Σωτήρης Θεοχαρίδης
Η κατάσταση της πραγματικότητάς μας, είναι ο πόλεμος. Ένας γενικευμένος, ολοκληρωτικός πόλεμος («οικονομικός», «οικολογικός», «κοινωνικός», «πολιτικός», «εκπαιδευτικός», «πολιτιστικός ή πολιτισμικός», «ερωτικός»), όλων εναντίων όλων, κι ας μην μας φαίνεται, πως έχει κηρυχθεί-ανοιχτά. Διεξάγεται σθεναρά και φθάνει στα άκρα και οι ακρότητές του( από αυτές διακυβεύεται να χαθεί ο κόσμος μας, που δεν είναι κόσμος) ως καθάριες μορφές του χαμού μας, αλλιώς, η ασκήμια του κόσμου της εποχής-μας, δηλαδή ο αληθινός κόσμος γίνεται μύθος, και όμως, συγχρόνως είναι η κανονική κατάσταση, για όσους μπορούν να διακρίνουν την τρομερή και τρομακτική διαφορά, του επερχόμενου, το οποίο είναι ήδη εδώ, συμβαίνει, μας εμφανίζεται.
Τούτη η ασκήμια μεταφυσικοποιείται, μεταμορφωμένη σ’ ένα νέο ατρόμητο τύπο «ομορφιάς»( την «βαρβαρότητα») από τον πληροφοριακό ολοκληρωτισμό. Αν αναρωτηθούμε με ορμή, τι εγγράφεται « στον λόγο των σημερινών χορηγών κεφαλαίων», μας αποκαλύπτεται , πως στον λόγο τους με την ισχυρότερη έννοια, εγγράφεται «η ισχύς», ως η μόνη υπόθεση που δύναται να χαρακτηριστεί «αξιόπιστη». «Δεν αγοράζει κανείς ειδήμονες, τεχνικούς και συσκευές για να γνωρίσει την αλήθεια, αλλά για να αυξήσει την ισχύ»( Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση).
Ολοκληρωτικός ξεριζωμός κάθε τι ανθρώπινου από τη ζωή. Πάντα υπάρχει έπαθλο, βραβείο, τιμή συμπεριλαμβανομένου και μεγάλου μεριδίου της υπεραξίας. Λίγοι δεν υποπίπτουν στο δέλεαρ τούτης της πλανητικής αξίας, που τιμή δεν έχει, άτιμη η τιμή- της. «Με την αυξανόμενη αξία του κόσμου των πραγμάτων προχωρά σε ευθεία αναλογία και η υποτίμηση του κόσμου των ανθρώπων» (Κ. Μαρξ, Τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844).
Η ρήξη με την «πραγμοποιημένη» κατάσταση αναζητεί ανθρώπους με μια και μοναδική ιδιαιτερότητα: εκείνη του ανθρώπου.
