Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου
Στις 22 Μαρτίου θα πραγματοποιηθεί τελικά στη Βουλή η συζήτηση για την κατάσταση στη Δικαιοσύνη, με αφορμή μια αναφορά εισαγγελικού λειτουργού σε βάρος του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης για παρέμβαση στο έργο του. Έχουν γίνει και στο παρελθόν παρόμοιες συζητήσεις, που συνήθως αναλώνονται σε ανταλλαγή κατηγοριών και προσπάθεια δημιουργίας πολιτικών εντυπώσεων.
Το κρίσιμο όμως ερώτημα δεν είναι αν σε μια μεμονωμένη περίπτωση υπήρχε ή όχι υπουργική παρέμβαση – παρά την αυτονόητη απαξία κάθε τέτοιας πράξης – αλλά αν το νομοθετικό μας πλαίσιο προσφέρει τη δυνατότητα να είναι αποτελεσματικές τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Αν αυτό συμβαίνει, τότε πάντοτε θα υπάρχουν υπουργοί και πρωθυπουργοί που θα επιχειρούν να επηρεάσουν τη Δικαιοσύνη και πάντα ενδέχεται να υπάρχουν δικαστικοί λειτουργοί έτοιμοι να «ενδώσουν».
Στο ελληνικό δίκαιο η δικαστική ανεξαρτησία κατοχυρώνεται βέβαια στο άρθρο 87 Συντ., που ορίζει ότι οι δικαστές απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας και υπόκεινται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους. Γίνεται επίσης δεκτό ότι διασφαλίζεται με τα άρθρα 88 – 92 Συντ., που θεσμοθετούν την ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών και εξαρτούν την υπηρεσιακή τους εξέλιξη και την άσκηση των πειθαρχικών ελέγχων σε βάρος τους από αποφάσεις οργάνων της δικαιοσύνης και όχι της εκτελεστικής εξουσίας.
Το ίδιο όμως το Σύνταγμα σχετικοποιεί τελικά – και μάλιστα με αποφασιστικό τρόπο – την ανεξαρτησία αυτή, όταν αναθέτει την ανάδειξη της ηγεσίας της Δικαιοσύνης στο Υπουργικό Συμβούλιο, θεσμοθετώντας έτσι την πολιτική εξάρτηση, όχι μόνο εκείνων που καταλαμβάνουν τις ανώτερες θέσεις στο χώρο της Δικαιοσύνης ή όσων ελπίζουν να τις καταλάβουν στο μέλλον, αλλά και του συνόλου των δικαστικών λειτουργών, των οποίων οι προαγωγές, μεταθέσεις ή πειθαρχικές διώξεις μπορεί να επηρεάζονται από τα συγκεκριμένα πρόσωπα.
Η ρύθμιση αυτή έμεινε αναλλοίωτη τόσο στη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 όσο και σε αυτή του 2001, παρά το γεγονός ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 το σύνολο σχεδόν της νομικής επιστήμης, αλλά και μεγάλο μέρος των κομμάτων της αντιπολίτευσης – όσο ήταν στην αντιπολίτευση – ζητούσε την τροποποίησή της.
Η διατήρησή της δε σημαίνει, ασφαλώς, ότι οι δικαστικοί μας λειτουργοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν ασκούν το λειτούργημά τους με αναφορά μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους. Σημαίνει όμως ότι η εκτελεστική εξουσία μπορεί βάσιμα να ελπίζει ότι έχει τη δύναμη να κρατά σε ομηρία τη Δικαιοσύνη και ότι οι αθέμιτες παρεμβάσεις της μπορεί κάποτε να είναι αποτελεσματικές. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η «έμφυτη», όπως την περιέγραφε ο Μοντεσκιέ, τάση των φορέων της εξουσίας στην καταχρηστική άσκησή της και κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της.
Με το ν. 3841/2010 επιχειρήθηκε, βέβαια, μια σημαντική θεσμική αλλαγή, στο πλαίσιο της ισχύουσας συνταγματικής ρύθμισης. Ενώ, δηλαδή, επί 35 χρόνια, ο ορισμός της ηγεσίας της Δικαιοσύνης γινόταν αποκλειστικά από το Υπουργικό Συμβούλιο, από το 2010 έχει εμπλακεί στη διαδικασία αυτή και η Βουλή, με τη Διάσκεψη των Προέδρων, προτείνοντας, με αυξημένη πλειοψηφία, έναν αριθμό τριών πιθανών υποψηφίων για τις αντίστοιχες θέσεις. Η σχετική ρύθμιση απέβλεπε στο να προσδώσει έναν πιο δημοκρατικό και διαφανή χαρακτήρα στην ανάδειξη της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και στηρίχθηκε στο ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο ρητά προβλέπει το Υπουργικό Συμβούλιο επιλέγει την ηγεσία μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, «όπως νόμος ορίζει».
Μολονότι η διάταξη αυτή δεν μπόρεσε τελικά να πετύχει τις επιθυμητές συναινέσεις στη Διάσκεψη των Προέδρων – αφού η άγονη κομματική αντιπαράθεση παραμένει συστημικό στοιχείο της πολιτικής μας ζωής – δημιούργησε, ωστόσο, ένα θεμελιώδες «κεκτημένο», καθώς μάλιστα εφαρμόστηκε από διαφορετικές κυβερνήσεις τα πέντε τελευταία χρόνια: ότι μπορεί, δηλαδή, πέραν του Υπουργικού Συμβουλίου, να συμμετέχει στη σχετική διαδικασία, με συμβουλευτικό ρόλο, και ένα άλλο συλλογικό όργανο.
Οικοδομώντας πάνω σε αυτό το «κεκτημένο» – και μέχρι να καταστεί εφικτή η αναθεώρηση του Συντάγματος – τίποτε δεν αποκλείει την αντικατάσταση της Διάσκεψης των Προέδρων από ένα ευρύ συμβουλευτικό σώμα, τα μέλη του οποίου θα αναδεικνύονται κάθε χρόνο με κλήρωση μεταξύ ανώτατων δικαστικών λειτουργών, μελών ανεξάρτητων αρχών, καθηγητών νομικών σχολών, δικηγόρων κ.ά.
Ο σχετικός νόμος πρέπει ασφαλώς να προβλέπει σειρά ουσιαστικών, τεχνικών και οργανωτικών προϋποθέσεων σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του συγκεκριμένου σώματος, που θα μειώνουν τις πιθανότητες εμφάνισης και σε αυτό κομματικών ή άλλων σκοπιμοτήτων.
Ένα τέτοιο συλλογικό όργανο, απαλλαγμένο από τρέχουσες πολιτικές και κομματικές αντιπαραθέσεις, θα μπορεί να προτείνει, με ειδική αιτιολογία, στο Υπουργικό Συμβούλιο τα πλέον ικανά για την ηγεσία της Δικαιοσύνης πρόσωπα, αξιοποιώντας αμιγώς αντικειμενικά κριτήρια επιστημονικής επάρκειας, ακεραιότητας και ευθυκρισίας.
Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία θα ήταν ένα πολύ ουσιαστικό βήμα προκειμένου να θωρακιστεί θεσμικά η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντί της.
* Η Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου είναι καθηγήτρια ποινικού δικαίου στο ΑΠΘ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
Ο εξευτελισμός του κράτους δικαίου με τους φοροφυγάδες, του…
Αντ.Καρπετόπουλος: Συναρπαστικά σουρεαλιστικό το ελληνικό…