Posted by sarant στο 20 Μαρτίου, 2016
Πλησιάζει η επέτειος της 25ης Μαρτίου και κάθε χρόνο συνηθίζω να δημοσιεύω κάποια σχετικά κείμενα. Σήμερα που είναι Κυριακή ταιριάζει κάτι το λογοτεχνικό, οπότε αναδημοσιεύω ένα παλιό κείμενο, που το είχα βάλει πριν από εφτά χρόνια, τότε που το ιστολόγιο δεν είχε ακόμα κλείσει σαράντα μέρες ζωής. Εκείνο το παλιό άρθρο λίγοι θα το έχετε διαβάσει, οπότε αντέχει την αναδημοσίευση σήμερα.
Στην ποιητική σύνθεση του Βάρναλη «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927), που ο τίτλος της παραπέμπει ευθέως στους σολωμικούς «Ελεύθερους πολιορκημένους», κεντρική θέση στο δεύτερο μέρος («Ο πόλεμος») έχει το ποίημα «Η χαρά του πολέμου», στο οποίο ένας κλέφτης της εποχής του 21 αναπολεί παλιές δόξες.
Ωστόσο, προηγήθηκε μια πρώτη δημοσίευση του β’ μέρους, το 1925 στο 3ο τεύχος του περιοδικού Φιλική Εταιρεία, που το εξέδιδε ο Φώτης Κόντογλου. Σε αυτή την προδημοσίευση, ο Βάρναλης υπογράφει με το εύγλωττο ψευδώνυμο Κώστας Γιαβής. Για τους μη βαρναλιστές, Γιαβής είναι ένας από τους ήρωες των Μοιραίων (κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι…)
Λοιπόν, σε αυτή την πρώτη δημοσίευση, το ποίημα «Η χαρά του πολέμου» έχει άλλο τίτλο, «Ο καπετάνιος», άλλον υπότιτλο (αντί «Η σκιά ενός κλέφτη από τα περασμένα») και, το κυριότερο, έχει πολύ περισσότερες στροφές. Οι στροφές που παραλείφθηκαν είναι κατά σύμπτωση αυτές που αναφέρονται στα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια της κλεφτουριάς και στο Μεσολόγγι. Μάλλον ο Βάρναλης τις έβγαλε επειδή τις έκρινε σκληρές και αντιπατριωτικές. Μπορεί όμως να τις αφαίρεσε και για να κάνει περισσότερο άχρονο το ποίημα, εξαλείφοντας σαφείς αναφορές σε ιστορικά γεγονότα. Ίσως για τον ίδιο λόγο, στην οριστική έκδοση τροποποίησε και τον τίτλο του τέταρτου ποιήματος έτσι που να μην παραπέμπει ρητά στο Μεσολόγγι (ήταν «η έξοδο» και έγινε «η έφοδο»).
Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς, το ποίημα έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα έχει χάσει μερικές εξαιρετικές στροφές, και επιπλέον η τελευταία στροφή της σημερινής μορφής του ποιήματος φαίνεται λιγάκι ξεκάρφωτη.
Παραθέτω λοιπόν την αρχική μορφή του ποιήματος. Οι στροφές που παραλείπονται στη σημερινή, στερεότυπη έκδοση, είναι γραμμένες με πλάγιους χαρακτήρες.
Ο Καπετάνιος
(Ένας κλέφτης ακουμπά στο ντουφέκι του και συλλογάται)
Καλοί μου χρόνοι αλλοτινοί,
μεγάλοι κι αψηλοί ουρανοί!
Ίσα μπάλα, δίκιο χέρι,
πάντα πλούσιο μεσημέρι.
Κλεισούρες, έλατα, κορφές!
Με χίλιες κάνουλες κρυφές
ο σκοπός σου κατεβαίνει
ζήση μου τραγουδισμένη!
Παίρναμε όλοι το κλαρί,
σίντα του κούκου η βραχνιερή
η κραξιά μας εκαλούσε
κι η τριανταφυλλιά ν-εσκούσε
Η σούβλα σιγοτριγυρνά
κριάρια παχιά και τραγανά
και σε χόρτο πατημένο
καρυδόφυλλο στρωμένο.