Για να κρατήσουμε λίγο ακόμη το μπόι της ελπίδας, είναι κάτι σαν το λάδι στο καντήλι του θυμικού μας, φυτεύουμε βασιλικό και δυόσμο. Κάποιοι, ανάμεσα σε τόσα χρόνια, ερεβώδη, είχαμε ετούτη την εμπειρία στην σύντομη ζωή μας. Προσφάτως η πικροσυννεφιά. Πραξικόπημα η ωραιότητα της προδοσίας που μας παιδεύει μυστικά. Συλλήψεις, Βασανιστήρια, Εικονικές Εκτελέσεις, Δολοφονίες. Τουρκική Εισβολή, Σκοτωμένοι, Βιασμένοι, Αγνοούμενοι- Αγνοημένοι, Προσφυγιά, Εκτοπισμένοι, Εκποιημένοι, Καρτερία, Ταυτοποιήσεις-Τακτοποιήσεις, Μνημόνια-Μνημόσυνα, ωσάν άκαρπη τραγικότητα. Ο βασιλικός και ο δυόσμος, σχεδόν με ένα τίποτα, λησμονημένο, σύσσωμα στρέφονταν προς την ελπίδα, πέρα από τα εικονίσματα της κυρίαρχης ορατότητας. Αποκρίνονταν χωρίς καμιά απλούστευση. Σαν προσβολή. Σαν κωφάλαλη εκδίκηση. Με τη φυλλωσιά τους να μας καλούν ξανά σε πορεία. Απόμακρα οι υποψιασμένοι και οι ενημερωμένοι, οι συμμετέχοντες στο σχέδιο, μαζί με τους μεγάλους αρχιτέκτονες, αγνοούσαν την κάθε λεπτομέρεια, ορίζοντας την ως αόρατη, γενίκευαν το μαύρο της τραγωδίας με σωφροσύνη, πλουταίνοντας. Μεθοδευμένα στήθηκε ο τρελός χορός της συναίνεσης και με μαντήλι άσπρο, σύρθηκε εργασία και κεφάλαιο. Για μας τους Κυπρίους η διάρρηξη του νοήματος της ζωής μας από τότες, «κρίση-φόβος- διάρρηξη», από τότες, από τότες, ίσως να ξεκίνησε (για αρκετούς από τότε που κλάψαμε το πρώτο και πρωταρχικό μας κλάμα), κουρελιάζοντας στη δύναμη του ενοποιείν. Και ο κάθε λαός με την ιστορική του εμπειρία, τις πλάνες, τις εμμονές, τις αναμονές, τις προσδοκίες, την μοίρα του και τα τραύματά του.
Όλων των λαών το είναι της μοίρας και των τραυμάτων του έμοιαζε, έστω κι αν ήταν διαφορετικό. Σήμερα, το σημερινό είναι της μοίρας των τραυμάτων των λαών, είναι κοινό, έστω και αν θρυμματίζεται, μέσα από την εικονικότητα που γίνεται η πραγματικότητα της πραγματικότητας-μας, αναδεικνύοντας εκρηκτικά το διαφορετικό, ψευδώς το διαφορετικό, ποτέ δεν σεβάστηκε η εποχή μας το διαφορετικό, αντιθέτως το διασκορπίζει, το εξαφανίζει, όπως και τον άνθρωπο, δοξάζοντας το «οικονομικό κτήνος». Παραμένω στην Κύπρο. Η διάρρηξη του νοήματος συντελέστηκε σε συνθήκες «ευμάρειας», όπου σιωπηλά προετοιμάστηκε ο κοινωνικός τύπος του χρεωμένου. «Του παττισμένου» (χρεοκοπημένου), μου είπεν ο Κωστής ο Ττεψής, φίλος στο καφενείο, «τζιαι εν επαττίσαμεν (και δεν χρεοκοπήσαμε, /πτωχεύσαμε/) μόνον οικονομικά ρε Σωτήρη, εν είμαστεν πλάσματα πιον (πια, πλέον)». Ναι η πτώχευση είναι ολοκληρωτική. Μια «ζωή εν τάφω».
«Χρειαζόμαστε μια ιστορία, με διαφορετικό όμως τρόπο, απ’ ότι την χρειάζεται ο κακομαθημένος κηφήνας στον κήπο της γνώσης» (Νίτσε, Για τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή). Πόλεμος…Μνήμη. Με το δεν ξεχνώ ξεχάσαμε. Λευκές ημέρες και ημερολόγια ανθρωπολόγων. Ποιο αίμα πικρό, αγνοημένο; Πιο πικρό! Σύνορό μας, η περιφραγμένη μας ψυχή. Ποια ψυχή λέει ο κοινωνιολόγος. Κατασκευές. Μια σονάτα για τον καλό Κύπριο, την καλή Κυπρία που ποτέ δεν ένιωσαν τον πόνο, πλάθουν από εμπορική χαρά. Μόνο με αίμα. Ύστερα ο πόνος και όταν περάσει καιρός, οι λέξεις. Πατρίδα δίχως μήτρα, ξεκοιλιασμένη πάνω σε μια πέτρα, και σβήσιμο κάθε μνήμης. Μνημόνια- ολοκληρωτικής αμνησίας.
