Γιάννης Σακκάς *
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανάδυση του εξτρεμιστικού Ισλάμ στη Μέση Ανατολή. Η χώρα καταστράφηκε, ισοπεδώθηκε και διαμελίστηκε. Το 2004 ο Οσάμα μπιν Λάντεν παρακίνησε τον ακραίο Ιορδανό Αλ Ζαρκάουι να δημιουργήσει παράρτημα της οργάνωσης στο Ιράκ.
Μετά τον θάνατο του Αλ Ζαρκάουι η οργάνωσή του μετονομάστηκε σε «Ισλαμικό κράτος του Ιράκ». Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία έδωσε την ευκαιρία να επεκταθεί, για να μετονομαστεί σε «Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Συρίας».
Τον Ιούνιο του 2014 ισλαμιστές κατέλαβαν τη Μοσούλη. Στη συνέχεια οι ισλαμιστές κινήθηκαν νότια και απλώθηκαν σε μια έκταση ίση με την έκταση του Ηνωμένου Βασιλείου, ανακήρυξαν το «Ισλαμικό κράτος» και δήλωσαν πίστη στον αρχηγό τους Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, ο οποίος έσπευσε να ανακοινώσει την επανίδρυση και θεμελίωση του ισλαμικού χαλιφάτου, δηλαδή του βασιλείου του Θεού στη γη.
Οι ραγδαίες επιτυχίες των ισλαμιστών και η ένταση των βίαιων ενεργειών τους προκάλεσαν μεγάλη έκπληξη στη Δύση. Η βιαιότητα εκφράστηκε με μαζικές εκτελέσεις που βιντεοσκοπούνταν, με υποδούλωση γυναικών και παιδιών που ανήκουν στη μη μουσουλμανική κοινότητα των Γιαζίντι, με αποκεφαλισμούς ομήρων και με καταστροφές αρχαίων μνημείων.
Τι είναι τελικά το «Ισλαμικό κράτος» και πού οφείλεται η πρωτοφανής βιαιότητά του; Η επαναστατική τρομοκρατία είναι φαινόμενο διαχρονικό. Τα αίτιά της είναι είτε πολιτικά (αντίσταση κατά του εχθρού, αγώνας για την ανεξαρτησία, εφαρμογή ουτοπικών-επαναστατικών ιδεών) είτε θρησκευτικά (με βάση αποκαλυπτικές αφηγήσεις εμπνευσμένων προφητών). Η ρητορική των τζιχαντιστών είναι η πιο πρόσφατη έκφραση μιας μακράς παράδοσης απόλυτου ισλαμικού εξτρεμισμού.
Βασικές συνιστώσες της είναι η προσμονή της ημέρας της Κρίσης και του τέλους του κόσμου, καθώς και η μανιχαϊκή αντίληψη, σύμφωνα με την οποία διεξάγεται ένας παγκόσμιος αγώνας ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, τους μουσουλμάνους και τους άπιστους, τους στρατευμένους ισλαμιστές και τη συμμαχία των σιωνιστών.
Αυτή η παράδοση εκτεινόμενη προς το παρελθόν περνά από την Αλ Κάιντα και τους θεωρητικούς του τζιχάντ τον 20ού αιώνα (ξεχωρίζουν ο Σάγιεντ Κουτμπ της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο και ο Αμπντάλα Αζάμ στην Παλαιστίνη), επηρεάζεται από το υπερσυντηρητικό κίνημα του ουαχαμπισμού στη Σαουδική Αραβία τον 18ο αιώνα και καταλήγει στις ρίζες της σουνιτικής θεολογικής σκέψης, ακόμα και στο ίδιο το Κοράνιο.
Σ’ αυτό υπάρχουν φράσεις που με αρκετά σαφή τρόπο νομιμοποιούν την ακραία συμπεριφορά: «να πολεμάτε για την πίστη σας» (2.244)· «είτε εκστρατεύετε με ελαφρύ είτε με βαρύ οπλισμό, να πολεμάτε για την πίστη σας θυσιάζοντας την περιουσία σας και τους ίδιους τους εαυτούς σας» (9.41).
