Posted by sarant στο 27 Μαρτίου, 2016
Προχτές είχαμε την εθνική εορτή, και τις προηγούμενες μέρες το ιστολόγιο κινήθηκε αρκετά στο κλίμα του 1821 με αξιόλογα άρθρα που πυροδότησαν γόνιμες συζητήσεις. Σήμερα Κυριακή, που συνηθίζουμε να βάζουμε λογοτεχνική ύλη, σκέφτηκα να μείνουμε στην ίδια εποχή και να παρουσιάσουμε έναν λόγιο που έζησε εκείνα τα χρόνια στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, δεν είχε όμως συμμετοχή στην εξέγερση και έζησε έξω από την Ελλάδα αφού μία μόνο φορά επισκέφτηκε το νεοελληνικό κράτος.
Πρόκειται για τον Αθανάσιο Χριστόπουλο (1772-1847), που γεννήθηκε στην Καστοριά αλλά από μικρός έζησε στο Βουκουρέστι. Ο Χριστόπουλος σπούδασε στη Βουδαπέστη, απέκτησε πλατιά μόρφωση σε ποικίλους τομείς και με αυτά τα εφόδια προσκολλήθηκε στον ηγεμόνα Αλέξανδρο Μουρούζη, στο Ιάσι και στην Πόλη, διετέλεσε οικοδιδάσκαλος των παιδιών του, ενώ αργότερα είχε καθήκοντα δικαστικού και του απονεμήθηκε και ο τίτλος του καμινάρη. Μετά τη θανάτωση του Μουρούζη ακολούθησε τον ηγεμόνα Ιωάννη Καρατζά, και από το 1818 έζησε στο Σιμπίνι (σημερινό Σιμπίου) της Τρανσιλβανίας, όπου υπήρχε αξιόλογη ελληνική παροικία. Επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1836 αλλά μάλλον απογοητεύτηκε που τον είχαν ξεχάσει κι έτσι ύστερα από λίγους μήνες επέστρεψε στο Σιμπίνι.
Ο Χριστόπουλος ασχολήθηκε με πολλά και ποικίλα: έχει γράψει συγγράμματα πολιτειολογικά και έχει καταρτίσει νομικούς κώδικες, ασχολήθηκε με τη φυσική και τη χημεία, αλλά και με τη νεοελληνική γλώσσα -μάλιστα, η θεωρία του ότι η νέα ελληνική προέρχεται από την «αιολοδωρική» διάλεκτο, αν και αβάσιμη, επηρέασε πολλούς τον 19ο αιώνα. Τα «Πολιτικά σοφίσματά» του μοιάζουν μακιαβελικά και επικρίθηκαν ως ανελεύθερα. Ωστόσο, θα μείνει στην ιστορία για τα ποιήματά του, που του χάρισαν τον τίτλο «ο νέος Ανακρέων», μια και θεωρήθηκε (όπως και άλλοι Ευρωπαίοι ποιητές της εποχής του) συνεχιστής του αρχαίου λυρικού ποιητή Ανακρέοντα που έγραψε συμποτικά ποιήματα.
Το 1811 εξέδωσε στη Βιέννη τα «Λυρικά» του, μια συλλογή ποιημάτων που διαβάστηκε πάρα πολύ, έκανε αλλεπάλληλες εκδόσεις, μεταφράστηκε στα γαλλικά και στα γερμανικά. Ποιήματα ερωτικά και βακχικά, του κρασιού και της αγάπης, ανέφελα και απροβλημάτιστα, αφρός χωρίς βάθος -έτσι ήταν άλλωστε το πνεύμα της εποχής. Κάποια από αυτά μελοποιήθηκαν και τραγουδιόνταν, κάποια θεωρήθηκαν και δημοτικά. Πιθανόν να επηρέασε τον Σολωμό -είναι πάντως ο πρώτος αξιόλογος νεοέλληνας ποιητής. Αρκετά από τα ποιήματά του υπάρχουν στο Διαδίκτυο, και συγκεντρωμένα και σκόρπια, εδώ διαλέγω μερικά σαν δείγμα γραφής. Άντλησα υλικό από το τομίδιο «Λυρικά» της Νέας Ελληνικής Βιβλιοθήκης (εκδ. Εστία) σε επιμέλεια της Ελένης Τσαντσάνογλου.