Τούτη η εποχή, είναι η εποχή όλων όσων κατανοούν πως η ιστορία έχει νόημα….η Ευρώπη σήμερα αποτελεί μια συνθετική χημική κατασκευή, μια Ευρώπη που δεν υπάρχει σε κανένα χώρο και σε κανένα χρόνο, μια Ευρώπη αόρατη, αντιιστορική, είναι η απόλυτη αφαίρεση και μέσα της αντιπαλεύουν μαγικά, θριαμβευτικά, τραγικά και θανάσιμα οι μεγάλες δυνάμεις του αφαιρετικού Καλού και του αφαιρετικού Κακού. Όσοι θέλουν να ξαναγράψουν την ιστορία οφείλουν πρώτα να νικήσουν. Έχει δίκαιο ο Νίτσε για το δικαίωμα του ποιος γράφει ιστορία. Δικαίωμα να γράφει την ιστορία έχει ο νικητής. Όλοι όσοι μας προσφέρουν την Ευρώπη της αφαίρεσης είναι οι ηττημένοι.
Η Ερευνητική Δημοσιογραφία και όχι αυτή που ονομάζεται ως τέτοια ή που φέρει το όνομα και δεν έχει τη χάρη, ή και πάλι εκείνη η ίδια, που είναι έγκλειστη σε πανεπιστημιακές έδρες, θεσμούς και ιδρύματα , η Ερευνητική Δημοσιογραφία αυτή η άλλη η μη ιδρυματοποιημένη, η εναλλακτική, η ελευθεριακή, σηκώνει την ταφόπλακα, ανοίγει τον τάφο και στρέφεται στην λεπτομέρεια και το αόρατο, το γενικευμένο, το αφηρημένο, γίνεται ορατό. Ταυτόχρονα αρνείται να διαχειριστεί το θυμικό μας, και αρνείται με πράξεις τις προσφορές των υποκειμένων της μόνης αξιόπιστης υπόθεσης, που είναι η «η ισχύς». Ρίχνεται στην περιπέτεια και την περιπλάνηση της αλήθειας, και λέει την αλήθεια αυτής της υπόθεσης με τόλμη και με σθένος.
Το ντοκιμαντέρ ως κινηματογραφικό είδος ξετυλίγει ένα ανοιχτό τριαδικό διάλογο(φαινομενολογικό-περιγραφικό: μια συγκεκριμένη περιγραφή αυτού που είναι/Μίμησης/, ερμηνευτικό-επεξηγητικό: γιατί τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι/Ποίησης/και πρακτικό: κλονισμός του συστήματος και ανοίγματός του-αποκατάστασης της ερμηνείας/Πράξης/, η ενότητα της ζωής, πληρότητα του είναι). Επομένως διαμορφώνει μια φαινομενολογική κουλτούρα, την κουλτούρα των αισθήσεων σκοπώντας την περιγραφή της εμπειρίας. Δίχως υπερβατική ικανότητα για φαντασία δεν υπάρχει διανοητική δράση, ούτε γνώση (Καντ).
Επιπλέον, συνεισφέρει στην αναζήτηση και την ανακάλυψη ουσιωδών, αιτιωδών και εννοιακών εξηγητικών σχέσεων με σκοπό την δημιουργία πολυσύνθετων ερμηνευτικών μηχανισμών της κοινωνικής πραγματικότητας.
Επιπρόσθετα, προσφέρει τη δυνατότητα για πρακτική χρήση της θεωρητικής γνώσης και σ’ αυτό το σημείο γίνεται η πρόσληψη της ζωής της θεωρίας στην πράξη.
Αυτό το κινηματογραφικό είδος ανατρέπει το μύθο περί ευτυχισμένου τέλους του χολιγουντιανού δομολειτουργισμού, ο οποίος με την αντι-ιστορική του επαναληπτικότητα αποθεώνει και συγχρόνως δικαιώνει την υπαρκτικότητα του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος, ορθολογικά, ηθικά, νομικά, κοινωνικά, πολιτικά, παντοιοτρόπως απολογητικά.