Πήραμ’ αλεύρι απ’ τον αγά,
απ’ τον προεστό σφαχτά ζυγά
κι απ’ το πέρα μοναστήρι
κρασί με κεφαλοτύρι.
Κι αν είστε σκύλοι αρματολοί,
είμαστε λύκοι με μαλλί.
Γρήγορα τ’ αρματολίκι,
γιατί φτάσαμε σα λύκοι!
Μέσα στ’ ασήμι, στο φλουρί
σαν Ήλιοι αστράβαμε πυρροί
και πα στου χορού τα πρέπια
φίδια ειμάστε με τα λέπια.
Πώς ροβολούσαμ’, αδερφοί,
σίντας εστέρναμε γραφή
στ’ Άγναντα και στο Κομπότι,
στον κατή και στο δεσπότη.
Γραφή καμένη στις γωνιές:
«Σας κάψαμε σα θεμωνιές»
με το διώμα, με το σείσμα,
με τραγούδι και με πείσμα.
Παλουκωμένα ως σας γρικώ,
προεστών καυκάλια και Τουρκώ,
κάνω τη φτερούγα πήχη
κάνω πιθαμή το νύχι!
Μα σαν επλάκωνε χειμός,
μας έπιανε βαρύς καημός
κι ένας-ένας κατηφόρα
για τον κάμπο, για τη χώρα.
Καράβι ερχέται από τη Χιο
με τις βαρκούλες του τις δυο:
έτσι μπαίναμε στη χώρα
μ’ όλα τα πανιά μας φόρα.
Σαν εκκλησιές μολυβωτές
και κοντυλοπελεκητές
μ’ όλα τ’ άρματά μας φόρα
καμαρώναμε στη χώρα.
Κι ένας τον άλλονε σκουντά,
να μας θαμάξει από κοντά.
Κι αργαλειός -σαγίτα, χτένια-
μας εταίριαζε τα παίνια.
Μα ’ρθε και δίσεχτη χρονιά –
μπαμπέση Αλή, κρυφέ φονιά,
που μας πήρες στο κυνήγι
κι όπου φύγει κι όπου φύγει.
Ένας αφήνει τα βουνά
και πέφτει και σε προσκυνά
κι άλλος πάει στην Άγια Μαύρα
να περάσει γέρα μαύρα.
Άνεργη ζήση, που χωρίς
ρεμούλα κι αίμα δεν μπορείς!
Μόσκοβε, έλα με φρεγάδες!….
Τούτη η άνοιξη, ραγιάδες!….
Κι ήρθε το μήνυμα ταχιά:
πρώτη σηκώθηκε η Βλαχιά!
Και γελάσανε τα χείλη
με τ’ αξό το καριοφίλι.
Μα χύμηξε τουρκιά πολλή
και μες στο κάστρο αυτό μας κλει.
Μα ψηλά βαστά η ψυχή μας,
όσο η θάλασσα η δική μας.
Μα τώρα μάς την πήρε πια
Αράπης απ’ την Αραπιά!…
Θάνατε, κι αν σ’ αντικρύζω,
μα στην πείνα ομπρός λυγίζω.
Δεν είναι τρόπος για να βγεις,
-ω, κάλεσμα της πέρα γης!…-
Στερνό πήδημα να κάνεις
πριν πιαστείς ή πριν πεθάνεις.
Και τότες η καρδιά πιστή
θα πιάσει να λογαριαστεί
με τον Φώτο με τον Γιάννη,
που αδερφούς η Τύχη κάνει.
(δυνατά) Μα πρώτα πάμε κάτου στα
παράθυρά του τα κλειστά:
«Λόρδε! πριν να ξεψυχήσεις
το μιστό να μας μετρήσεις!»
Όπως βλέπετε, οι στροφές που παρέλειψε ο Βάρναλης στην οριστική έκδοση είναι εκείνες που περιέχουν σαφείς αναφορές στο ιστορικό πλαίσιο: στον Αλήπασα και το κυνηγητό των Σουλιωτών, το ξέσπασμα της επανάστασης πρώτα στη Μολδοβλαχία, την πολιορκία του Μεσολογγιού και το ψυχοράγημα του Μπάιρον.