ΠΟΘΟΣ
Ας γένομουν καθρέφτης,
να βλέπεσαι σ’ εμένα,
κι εγώ να βλέπω πάντα
το κάλλος σου κι εσένα.
Ας γένομουν χτενάκι,
σιγά – σιγά ν’ αρχίζω
να σχίζω τα μαλλιά σου,
να σ’ τα συχνοχτενίζω.
Ας ήμουν αεράκης,
και όλος να κινήσω,
στα στήθη σου να πέσω,
να σε τα αερίσω.
Ας ήμουν, τέλος, ύπνος,
να έρχομαι τὸ βράδι,
να κλείνω τα γλυκά σου
ματάκια στὸ σκοτάδι.
Mίμηση του ανακρεόντειου (ἐγὼ δ΄ ἔσοπτρον εἴην, ὅπως ἀεὶ βλέπηις με· ἐγὼ χιτὼν γενοίμην, ὅπως ἀεὶ φορῆις με). Τραγουδήθηκε πολύ, σαν δημοτικό.
ΦΛΟΥΕΡΑ
Φιλέρημη φλουέρα,
νά τούτον τον αέρα
κι αρχίνα να φυσάς.
Kι αν ίσως και σε καίγει,
είν’ στεναγμός μου, λέγει,
και μη με τον μισάς.
Oδήγησ’ τον να φθάσει
προς τούτ’ αυτού τα δάση,
στο στόμα της Hχώς.
Kι απ’ την Hχώ ν’ αρχίσει
εκεί να καταντήσει,
που ξεύρει μοναχός.
Eιπέ τον να προσέχει
στους βράχους, όπου τρέχει,
να μην εμποδισθή,
μόν’ ίσια να περάσει,
ατάραχα να φθάσει,
να κράξει, ν’ ακουσθεί.
Εμείς λέμε «φλογέρα», που είναι δάνειο από τ’ αλβανικά. Ο Χριστόπουλος, που ζούσε στη Βλαχία, χρησιμοποιεί τον τύπο που είναι πιο κοντινός στη ρουμάνικη λέξη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Να μη φθάσω, να μη ζήσω
αν μια μέρα δεν φιλήσω!
Κι αν πεθάνω, ν’ αποθάνω
στα φιλάκια μου επάνω.
Αφροδίτη οπου λείπει,
η ζωή’ναι πάντα λύπη·
κι όπου δεν γελάει ο Έρως,
εκεί πάντα κλαίει το μέρος.
Αφροδίτη κι Έρωτά μου,
εσείς είσθε τα καλά μου.
Μετ’ εσάς μαζί θα ζήσω,
και μ’ εσάς θα ξεψυχήσω.
Κι αν σ’ αυτό το ποίημα ο Χριστόπουλος δίνει όρκο στον έρωτα, χρησιμοποίησε την ίδια ακριβώς φόρμα για να ορκιστεί και στο κρασί. Κι έτσι μπαίνουμε στα βακχικά του ποιήματα
ΚΑΤΑΡΑ
Να μη φθάσω, να μη ζήσω,
αν μια μέρα δεν μεθύσω!
Κι αν πεθάνω, να πεθάνω
στο ποτήρι μου απάνω.
Την αμέθυστη ζωή μου
να την έχουν οι εχθροί μου.
Μόν’ εκείνοι όσο ζήσουν
να μη φθάσουν να μεθύσουν.
‘Οπ’ ο Βάκχος δεν σφυρίζει
κι η ποτήρα δεν γυρίζει,
η ζωή ‘ν’ τη αληθεία
αιωνία τυραννία.
Δείγμα της φήμης του Χριστόπουλου είναι ότι είχε και ποιητικόν αντίπαλο. Ο κοζανίτης γιατρός και ποιητής Γ. Σακελλάριος, σε συλλογή που κυκλοφόρησε το 1817 («Ποιημάτια») παρωδεί τα βακχικά του Χριστόπουλου. Δίνω ολόκληρο το «αντιβακχικό» του:
Να μη ζήσω, να μη φθάσω,
αν μεθύσω και ξεράσω,
Κι αν πεθάνω, να πεθάνω
στο βιβλίον μου επάνω.