Το πιο χαρακτηριστικό εδάφιο είναι το ακόλουθο: «θα σας καλέσουμε να πολεμήσετε εναντίον ισχυρών εθνών, τα οποία θα τα πολεμήσουμε μέχρι να ασπαστούν τον ισλαμισμό. Αν υπακούετε, ο Θεός θα σας ανταμείψει εξαιρετικά, αν όμως βρείτε προφάσεις, όπως και άλλοτε, θα τιμωρηθείτε σκληρά» (48, 16). Βέβαια οι μαχητές του «Ισλαμικού κράτους» ερμηνεύουν μονοδιάστατα το Κοράνιο, μετατρέποντας επιλεγμένα εδάφιά του σε ένα βίαιο ιδεολόγημα με απόλυτες και αποκαλυπτικές αρχές.
Το «Ισλαμικό κράτος» διαφοροποιείται στην τακτική και τη στρατηγική του ακόμα και από την Αλ Κάιντα, από την οποία προήλθε. Ενώ η Αλ Κάιντα επιδίωκε θεαματικές επιθέσεις εναντίον δυτικών, αμερικανικών κυρίως, στόχων και σπάνια κατέφευγε σε βίαιες ενέργειες έναντι των ομόθρησκων, οι εξτρεμιστές του «Ισλαμικού κράτους» επιθυμούν διακαώς να αποκτήσουν εδαφική και πολιτική κυριαρχία και δεν διστάζουν να επιτίθενται στους σιίτες, τους οποίους θεωρούν καφίρ, δηλαδή άπιστους.
Επιπλέον το «Ισλαμικό κράτος» παρουσιάζει μια άλλη ιδιαιτερότητα στη δράση του: χρησιμοποιεί εκτεταμένα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλες προηγμένες τεχνικές για την προπαγάνδα του. Υπάρχουν χιλιάδες οπαδοί του στο διαδίκτυο που λειτουργούν στρατευμένα.
Μόλις δέχονται ένα μήνυμα από την οργάνωση, το προωθούν μέσω του facebook και του twitter σε χιλιάδες χρήστες του διαδικτύου, δημιουργώντας μια καταιγίδα μηνυμάτων. Δεν είναι τυχαίο που χιλιάδες πολίτες από τη Δύση, επηρεασμένοι από τη δράση αλλά και τα μηνύματα των τζιχαντιστών, πολεμούν στο πλευρό τους εκμεταλλευόμενοι και την ευκολία μετάβασης στη Μέση Ανατολή μέσω της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αν η Δύση επιθυμεί να αναχαιτίσει και τελικά να συντρίψει το «Ισλαμικό κράτος», πρέπει να κατανοήσει τον πραγματικό χαρακτήρα του και τι ακριβώς το διαφοροποιεί από παλαιότερα ισλαμικά κινήματα. Το «Ισλαμικό κράτος» δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των ξένων επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή ούτε απλά ένα φαινόμενο παραβατικής συμπεριφοράς. Οι ρίζες του απλώνονται βαθιά στην ισλαμική παράδοση.
Οι θρησκείες δεν ερμηνεύονται και δεν βιώνονται αποκλειστικά μέσα από τα Ιερά Βιβλία. Μεγαλύτερη σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο οι πιστοί επιλέγουν να τα ερμηνεύσουν, να τα υπερασπιστούν, να τα εκμεταλλευτούν ή να τα παραβιάσουν. Με λίγα λόγια, η Δύση πρέπει να εντάξει το «Ισλαμικό κράτος» στο ιστορικό και το πολιτιστικό του πλαίσιο για να απομυθοποιηθεί πρώτα και κύρια στον ίδιο τον μουσουλμανικό κόσμο ως μια ακραία έκφραση και ως παρερμηνεία της ιερής του παράδοσης.
Ο δυτικός κόσμος δεν κινδυνεύει από τους ακραίους του Ισλάμ. Οπως συνέτριψε τον φασισμό και τον κομμουνισμό τον περασμένο αιώνα, έτσι θα αντιμετωπίσει με επιτυχία και τον θρησκευτικό-πολιτικό φανατισμό των τζιχαντιστών.
Αυτό θα γίνει με τον τερματισμό των αποικιοκρατικών πρακτικών του στη Μέση Ανατολή και κυρίως με την αποφασιστικότητά του να προασπίσει τις στέρεες αρχές που πρεσβεύει –ελευθερία, δημοκρατία, σεβασμός της προσωπικότητας, ισότητα και δικαιοσύνη–, αρχές πανανθρώπινες, οικουμενικές.
* καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου