Στα πιο φωτεινά μου όνειρα δεν ιδρώνουμε κάτω από το ήλιο, μα παράγουμε κίνηση και 25.000 λήμματα για την αγάπη.
Βέρα I. Φραντζή | 01.03.2016 | 15:59
Η μάνα μου χρησιμοποιεί συχνά πυκνά την έκφραση «Απλώνεις τραχανά και δεν προλαβαίνεις;» ή «Τεντώθηκε σαν τραχανάς αυτός» ή «Τι έχει να κάνεις; Να απλώσεις τραχανά;». Η μάνα μου έχει καταβολές από την Καρδίτσα, αλλά δεν την έχει γαργαλήσει ούτε στο δάχτυλο χορταράκι από τη θεσσαλική πεδιάδα. Όμως, λέει συνέχεια για τραχανάδες. Ή «αν δεν σπείρεις, δεν θα θερίσεις», μου λέει για να με παροτρύνει να μαγειρέψω πριν πεινάσω. Αγροτιά, λοιπόν.
Είμαστε «ένας βαθιά αγροτικός λαός», που δεν πάμε στα χωριά μας, ακόμη και αν έχουμε. Σπίτια πατρικά μισογκρεμισμένα φτιάχνουν πόλεις φαντάσματα. Έχουμε στα μπαλκονια μας μπέιμπι ελίτσες για να θυμόμαστε. Έχουν κατι κορμάκια λεπτεπίλεπτα σαν ρωσίδες χορεύτριες τούτα τα διακοσμητικά φυτά και λιάζονται στον αθηναϊκό ήλιο μόνο όταν τους το επιτρέπει ο φθονερός ακάλυπτος . Υπομονετικά φυτά, για αυτό ζουν πολύ.
Έχουμε την ύπαιθρο μέσα μας και τη θάλασσα, μα την κουπαστή του μπαλκονιού την έχουμε για παπουτσοθήκη και στεγνωτήριο. Τις ταράτσες για να παίρνουν «το σήμα». Μαζεύει το χωνευτήρι… σήμα, ήλιο, σήμα, ήλιο. Ο ηλιακός θερμοσίφωνας είναι ωραίος καθρέφτης για σέλφιζ. Βγαίνεις θαμπός και αλλαγμένος στο κάτοπτρό τους, σαν να βρίσκεσαι στη μέση των τρικυμιών που ζωγράφιζε ο Τέρνερ. Οι κεραίες είναι οι δέκτες, επιθετικοί των μηνυμάτων των εξωγήινων. Τόσα παρασάνταλα και ανώφελα πλάσματα με μαύρα αχανή μάτια και ψεύτικο λαϊφστάιλ που τρώνε κινόα σε κρυες σαλάτες με φακές και χασκογελάνε με το κάθε κουρνιαχτό ατάλαντων τραγουδιστών, δεν θα μπορούσαν παρά να ζουν σε ένα κουτί πλακέ. Στέλνουν, λοιπόν, «το σήμα τους». Έρχεται χρωματιστό σε HD ανάλυση, αλληθωρίζουν τα μάτια μας έπειτα κοιτώντας το νόστιμο μοβ των ζουμπουλιών. Ξεχνάμε τις μυρωδιές, εθιζόμαστε στην όραση. Αστική ευγένεια.
Ξεχνάμε και την κίνηση. Οι Έλληνες σπάνια χορεύουν κλασικούς χορούς. Το μπαλέτο μας φαίνεται μουσαντένιο -και στωικό. Το’ χουμε για κοριτσιστικο νηπιακό άθλημα. Τα ντύνουμε με τούλια και ξεχνάμε τον πόνο του κορμιού που πρέπει να εξαπολύσει στο χώρο, ξεχνάμε τον έκλυτο βίο που χρειάζεται για βαθύνει η κίνηση σε κυρτώματα και καμπύλες σαν εραστών κορμιά.
Ο ήλιος μας κρατά επιφανειακούς, άλλωστε. Ο ήλιος είναι αντίρροπος του μπαλέτου. Ο ήλιος καθυστερεί, θέλει σιωπή, ναρκώνει, χρειάζεται ακίνητα κορμιά, να τα ψήνει, άκαμπτα κορμιά, να τα τσιτσιρίζει στο λάδι του οξυγόνου, να τα καίει, να καψαλίζει τα άκρα τους, να νυστάζει τα βλέφαρα των μωρών και τις σκέψεις των ενηλίκων. Ο ήλιος δεν χρειάζεται το μπαλέτο, για αυτό το θεωρούμε εμείς οι ηλιολουσμένοι οι μεσογειακοί λαοί, χορό κεκλεισμένων των θυρών και της Λυρικής Σκηνής.
Στα πιο φωτεινά όνειρά μου, οι μπαλαρίνες του Ντεγκά είναι κάτι τρισκατάρατες ντόπιες του θεσσαλικού κάμπου με ανδρικές γάμπες, ιδρωκοπημένες πλάτες και αιματοβαμμένες ποδιές από φρεσκοκομμένα ραδίκια, που πλένουν τα χοντροπάπουτσά τους σε λίμνες για να χορέψουν ξυπόλητες Τσαϊκόφκσι. Σε κάθε παιχνίδισμα του ήλιου, στρίβουν τους κορμους τους σε ασύνταχτες πιρουέτες και σε κάθε πετιτ ζετέ λιώνουν τα σκουλήκια του εδάφους, τα κάνουν πολτό και τροφή για τα ζαρζαβατικά που σπέρνουν. Ένας παγανιστικός χορός για τη μητρότητα της γης είναι το μπαλέτο.
Στα πιο φωτεινά μου όνειρα δεν ιδρώνουμε κάτω από το ήλιο, μα παράγουμε κίνηση και 25.000 λήμματα για την αγάπη.
Και γιατί το μπαλέτο; Γιατί είναι η φύση.