Την ασπούδαστη ζωή μου
να την έχουν οι εχθροί μου.
Μόν’ εκείνοι όσον ζήσουν
απ’ την μέθην να μη γλύσουν.
‘Οπ’ ο βρόμιος σφυρίζει
κι η ποτήρα τριγυρίζει,
η ζωή ειν’ εν αληθεία
αιωνία τυραννία.
Προτιμώ το αυθεντικό από την παρωδία. Το πιο γνωστό βακχικό του Χριστόπουλου είναι η Βαρελοθήκη:
ΒΑΡΕΛΟΘΗΚΗ
‘Eξω, έξω τα βιβλία.
Στη φωτιά η φλυαρία.
Λέξες, λόγοι, όλα κάτω.
τι του κάκου τα φυλάττω;
Τον Απόλλωνά τους ρίξε
και τες Μούσες όλες πνίξε.
Την πικρή τους δάφνη καύσε
κι απ’ τους κόπους πλέον παύσε.
Βάλε Βάκχον και Μαινάδες
και βαρέλια μυριάδες,
να γενεί βαρελοθήκη
η χρυσή βιβλιοθήκη.
Ο κισσός ας πρασινίσει
και το κλήμα ας ανθίσει,
να γλυκάνει το σταφύλι
τα πικρά μου τούτα χείλη.
Μη με λέγεις καλαμάρι,
μόν’ κανάτα, μόν’ πιθάρι.
Μη καντήλι. μόν’ κροντήρι
και γαβάθα και ποτήρι.
Θέλω, θέλω να καθίσω,
να χαρώ να ευθυμήσω
με τον Βάκχον μου τον φίλον
στης βαρέλας μου τον τύλον.
Κι άλλο ένα, η Μακαριότητα:
ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ
Όταν πίνω το κρασάκι
στο χρυσό μου ποτηράκι
και ο νους μου ζαλισθεί,
τότ’ αρχίζω και χορεύω
και γελώ και χωρατεύω,
κι η ζωή μ’ ευχαριστεί.
Τότε παύουν οι φροντίδες,
τότε σβήνουν οι ελπίδες,
τότε φεύγουν οι καπνοί.
Κι η καρδιά μου γαληνίζει
και το στήθος μου αρχίζει
ν’ ανασαίνει, ν’ αναπνεί.
Για τον κόσμον δεν με μέλει.
ας γυρίζει όπως θέλει.
το κρασάκι μου να ζει!
Η κανάτα να μη στύψει,
απ’ το πλάγι να μη λείψει,
ν’ απεθάνομε μαζί!
Ο Σακελλάριος το παρώδησε κι αυτό: Όταν πίνεις το κρασάκι στο χρυσο σου ποτηράκι και χαθείς και ζαλισθείς, τότε πλέον δεν χορεύεις, δεν γελάς δεν χωρατεύεις, πέφτεις εις την γην ευθύς… κτλ.
Τα ποιήματα του Χριστόπουλου είναι, είπαμε, συμποτικά. Οι συμπότες της εποχής όχι μόνο πίνανε μαζί, γύρω στο ίδιο τραπέζι, αλλά συχνά και από το ίδιο δοχείο: η πλόσκα (λέξη ομόρριζη με τη φλάσκα και το φλασκί) πήγαινε από χέρι σε χέρι, κι ο καθένας έπινε με τη σειρά του, προσέχοντας βέβαια να μην αγγίξει το στόμιό της με τα χείλια -και γι’ αυτό ο ήχος ήταν γλουγλουκιστός, ή «κλουκλούκλου-φισισί» όπως τον περιγράφει ο Χριστόπουλος, που βρίσκει τη μελωδία αυτή ανώτερη από κάθε άλλην.
ΜΕΛΩΔΙΑ
Απ’ την πλόσκα φέρτε φίλοι,
να ρουφήσω μὲ τὰ χείλη
απ’ την πλόσκα το κρασί˙
για ν’ ἀκούσω ν’ αρχινίσει,
σαν αηδόνι να λαλήσει
το κλουκλούκλου – φισισί.
Ο κλουκλοὺ της πλόσκας κρότος
είναι, λέγουν, ήχος πρώτος,
οι τεχνίτες μουσικοί˙
και το φισισί της τ’ άλλο
είν’ το ίσο το μεγάλο,
οπού ψάλλ’ η ψαλτική!