Όπως μας πληροφορεί ο Γιάννης Δάλλας στην έκδοσή του των Σκλάβων Πολιορκημένων, ο Βάρναλης είχε γράψει και μελέτη, που παραμένει ανέκδοτη στο αρχείο του, με τίτλο «Η πραγματική έξοδο του Μεσολογγιού» με στοιχεία αντλημένα από τον Σπ. Τρικούπη. Μάλιστα, φαίνεται πως το πρώτο έναυσμα να ασχοληθεί με το θέμα ήταν τα πανηγυρικά φύλλα των εφημερίδων, τα αφιερωμένα στην Έξοδο, την Κυριακή των Βαϊων του 1923.
Ας γυρίσουμε στο ποίημα του Βάρναλη. Θα προσέξετε στους στίχους του να επαναλαμβάνονται αυτούσια διάφορα μοτίβα από δημοτικά τραγούδια, ενώ υπάρχει επίσης αντήχηση από στίχους του Σολωμού (π.χ. «με χίλιες κάνουλες κρυφές» στο «με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει») ενώ και ο υπότιτλος με τον κλέφτη που ακουμπά στο τουφέκι του και συλλογάται μάς θυμίζει τον στίχο «Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει / έρμο τουφέκι σκοτεινό τι σ’ έχω γω στο χέρι;»).
Στα γλωσσικά, να πούμε ότι η Αγια Μαύρα είναι η Λευκάδα, στην οποία κατέφευγαν πράγματι (όπως και στ’ άλλα Εφτάνησα) οι καταδιωκόμενοι Σουλιώτες, ενώ τα γέρα είναι τα γερατειά. Τέλος, στην ανέκδοτη μελέτη του ο Βάρναλης σημειώνει: «Όμοια είναι γνωστό, πως αυτοί οι «καλοί» Σουλιώτες πηγαίνανε και φωνάζανε κάτου απ’ τα παράθυρα του Μπάιρον, επειδή τους καθυστερούσε κάτι μιστούς» -πρόκειται ακριβώς για την εικόνα που έδωσε πολύ παραστατικά (και με έναν τολμηρό διασκελισμό στη στιχουργία) στην τελευταία στροφή του ποιήματος:
Μα πρώτα πάμε κάτου στα
παράθυρά του τα κλειστά:
«Λόρδε! πριν να ξεψυχήσεις
το μιστό να μας μετρήσεις!»
Βέβαια, στην έκδοση σε βιβλίο ο ποιητής επέλεξε να μη συμπεριλάβει τους σκληρούς αυτούς στίχους. Νομίζω όμως ότι πλάι στην οριστική μορφή του ποιήματος, έστω και σαν υποσημείωση, έχουν κι αυτοί τη θέση τους.
Σχετικά
One Comment
aris
Φίλε διαχειριστή μακάρι ο κόσμος γενικώς να είχε τη δύναμη, ή σωστότερα τις αντοχές να γνωρίζει την ιστορία του, γιατί τότε θα ζούσαμε σε έναν πολύ καλύτερο κόσμο.
Επειδή όμως δεν τις έχει ίσως είναι καλύτερο το παραμύθι.
Έτσι πάντα έχουμε μια πληθώρα ηρώων και 2-3 κατά περίπτωση προδοτών που δε γνωρίζουμε αν δεν ήταν απλά μόνο οι αποδιοπομπαίοι τράγοι! Χα χα.
Δεν είμαι ιστορικός και μπορεί να κάνω λάθη αλλά ποτέ δεν κατάλαβα:
Την θεοποίηση του Μπάιρον.
Την ηρωοποίηση του «Πρίγκιπα» του Μεσολογγίου Μαυροκορδάτου.
Τη μάχη στο Πέτα.
Τη μάχη του Ανάλατου και άλλα πολλά.
Ευτυχώς που δεν έλειψαν κάτι Θοδωρήδες, κάτι Καραΐσκοι και αρκετοί που τους έμοιαζαν.
Τιμή, σεβασμός και δόξα σε αυτά τα παλληκάρια!
Ζήτωσαν για μια ακόμα φορά.