Το ντοκιμαντέρ αποτελεί κι αυτό «μια τέχνη της καχυποψίας» και της «δυσπιστίας» προς όλα αυτά που μας καταδυναστεύουν, εξοβελίζοντας τη ζωή σ’ ένα εξωιστορικό χρόνο του μετά και στη σφαίρα του μεταφυσικού. Τούτη η «τέχνη της υποψίας» είναι η τέχνη της αλήθειας και της δυνατότητας, ο κόσμος να νοηθεί και να υπάρξει αλλιώς. Ενέχει δηλαδή μια δημιουργική, απελευθερωτική, χειραφαιτητική δύναμη.
Οι ταινίες τεκμηρίωσης είναι οι κραυγές της από-γνωσης και οι κραυγές της ελπίδας, είναι οι ενοποιητικές πολλαπλές κραυγές της ποιητικότητας της πραγματικότητας, οι αρνήσεις του θεάματος και της εικονικής πραγματικότητας-ως της πλαστικού χειρουργού του κόσμου μας, είναι η ανοιχτή συνδυαστική των κραυγών που μαρτυρούν το συλλογικό πρόταγμα ( κοντά στο Ντοστογιεφσκικό), ο κόσμος να διασώσει το ωραίο, το ωραίο να σώσει τον κόσμο, ο κόσμος να εννοήσει ξανά τον άνθρωπο με την ανθρωπινότητά του και την ουτοπία του ανθρώπου, που δεν είναι ουτοπία.
Τέλος, το ντοκιμαντέρ είναι ένα μεγάλο μάθημα κραυγής, που διακόπτει την κυρίαρχη «διαδικασία της σιωπής».
« “Να σιωπείς, τι μάθημα! Τι έννοια πιο άμεση της διάρκειας”, διαπίστωνε ο Πωλ Βάλερυ το 1938, λίγο πριν την τραγωδία των στρατοπέδων, τη σιωπή των αμνών…»
(Πωλ Βιριλιό).
α) «Είμαι ο πιο αδικημένος που γεννήθηκε στον κόσμο».
β) «Κανείς στον κόσμο δεν υπάρχει όσο εγώ».
γ) «Να συναισθάνθηκε την αδικία του να γεννηθεί» (Γιώργος Χειμωνάς).
Για μια στιγμή ας αρνηθούμε τον ειρμό όλης της Γλώσσας που μας συνδέει με τις πιο πάνω προτάσεις Λόγου και να ανοιχτούμε πέρα από αυτές, ολοκληρωτικός, στρεφόμενοι προς το αλλού, το άλλο, με όλο το βουλητικό μέρος της ψυχής μας, για να μετρήσουμε την ωφέλεια. Ας «αδράξουμε την ευκαιρία».
Αυτή, η ίδια η «στιγμή του συμβάντος» και η «λογική» του, μα κυρίως η ανοιχτή του πρόθεση – έστω κι αν υπερβαίνει τα όρια της υπερβολής τώρα που θα ειπωθεί – είναι ένα πρόταγμα ζωής, ανοιχτό προς το «υπέρτατο άνοιγμα» της ζωής, αποποιούμενο κάθε «μανία κατάκτησης», ένα προανάγγελμα ανοιχτό προς την αλήθεια της ζωής, για μια ζωή με ιδέα που να περιέχει την καθολική ιδέα της ζωής, αρνούμενη την ακρότητα της «ολότητας», μια υπενθύμιση στο είναι, καθόλου παραβολική, μέσα στο οποίο εγγράφονται και ξετυλίγονται στιγμές και δρόμοι, ποιήσεις και εντάσεις, πολλές ζωές και πολλοί θάνατοι – συνειδήσεις, που ομολογούν ότι η ζωή, δεν είναι ζωή, δίχως ιδέα. Χωρίς το εστιακό σημείο της «πολλαπλότητας», ανειλημμένο προβληματικά και ερωτηματικά με αφετηρία την συντριβή κατασκευών και ειδώλων, η ζωή δεν είναι ζωή, και μέσα σε τούτο το «γενικευμένο ναυάγιο» στο οποίο εκδηλώνεται ο «γενικευμένος χαμός», εναλλασσόμενος με κυρίαρχες εικόνες, θεάματα, πρότυπα, αρχέτυπα, σημεία, σύμβολα, μ’ ένα ιλιγγιώδες ολιστικό, συνολικό παιχνίδι και το οποίο αποδεικνύει θεολογικά εξωπραγματικά την ύπαρξη της ζωής, θεωρώ πως δεν προσφέρεται για λόγους θριαμβικούς.