Του Αμφίωνα τὰ μέλη
κι οι ψαλμοὶ του Κουκουζέλη
στου κλουκλούκλου τη φωνή,
όλα, όλ’ ας σιωπήσουν,
και ποσώς ας μη λαλήσουν,
ότ’ είν’ δίχως ηδονή.
Και αυτὴ η καλομοίρα
του Απόλλωνα η λύρα,
που στον Όλυμπο λαλεί,
ας τζακίσει τὸ δοξάρι
μπρος στου φισισὶ τὴ χάρη
και ας μη παραλαλεί.
Ο Αμφίωνας, όπως εξηγεί ο ποιητής, ήταν μυθικός λυριστής, ενώ ο Κουκουζέλης ψάλτης στη Λαύρα του Αγιονόρους.
Ο Χριστόπουλος είχε συγγράψει και μελέτη «Περί κενού», στην οποία διαφωνούσε με άλλο σχετικό μελέτημα του φίλου του Στέφανου Δούγκα, που ήταν φυσικός (πέθανε περί το 1830). Επειδή η μελέτη χάθηκε, δεν ξέρουμε αν ο Χριστόπουλος έμενε στην ατομική θεωρία του Δημόκριτου ή αν είχε παρακολουθήσει και τα πρώτα βήματα της νεότερης επιστήμης. Εδώ πάντως γράφει συμποσιακό ποίημα όπου παρεμβάλλει και τη θεωρία περί κενού!
ΓΕΜΑΤΟ
Φίλε Στέφανε, να ζήσεις
που διδάχνεις ότ’ η Φύσις
δεν το θέλει το κενό,
μα τη μόνη μας φιλία,
(η αλήθεια είναι μία)
με τ’ εσένα συμφωνώ.
Να μην είν’ κενὸ στὴν Φύσιν,
να μ’ είν’ άδειο εἰς τὴν Κτίσιν,
να μη τύχει πουθενά.
Οι βαρέλες να ‘ν’ γεμάτες,
να γεμίζουν τες κανάτες
με κρασὶ παντοτινά!
Να ‘ν’ γεμάτα τα κροντήρια,
οι γαβάθες, τα ποτήρια,
τα λαΐνια, τα σταμνιά,
τα ανώγια, τα κατώγια,
τα βαθύτατα χαμώγια,
και η κόχ’ η κάθε μια!
Και κλείνω το σύντομο αυτό αφιέρωμα με ένα ποίημα – μαθηματικό πρόβλημα, σαν κι αυτά που μας βάζει ο φίλος ο Νεοκίντ, αν και πολύ πιο εύκολο να λυθεί. Ποιες διαστάσεις έχει η ποτήρα;
ΠΟΤΗΡΑ
Στέφανέ μου γεωμέτρα,
που γνωρίζεις από μέτρα,
ένα πρόβλημα, να ζήσεις
σε προβάλλω να με λύσεις:
Τούτ’ η μαύρη μας ποτήρα,
οπού τώρα φέρνει γύρα
είναι τόρνευμ’ απὸ κλήμα
σκαλιστὸ εις κύβου σχήμα.
Αν γεμίσει ώς τα χείλη,
καθώς λέγουν τούτ’ οι φίλοι
παίρνει μέσα της τα ίσια
μια οκά μας καπελίσια.
Έλα τώρα, αν ηξεύρεις,
αναλόγησε να μ’ εύρεις
πόση είναι, δίχως λάθος,
κατά πλάτος, μάκρος, βάθος!
Βέβαια, για να βρούμε τις διαστάσεις (τη διάσταση μάλλον, αφού είναι κυβική) της ποτήρας πρέπει να ξέρουμε το ειδικό βάρος του κρασιού και να κάνουμε παραδοχή για το πάχος των τοιχωμάτων της.
Να θυμίσουμε, τέλος, ένα άλλο ποίημα που αναφέρεται στο ποτό, του Λέσινγκ, που το είχαμε συζητήσει, κι αυτό και τη μετάφρασή του από τον Κ. Καρθαίο, παλιότερα στο ιστολόγιο.
Σχετικά