Πριν δέκα μέρες χτύπησε την πόρτα στο διαμέρισμα της διπλανής. Φοβισμένη. “Λείπει η πράσινη ρόμπα από την κρεμάστρα, κάποιος μπήκε στο σπίτι και μου την πήρε’’. Η γειτόνισσα προθυμοποιήθηκε να πάνε μαζί, να κοιτάξουν, χάρηκε, “ναι, να πάμε αλλά θα καθίσεις μαζί μου γιατί σκοτείνιασε και φοβάμαι’’. Πήγε, κάθισε πάνω από μισή ώρα, ‘‘πρέπει να γυρίσω σπίτι τώρα” είπε η γειτόνισσα, ‘‘άφησα τα εγγόνια μόνα τους, να ετοιμάσω κάτι να φάνε”. Την άφησε να φύγει με χίλια ζόρια, κι ας ήταν εκεί η πράσινη ρόμπα κι ας μάλλιασε το στόμα της να λέει ότι κανείς δεν μπήκε στο σπίτι για να την πάρει, ‘‘μα τι να την κάνει μια ρόμπα;”, ‘‘ξέρει αυτός”.
Τα νέα κυκλοφόρησαν την επόμενη μέρα το πρωί. Οικοδομή επαρχίας, χειρότερα κι από μικρό χωριό, όλα μαθαίνονται.
Την περασμένη βδομάδα έλειπε το καλό της το παλτό απ’ τη ντουλάπα. ‘Κάποιος μπήκε και το πήρε’. Δεν βρήκε τη γειτόνισσα, αυτή τη φορά ήταν η σειρά μου να πάω ως το σπίτι της και να ψάξω -με τις ευλογίες της- τα πράγματά της και ν’ ακούσω ‘‘να καθίσεις και λίγο μαζί μου γιατί σκοτείνιασε και φοβάμαι”. ‘‘Εδώ είναι το μαύρο το παλτό, εκτός κι αν έχετε κι άλλο”. Έδειξε έκπληκτη. “Μπα! Θα το ξανάφερε πίσω φαίνεται”, ‘‘ναι, όπως και την ρόμπα” απάντησα, ο εξυπνάκιας.
“Πού το ξέρεις για τη ρόμπα; Δεν είπα σε σένα για τη ρόμπα” άστραψαν τρομαγμένα τα μάτια της.
Της είπα πως το ’μαθα από την διπλανή μας, “πότε είπα εγώ σε κείνην ότι μου λείπει η ρόμπα; έχω να την δω μήνες, σάμπως βγαίνω από το σπίτι;’’. Άσχημο μπλέξιμο.
“Να δεις που εκείνη θα πήρε τη ρόμπα και την ξανάβαλε στη θέση της όταν πήγαμε μαζί στο σπίτι’’, πήγα να βάλω κι εγώ τα πράγματα στη θέση τους με τη λογική, είπα, είπα, είπα, στο τέλος απόειδα και αγανάκτησα «μα και να ’μπαινε σπίτι σας, που δεν μπήκε, γιατί να μην πάρει κάτι άλλο αξίας; γιατί να μην πάρει λεφτά ξερωγω; τι να την κάνει τη ρόμπα;» για να πάρω απάντηση χαμηλόφωνη (μη τυχόν και μας ακούσει η διπλανή μέσα από πέντε τοίχους που μεσολαβούσαν ως την πόρτα της) «ξέρει αυτή». Κατάφερα να φύγω μετά από ένα τέταρτο, αφού έκανα πως δεν άκουσα εκείνο το “και η μαύρη η ζακέτα μου λείπει, τώρα το θυμήθηκα, περίμενε να ψάξουμε”.
Tην μεθεπόμενη μέρα έμαθα πως εκμυστηρεύθηκε στην παραδιπλανή μας (της χτύπησε κι εκεινής την πόρτα για να της πει ότι κάποιος πήρε όλες τις κάλτσες της από το συρτάρι και να πάνε να ψάξουν μαζί αλλά να καθίσει και λίγο παρέα της γιατί σκοτείνιασε και φοβάται) ότι ήταν σίγουρη πως εγώ είχα πάρει το το καλό της το παλτό και βρήκα τρόπο να το ξαναβάλω στη θέση του όταν πήγαμε μαζί στο σπίτι να το γυρέψουμε.
Ένα ρούχο της εξαφανίζεται κάθε δυο μέρες, πλέον. Κάθε μια. Χτυπάει τα κουδούνια στον όροφο με τη σειρά, κι όποιος ανοίξει. Σκοτεινιάζει ακόμη κι όταν έχει έναν λαμπερό ήλιο έξω. Και φοβάται. Γιατί ξέρει ότι τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος είναι ήδη μέσα.
___
Related