«Ο 20ος αιώνας, αυτός ο ανελέητος αιώνας» (Αλμπέρ Καμύ) με τα «συμβάντα»-του και τη «λογική»-του, καρατόμησε την ουτοπία των ανθρώπων, εγκαθιστώντας με «ευσέβεια» στο πυρηνικό επίκεντρο, του κέντρου, του κόσμου-μας, την «βαρβαρότητα» και την ασχήμια, παρήγαγε με τρόπο ηθικό, τρομακτικό, θριαμβικό, ανυπόφορο, μυθολογικό, θεαματικό, ελεεινό, καταπιεστικό, όμορφα άσχημο και άμορφο, σύγχρονο, τεχνο-επιστημονικό, εικονικό και με ένα «μεγάλο» τελετουργικό «μάθημα σιωπής» και συνοχής, φόρμες, μορφές τέτοιας κατανόησης, ζωής και πράξης, που καθόρισαν εξολοκλήρου την ένταση και τον βαθμό-υπέρτατο, της σκληρότητας της βαρβαρότητας, της ματαίωσης, της κατάργησης, της καταστροφής καθετί ανθρώπινου και ελευθεριακού, καθετί φυσικού-αληθινού, ηθικού και έμορφου, κάθε εκδήλωση της ανθρωπινότητας, στο σύμπαν της εποχής του 21ου αιώνα και έτσι καθίσταται και ως βασικό δομικό στοιχείο της συνείδησης μας και «θεμέλιο/μη θεμέλιο»-του κόσμου μας, τούτη η «υγιεινή».
Το ό, τι συμβαίνει και συντελείται στον κόσμο μας, κλείνοντας μας, στις μορφές και τα περιεχόμενα του, στις μεταμορφώσεις του, δεν ξετυλίγεται σε απόσταση από εμάς και πέραν από εμάς, δηλ. ερήμην μας. Αντιθέτως, η γενικευμένη αλλοτρίωση, η ολιστική απομάγευση ως αρνητικότητες με την συνέπεια του κλεισίματος και του εγκλωβισμού σε μια παροντικότητα, δίχως πόρο και διέξοδο, παραπέμπουν σε μια διαλεκτική του βιώματός τους και συγχρόνως μας ρίχνουν σε ένα δρόμο, που με φιλικότητα θα πρέπει να βαδίσουμε αναλαμβάνοντάς τον, και δεν είναι άλλος από αυτόν-της συμμετοχής και της ανάληψης της ευθύνης για το μέλλον μας, όχι μόνο το δικό μας, μα κυρίως των παιδιών μας, των νέων μας, για μια ζωή με «μαγεία», με όνειρα. Είναι αδύνατο το νόημα της ζωής χωρίς την ουτοπία. Η αινιγματικότητα της έχει εγκλειστεί στον παραλογισμό της σημασίας της σκιάς της, στο μαύρο, στο αρνητικό της.
Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να είμαστε σε κατάσταση συνείδησης. Γιατί η συνείδηση προϋποθέτει τον άλλο. Ο άλλος σε αυτή την κατάσταση της πραγματικότητάς μας, υπάρχει ως θέαμα, σαν μια κατασκευή της κατασκευής, σαν οπτασία. Ως το τίποτα μιας σκιάς. Ζούμε μέσα στο παραλήρημα μιας έσχατης αναμονής, απουσία οράματος, απουσία ανθρώπου και ανθρωπινότητας. Ρημαγμένοι. Παρά τις πολλαπλές φωνές της πολύπλοκης εικονικότητάς μας, συγκροτούμε με διαφάνεια, διαύγεια, ειλικρίνεια και με τρόπο θριαμβικό, το ασυνείδητο της τραγωδίας μας, που είναι ο ορθολογισμός μιας ολικής κουλτούρας της σιωπής, και η οποία υλοποιεί το μέγα σχέδιο της ελεγχόμενής μας μιζέριας. Στη μεθόδευση της ανημποριάς και της κυριαρχίας της, το σκοτάδι και ο τρόμος του, παρουσιάζονται ως το φως, το φως αυτό φωταγωγεί όλες τις λεωφόρους της εξόντωσης του ανθρώπινου, εκποίησης του ανθρώπινου, εκθεμελίωση της ζωής, του ζωντανού.
Αν λοιπόν, επιθυμούμε να ζήσουμε την αλήθεια, ας ριχτούμε στη μοίρα μιας επιστροφής προς τον άνθρωπο, τούτο είναι: το amor fati. Αν αγαπάμε τη μοίρα μας ως άνθρωποι, ας ριχτούμε με τόλμη στη μοίρα μας ως άνθρωποι, κάνοντας τον άνθρωπο να εμφανιστεί ως μοίρα- και όχι ως άμοιρα μοιραίο.
Το διαλεκτικό παιχνίδι ανάμεσα στην αυτονομία του υποκειμένου και την αυτονομία της κοινωνίας υπακούει σε μια ηθική της γνώσης (που εμπεριέχει το «συνειδέναι») παρά σε μια πολιτική. Υπακούει σε μια ηθική επιλογή που ανατρέπει την κυριαρχούσα πολιτική της ανελευθερίας και του σχεδίου της, για εδραίωση ενός ψευδοπλουραλισμού ατομικοτήτων, που καυχιέται πως ισότιμα και ελεύθερα, επιτρέπει να δείχνουν, όλοι ανεξαιρέτως, τις δυνατότητές τους. Εξεγείρομαι, άρα υπάρχει δυνατότητα να εμφανιστώ, όχι εγώ, εμείς ως άλλοι, ως συλλογικότητα αυτόνομων υποκειμενικοτήτων. Επομένως το πρότζεκτ του ατομικισμού, ως ελεύθερη εκδήλωση των δυνατοτήτων της κάθε ατομικότητας, αποτελεί αυτοαναίρεση της ίδιας της προσωπικότητας, γιατί αγνοεί τον άλλο, τους άλλους, το «εγώ είναι ένας άλλος»(Ρεμπώ).
Δεν είναι ούτε θέμα πείσματος, ούτε σολιψισμού (εγωμονισμού) ή υποκειμενικού ιδεαλισμού η επι-μονή σε μια δημιουργία μορφών συλλογικότητας στο αρνητικό του κοινωνικού χωρο-χρόνου.
Δεν παίζω κανένα παιχνίδι προπαγάνδας. Την απεχθάνομαι γιατί είναι αξιολογικά ουδέτερη και εξαναγκάζει προς μια πραξεολογία, δίχως να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα όλων αυτών προς τους οποίους απευθύνεται. Απευθύνεται προς αυτούς ως αντικείμενα.
Δεν έχω καμιά επιδίωξη να σας πείσω, έστω και αν η πειθώ λογαριάζει ως ένα βαθμό και τα συμφέροντα των άλλων. Εκφράζω μιαν έκρηξη με θλίψη « κι αν» σας μιλώ «με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί» τ’ ακούτε «γλυκότερα» ( Γ. Σεφέρης).
* Αναπληρωτής Καθηγητής Δρ Σωτήρης Θεοχαρίδης, Κοσμήτορας Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστημίου Frederick Κύπρου
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Μακεδονικό ζήτημα: To Όνομά μας είναι η Ψυχή μας;
Ο κινητήρας της παγκοσμιοποίησης «ρετάρει»!