπαϊκή χώρα με τόσο ωραίο καιρό, ειρήνη και δημοκρατία; Αν το καλοσκεφτείς θα σαστίσεις, με τι πάθος προσπαθούν να βρουν διέξοδο αυτοί που έρχονται κατευθείαν από την κόλαση και εμείς μένουμε εδώ νοσταλγώντας και αναζητώντας τον παλιό μας παράδεισο, παρακολουθώντας σκηνές από τις ταινίες του μέλλοντος – οι διαδρομές της απόγνωσης και τα καραβάνια των απόκληρων.
Στην πλατεία Βικτωρίας στήθηκαν αμέσως κυκλώματα δουλεμπόρων, δεν ήρθαν από την Τουρκία, είναι εγχώρια παραγωγή, με 5.000 ευρώ σας πάω στη Γερμανία, μα πώς μπορεί να γίνει αυτό, αλλά και πώς μπορεί να πεθάνει η ελπίδα για το θαύμα.
Μια ήπειρος 500 εκατομμυρίων δεν μπορεί να δεχθεί χωρίς να χάσει την ψυχή της και χωρίς να παραμορφωθεί από την ξενοφοβική υστερία κάποια εκατομμύρια Σύρους, Ιρακινούς, Αφγανούς και άλλους από την Ερυθραία; Και βέβαια θα μπορούσε, άλλωστε τους χρειάζεται λόγω δημογραφικού προβλήματος. Αλλά οι πολιτικές δυνάμεις υποχωρούν στα κατώτερα ένστικτα του απολίτιστου πλήθους, οι δημοσκοπήσεις καθορίζουν την ποιότητα της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, λείπει στοιχειώδης αίσθηση της ιστορικότητας, το εύκολο σε συνθήκες κρίσης είναι πάντα ο ρατσισμός, στα χρόνια της ευημερίας, της υπερκατανάλωσης και της μαζικής υποκουλτούρας φτιάχτηκε το τέρας του ατομισμού που δεν επιτρέπει συνδέσεις με τον άλλο, παρά μόνο αν είναι χρήσιμος.
Μια άνοιξη της δεκαετίας του 40 σε μια παραλιακή πόλη της Αλγερίας, στο Οράν, που έγινε το σκηνικό για τη μυθοπλασία του Α. Καμύ, ο δημοσιογράφος Ραμπάρ εγκλωβίζεται. Πηγαίνει για ένα ρεπορτάζ και τελικά πέφτει θύμα της καραντίνας για την πανούκλα που έχει απλωθεί στην πόλη και αποκλείεται. Στην αρχή θα κάνει ό,τι μπορεί για να φύγει, θα χρησιμοποιήσει θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να γυρίσει στο Παρίσι, εκεί που τον περιμένει η ζωή και η αγαπημένη του, αλλά στην πορεία του χρόνου θα αισθανθεί ότι αυτή η μάχη είναι και δική του και θα μείνει, με τη θέλησή του πια, για να παλέψει μαζί με τον γιατρό για την υγεία των άλλων.
«…Δεν είναι ντροπή να προτιμάς την ευτυχία. Ναι, είπε ο Ραμπάρ, μα ίσως είναι ντροπή η ευτυχία του ενός…».