Η λιτή, τσιμεντένια αυλή, περιτριγυρισμένη από παρτέρια γεμάτα τριανταφυλλιές κι οπωροφόρα. Σε μια γωνιά ένα πεζούλι στρωμένο με μαξιλάρες, κι ένα τραπέζι σιμά. Μια καλαμωτή που φτιάχτηκε την ύστατη ώρα μάχεται γενναία με τις πρώιμα θερμές αχτίνες της απριλιάτικης λιακάδας.
Δυο σκυλιά ευτυχισμένα έχουν ξαμοληθεί να κυνηγούνε ένα μπαλάκι, μπερδεύονται στα πόδια μας και χαλούν τον κόσμο με τα γαβγίσματά τους. Εσμιξε η μικρή παρέα κι ο καθένας κουβαλά τα χρειαζούμενα μέσα απ’ το ταπεινό εξοχικό σπιτάκι για να στηθεί το κυριακάτικο υπαίθριο τραπέζι.
Μπήκανε μπρος τα κάρβουνα κι αλατοπιπερώνονται οι μεζέδες με μεράκι. Μια πράσινη σαλάτα ετοιμάζεται, με λαχανικά απ’ το περβόλι, μεγαλωμένα δίχως χημικά αναβολικά. Στήθηκε και μια παραστιά για να τηγανιστούν πατάτες· ασύγκριτη η γεύση τους στου ξύλου τη φωτιά.
Μπήκανε σε πιατέλες οι νοστιμιές που έφερε ο καθείς από το σπιτικό του, ταχτοποιηθήκανε και τα σερβίτσια, μετρήθηκαν και οι καρέκλες να μη βρεθεί κανείς να στέκει, όλοι βρισκόμαστε σε κίνηση, κανένας αδρανής κι αδιάφορος. Κι όλη την ώρα συζητούμε ζωηρά, με όποιον απαντήσουμε στο διάβα μας.
Κι όταν ετοιμαστούνε όλα, καθόμαστε μ’ αδημονία κι ενθουσιασμό. Κερνά κρασί ο οικοδεσπότης, σαν να κηρύσσει άτυπα την έναρξη του θέρους, και ξεκινά το φαγοπότι.
Μία καλή κουβέντα για τους ψήστες, παινέματα για τις νοικοκυρές και τους νοικοκύρηδες, πιάτα ν’ αδειάζουνε και να ξαναγεμίζουν, ψιλή κουβέντα επί παντός του επιστητού. Ο Αριστείδης θυμάται αλλοτινά συνθήματα των εκλογών, ξεφτισμένα πια και προδομένα από καιρό. Ο Ηλίας γελά αρχοντικά και καλοσυνάτα κι ο Σπύρος σχολιάζει με το σκωπτικό του χιούμορ.
Η Δέσποινα αναστορείται την παλιά της γειτονιά, η Μαρία αφηγείται ιστορίες των σκυλιών και η Μπέσυ συζητά για τις σπουδές της. Και η κουβέντα συνεχίζει να στροβιλίζεται και ν’ αλλάζει θέματα μες στον λαβύρινθό της για να ξαναγυρίσει πάλι πίσω, πριν να προχωρήσει προς τα εμπρός μες στη χαοτική της τη χοάνη.
Διάλογοι διασταυρώνονται και πηγαδάκια στήνονται επάνω απ’ το τραπέζι, διψούνε οι άνθρωποι για επικοινωνία και κοινωνούνε επαφή τριγύρω απ’ τους μεζέδες.
Παρέκει, δυο πιτσιρίκια ίσαμε τεσσάρω χρονώ το μεγαλύτερο, παίζουνε αθόρυβα κάτω απ’ τη λεμονιά. Το ένα σήκωσε μια πέτρα και βρήκε θησαυρό· πάμπολλα από εκείνα τα μαμούνια που μόλις τ’ ακουμπήσεις, κουλουριάζονται.
Του κάμανε εντύπωση μεγάλη, και σαν κουλουριαστούνε τα μεταφέρει στον κορμό της λεμονιάς και τα χαζεύει μετά που περπατάνε.
Το άλλο, το μικρό, ανεβαίνει σ’ ένα πλίνθο και πηδά χαρούμενο στο χώμα, περήφανο που καταφέρνει να προσγειωθεί δίχως να πέσει. Καθόλου δεν γκρινιάξανε και δεν τσακώθηκαν ολημερίς, ευτυχισμένα στη λιακάδα και στη φύση, με τα’ αρχέγονά τους τα παιχνίδια· χώμα και νερό.
Και σαν αρχίσει ο ήλιος το βασίλεμά του, βάζουμε όλοι ένα χεράκι στο συμμάζεμα πριν αποχωριστούμε. Στο πίσω κάθισμα δυο κοιμισμένα αγγελούδια κι ένας εκφωνητής να σιγομουρμουρίζει την περιγραφή ενός αγώνα ποδοσφαίρου στο ραδιόφωνο. Σαν Κυριακή αλλοτινή, απ’ τις σωστές, ήταν ετούτη· θαρρώ πως ταξιδέψαμε πίσω στον χρόνο.
Τότε που δεν τις σπαταλούσαμε τις Κυριακές μας ακούνητοι σε μια καρέκλα καφετέριας, περικυκλωμένοι από εντοιχισμένες οθόνες, άλαλοι μέσα στην αφόρητη βαβούρα και την εκκωφαντική μουσική, με συντροφιά αχώριστη ανά χείρας το «έξυπνο» τηλέφωνό μας και με τα παιδιά μας ν’ αγριεύονται μέσα στην πλαστικούρα των «παιδότοπων».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: