Σοφία Καϊτατζή Γουίτλοκ*
Η ριζική αντίθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στην αδειοδότηση ραδιοτηλεοπτικών καναλιών εντοπίζεται στην άρνηση και παρακώλυσή της. Μοιάζει αδιανόητο, αλλά εν έτει 2016, κόμματα της αντιπολίτευσης υπερασπίζονται το διαβρωτικό και πολιτικά ακυρωτικό status quo.
Αντιμαχόμενα την απόπειρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. να εξυγιάνει το πεδίο, τα κόμματα αυτά πυροβολούν, συλλήβδην, τη δημοκρατική πολιτεία. Ωστόσο, η πεισματική άρνηση της αντιπολίτευσης να αναγνωρίσει εμπράκτως, όχι προσχηματικά, τον χαρακτήρα της ραδιοτηλεόρασης ως δημόσιου πολιτικού αγαθού, μας αφορά όλους ως πολίτες αυτής της Δημοκρατίας.
Πλήττει τα έννομα συμφέροντα καθενός και καθεμιάς μας ως πολιτών-stakeholders, διότι μια τέτοια πολεμική συνεπάγεται, λόγω και έργω, συνηγορία υπέρ όσων δρουν έκνομα και υπέρ της εσαεί επικράτησης ραδιοτηλεοπτικής ασυδοσίας συγκεκριμένων ισχυρών του χρήματος. Συνέχιση της εικοσιπενταετούς παρασιτικής διαπλοκής που απέφερε θηριώδη δύναμη ελέγχου και αθέμιτο πλούτο σε κυβερνώντες και ιδιοκτήτες παράνομων καναλιών.
Οσες πολιτικές δυνάμεις ακολουθούν τέτοια πολιτικά αυτοκτονική στάση, εκ των πραγμάτων, αρνούνται ότι το ραδιοτηλεοπτικό πεδίο αποτελεί μια «ιδιότυπη», σύνθετη, δημοκρατικά κρισιμότατη «αγορά».
Ενα δημόσιο πεδίο που χρήζει ιδιαίτερης μέριμνας και προστασίας επειδή δεν αποτελεί συνήθη αγορά γαλακτοκομικών ή αυτοκινήτων. Τουναντίον. Αντιδιαστέλλεται προς κάθε άλλη αγορά καθότι αποτελεί προϋπόθεση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Δεν γίνεται, συνεπώς, ως «Κοινωνία των Πολιτών» να επιτρέψουμε στις αγοραίες δυνάμεις να λειτουργούν ασύδοτα και αυταρχικά, χωρίς να διακυβεύουμε συνάμα την ύπαρξή μας. Είναι πολιτικά αυτοακυρωτικό να αναθέσουμε στο διαβόητο «αόρατο χέρι» της αγοράς να αποφασίζει για εμάς, χωρίς εμάς. Ευτυχώς δε, κάτι τέτοιο αποτρέπεται συνταγματικά.
Τα Συντάγματα των Δημοκρατιών προστατεύουν με ειδικές ρήτρες το σπάνιο δημόσιο αγαθό του φάσματος συχνοτήτων -ως μέρος του εθνικού εναέριου χώρου- εξαιτίας του διακεκριμένου θεσμικού, δημοκρατικού του ρόλου.
Ρυθμίζουν το πεδίο των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, ώστε να κατοχυρώνεται η ζωτική ενημερωτική προϋπόθεση της δημοκρατίας. Αναθέτουν ρητά στο κράτος και στην αρμόδια ανεξάρτητη αρχή, το ΕΣΡ (Σύντ. άρθρο 15), τον έλεγχο, τη διανομή συχνοτήτων και ρυθμιστικές διαδικασίες.
Παρότι σοβεί μακροχρόνιο αδιοίκητο στο ΕΣΡ, η αξιωματική αντιπολίτευση (Ν.Δ.), το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι αρνήθηκαν να συνδράμουν με συναίνεση στην κυβερνητική πρωτοβουλία για ανανέωση της διοίκησης του ΕΣΡ.
Τουναντίον, προκάλεσαν επανειλημμένα αδιέξοδο αδικαιολόγητα. Γιατί, λοιπόν, τα αντιπολιτευόμενα κόμματα άσκησαν βέτο, αφού το Σύνταγμα επιτάσσει λυσιτελή αποκατάσταση του κενού διοίκησης στο ΕΣΡ; Εναντιώνονται στο δημόσιο συμφέρον; Προς τι όλα αυτά; Πρόσκαιρα έστω, πέτυχαν κυβερνητικό αδιέξοδο, de facto ακυβερνησία στο κρίσιμο αυτό πεδίο, έκβαση που συνιστά απαράδεκτη εκτροπή.
Εξανάγκασαν, έτσι, την κυβέρνηση να αμυνθεί, καθιστώντας μονόδρομο τη διαφυγή από την ακυβερνησία «διά της παρακαμπτηρίου». Συνεπώς, ο απώτερος σκοπός του προκληθέντος αδιεξόδου ήταν η de facto ακύρωση της βούλησης της κυβέρνησης να εξυγιάνει το επί εικοσιπενταετία νοσηρό ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, που όζει, παρασιτώντας εις βάρος του ελληνικού λαού.
Γίνεται περισσή κουβέντα για τον ιδεώδη αριθμό των ΜΜΕ. Βυσσοδομούν κάποιοι επειδή η κυβέρνηση πρότεινε τέσσερις μόνον άδειες. Κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, σπεύδουν σε δίκες προθέσεων, επισείοντας φαντάσματα. Σε εποχή πληροφοριακού κατακλυσμού ομιλούν για παρεμπόδιση πλουραλισμού!
Αυτή η φενάκη υποδηλώνει πόσο επείγον είναι να κατανοηθεί η ζωτική συνάρτηση βιωσιμότητας (ή μη) των διαφημιστικά χρηματοδοτούμενων καναλιών με την εκάστοτε διαθέσιμη διαφημιστική δαπάνη (ως ποσοστό του ΑΕΠ). Αυτή η οικονομική σχέση καθορίζει και «υπαγορεύει» απαρέγκλιτα τον βιώσιμο αριθμό καναλιών.
Υπό τις παρούσες συνθήκες ύφεσης, ούτε καν τέσσερα ενημερωτικά εμπορικά κανάλια εθνικής εμβέλειας δεν είναι βιώσιμα. Είναι υπερβολικά πολλά, όπως και ενημερωτικά αχρείαστα, εφόσον λειτουργούν ως πανομοιότυπες κόπιες φτηνά εισαγόμενου κακέκτυπου υλικού.
Η διαφημιστική δαπάνη του ακρωτηριασμένου ΑΕΠ της Ελλάδας αδυνατεί να «τροφοδοτήσει» επαρκώς τέσσερα κανάλια. Εστιάζοντας μυωπικά στις πολυτελείς προτιμήσεις των ιδιοκτητών, παρά σφαιρικά στο σύνολο του κρίσιμου δημόσιου ζητήματος, προετοιμάζουμε ένα ακόμη μη βιώσιμο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, που θα παρασιτεί, αναπόφευκτα, απομυζώντας πολιτικό χρήμα και δημόσιους πόρους.
Με απλά μαθηματικά, η στρατηγική των επιχειρηματικών συγχωνεύσεων αποτελεί αδήριτη αναγκαιότητα. Ειδάλλως, σε κρισιμότατη συγκυρία για τη χώρα, με περιορισμένη διαφημιστική δαπάνη οδηγούμαστε σε «κανάλια-κουρελούδες».
Κάποιοι σπεύδουν απερίσκεπτα να ομιλήσουν για ολιγοπώλια, ως εάν να επρόκειτο για αγορά ψυγείων. Ωστόσο, ένα εξίσου καίριο ζήτημα ευρωστίας και βιωσιμότητας των ΜΜΕ, συνολικά, συνδέεται άρρηκτα με τον αριθμό και δη την υπερπληθώρα τους.
Αυτή η κρίσιμη σχέση καθορίζεται από τον λόγο δυνάμει διαθέσιμων ακροατηρίων προς κάθε μέσο. Εξυπακούεται ότι όσο περισσότερα κανάλια εκπέμπουν τόσο περισσότερο κατατεμαχίζεται η «συλλογικότητα» των ακροατηρίων. Ετσι, όμως, πολυδιασπάται αναπόφευκτα το κοινό με κίνδυνο οριστικής κατάλυσης της «φαντασιακής πολιτικής σύναξης».
Στα κανάλια οικουμενικής πρόσβασης, η ραδιοτηλεοπτική «εκκλησία του δήμου» διαβρώνεται, ήδη, λόγω του εντονότατου ανταγωνισμού για την «προσέλκυση προσοχής». Εκατομμύρια διαδικτυακών χρηστών «εκπέμπουν».
Ο αριθμός των επίγειων καναλιών είναι, συνεπώς, κρισιμότατο μέγεθος και για την αμιγώς πολιτική βιωσιμότητα του θεσμού της ενημέρωσης. Χωρίς συναγμένη, κρίσιμη μάζα κοινού δεν νοείται «ενημέρωση» περί τα δημόσια πράγματα της πολιτείας. Επομένως, το κλειδί για συνδυασμό ποιότητας και εγκυρότητας βρίσκεται στην πρακτική του «εσωτερικού πλουραλισμού», που διασφαλίζεται αποκλειστικά μέσω προσεκτικής ρύθμισης και συμμόρφωσης στους κώδικες δεοντολογίας όλων των εμπλεκόμενων δομών και λειτουργών.
*καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Πολιτικής Επικοινωνίας, Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: