may 24th 2016 | thethreewishes
Posted by Theorema
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 24 Μαΐου 2016)
Κάθε βράδυ ήμασταν εκεί. Στο πάρκο, στο ίδιο παγκάκι, στις ίδιες θέσεις. Οι δυο μας ολομόναχοι σε ολόκληρο το δάσος. Ο Γιούρι να καπνίζει άφιλτρα Παλ Μαλ και μετά να φιλάει το σκύλο του στο στόμα. Εγώ να τρώω πασατέμπο και να φτύνω τα τσόφλια όσο πιο μακριά μπορώ. Το αλάτι να μου καίει τα χείλια και τη γλώσσα, όμως να μην σταματώ πριν τελειώσω το σακουλάκι και το παιχνίδι μου. Και να κοιτάζω αλλού. Πάντα να κοιτάζω αλλού. Για μένα ήταν κάτι σαν άσκηση αντοχής ή βασανιστήριο ο άνθρωπος και το σκυλί που ερωτοτροπούσαν. Κι όμως επέμενα να είμαι κάθε βράδυ εκεί, και να κάνω ακριβώς τα ίδια.
Ο σκύλος ήταν τρελός, στριφογύριζε γύρω απ’ την ουρά του, κυλιόταν στα χώματα, έβγαζε τη γλώσσα και σάλιωνε το πρόσωπο του Γιούρι. Εκείνος έβαζε τα γέλια, του έγλειφε τη μουσούδα και τον φιλούσε όπου έβρισκε. Του χάιδευε το κεφάλι και τον φώναζε “Γουλφ”. Ήταν κι οι δυο τους για τα σίδερα, όμως δεν μπορούσα να τους σιχαθώ, τους αποδεχόμουν και τους αγαπούσα έτσι όπως αποδέχεται και αγαπάει κάποιος τις συνήθειές του – χωρίς να τις κρίνει.
Μια μέρα ο σκύλος ήρθε μόνος του στο πάρκο. Ο Γιούρι πουθενά. Ανησύχησα, ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό και ένιωσα εκτεθειμένη. Κοίταξα στην είσοδο του πάρκου μήπως και τον διακρίνω, μα τίποτα. Το λυκόσκυλο με πλησίασε, μύρισε τα πασατέμπια μου και πήρε να μου γλείφει το χέρι.
Άρχισα να κλαίω. Κατάλαβα πως κάτι κακό είχε συμβεί στο Γιούρι. Το λυκόσκυλο αλυχτούσε πένθιμα και μου έγλειφε τα δάχτυλα. Μου φάνηκε ακόμα πιο σαλεμένο. Έσκυψα και το άφησα να αγγίξει τα χείλη μου. Άρχισε αμέσως να με γλείφει παντού, όπως έκανε και σε κείνον. Ένιωσα τη ζεστή υγρή γλώσσα του να σχηματίζει λέξεις πάνω στο δέρμα μου. Λέξεις και απελπισία.
Όταν κατάλαβα τι ήθελε να μου πει, κατάλαβα και το λόγο που τόσο καιρό ο Γιούρι δεν άντεχε να μην το φιλά στο στόμα.
Με τον Γιούρι συναντηθήκαμε στο καράβι για την Αίγινα, το περσινό καλοκαίρι. Εκείνος πήγαινε διακοπές κι εγώ στους δικούς μου. Γνωριστήκαμε όταν τον πλησίασα και του ζήτησα ένα τσιγάρο. Μου είπε πως ήταν Ουκρανός και πως είχε έρθει στην Ελλάδα με τη μητέρα του, που είχε πιάσει δουλειά. Δουλειά, γενικώς και αορίστως. Έτσι είπε. Δεν ρώτησα περισσότερα. Ήταν κάπου είκοσι χρονών, όπως κι εγώ, και μιλούσε το ίδιο κακά Αγγλικά με μένα.
Σηκώθηκε, μου έκανε ομπρέλα τις χούφτες για να ανάψω και ξανακάθισε άτσαλα στην άκρη του πάγκου δίπλα σε ένα σκουπιδοντενεκέ για να καπνίσει το δικό του. Ένα σίδερο που προεξείχε ούτε που κατάλαβα από πού του έγδαρε το μηρό. Το παντελόνι του γέμισε αίματα. Το πρώτο πράγμα που κάναμε φτάνοντας στο λιμάνι ήταν να πάμε μαζί στο Κέντρο Υγείας για αντιτετανικό. Από τότε βλεπόμασταν κάθε μέρα.
Έμενε σε ένα ενοικιαζόμενο στο λιμάνι που, όπως μου εξήγησε, του το είχε παραχωρήσει ένας φίλος της μάνας του που πλήρωνε το νοίκι για τον Αύγουστο, αλλά ο ίδιος είχε αναγκαστεί να γυρίσει στην Αθήνα για αδιευκρίνιστους λόγους. Του Γιούρι δεν του άρεσε να εξηγεί πολλά, μισούσε τις λεπτομέρειες. Κι έτσι δεν ρωτούσα.
Εγώ έμενα στην Αγιά Μαρίνα, κάπου δέκα χιλιόμετρα από το λιμάνι. Κάθε απόγευμα, αργά, έπαιρνα το λεωφορείο και κατέβαινα να τον βρω. Καθόμασταν στο πάρκο με τις κούνιες, που εκείνη την ώρα ήταν συνήθως άδειο από παιδιά. Οι γονείς μου δούλευαν νυχτερινοί σε ξενοδοχείο για τη σαιζόν κι έτσι κανείς δεν ανησυχούσε που γυρνούσα σπίτι με το πρώτο πρωινό δρομολόγιο.
Του Γιούρι του άρεσε που το νησί ήταν γεμάτο ελιές, αμπέλια και έλατα, όποτε πηγαίναμε βόλτα όμως προτιμούσε να περπατάμε ως το ναό της Αφαίας και μετά να γυρίζουμε στο πάρκο μέσα από τα χωράφια. Κάναμε πάντα την ίδια διαδρομή. Σε παραλία για μπάνιο δεν πήγαμε ποτέ. Ο Γιούρι μισούσε το κολύμπι. Ήταν άσπρος σαν το γάλα και ήσυχος σαν αρνί. Ένα βράδυ που πήγα στο πάρκο τον βρήκα με παρέα. Ένα γέρικο λυκόσκυλο που, όπως μου είπε, τον είχε υιοθετήσει. Περισσότερα δεν έμαθα ποτέ. Απλώς από κείνη τη μέρα συναντιόμασταν στο παγκάκι οι τρεις μας.
Συζητούσαμε σε τσακισμένα Αγγλικά και καμιά φορά λέγαμε όπως όπως κάποιο τραγούδι των Μπητλς. Μας άρεσαν πολύ και των δύο, ξέραμε τις μελωδίες και όσους στίχους είχαμε καταφέρει να καταλάβουμε από τα τραγούδια τους. Όταν ήταν κάπως άκεφος μου μιλούσε για το Ροβένκι, την πόλη όπου ζούσαν με τη μάνα του πριν βρει δουλειά στην Ελλάδα, κι όπου έμεναν ακόμα οι φίλοι του κι ο πατέρας του με την καινούρια του γυναίκα. Τον πατέρα του δεν τον αγαπούσε και πολύ. Για τη μάνα του μιλούσε πάντα με λατρεία. Έλεγε πως ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ και πως έφτιαχνε το καλύτερο Μπορς του κόσμου.
Είχαν κήπο με τριανταφυλλιές κι ένα σκύλο στο πατρικό του, μου έλεγε, τον Пέτρο. Τον είχαν αφήσει μόνο του φεύγοντας, κι είχα πάντα την εντύπωση πως ο Γιούρι δεν το ξεπέρασε ποτέ. Όταν του είπα πως στην Ελλάδα το Πέτρος είναι ανθρώπινο όνομα είχε χαμογελάσει και μου είχε πει πως ο Πέτρος τους ήταν σαν άνθρωπος για κείνους.
– Петро, έτσι γράφεται στα ουκρανικά το όνομα του σκύλου μου, μου είπε ένα απόγευμα και το χάραξε στο χώμα με ένα κλαρί. Έτσι βάφτισε και τον καινούριο.
Όταν τον ρωτούσα τι δουλειά ήθελε να κάνει μου έλεγε πως όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει δάσκαλος. Μετά άλλαξε γνώμη και δεν ήθελε να γίνει τίποτα. Ήθελε να ζει με τη μάνα του και να καπνίζει άφιλτρα Παλ Μαλ στα πάρκα. Από τη μέρα που τον υιοθέτησε ο Петро, είπε, ήθελε να γίνει ο καλύτερος φίλος του σκύλου.
Ποτέ δεν κατάλαβα πώς έφτασαν να φιλιούνται στο στόμα, ο άνθρωπος και το σκυλί. Και τι σήμαινε για τους δυο τους. Αυτό γινόταν όμως. Εγώ, παρότι σιχαινόμουν λίγο, καθόμουν δίπλα του στο παγκάκι, κοιτούσα αλλού και μασούλαγα σπόρια. Εκείνος έπαιζε με τον Петро που έδειχνε να τον αγαπάει σαν τρελός. Και ο Αύγουστος περνούσε.
Ποτέ δεν ζήλεψα το σκυλί, παρότι μετά από λίγο καιρό κατάλαβα πως ήμουν ερωτευμένη με τον Γιούρι. Τις ώρες που δεν ήμασταν μαζί σκεφτόμουν τα χέρια του, που όταν μου μιλούσε τα κουνούσε σαν μαέστρος, τα μάτια του που ήταν κατάμαυρα και πολύ υγρά, λες κι ήταν πάντα έτοιμος να κλάψει, τα ίσια μαλλιά του που έπεφταν στον αυχένα του αχτένιστα, το γαλακτερό δέρμα του που ήταν διάστικτο από καφετί ελιές. Φανταζόμουν πως μου έλεγε πολλά και διάφορα με την ωραία φωνή του, και καμιά φορά κρυφογελούσα με τη βαριά προφορά του όταν έλεγε το λάμδα ή το χι. Με τον Γιούρι κάναμε παρέα όταν ήμασταν αλλά και όταν δεν ήμασταν μαζί. Και αυτό το έβρισκα πάρα πολύ ωραίο.
Τα βράδια που καταφέρναμε να ανταλλάξουμε δυο τρεις λέξεις πάρα πάνω μου διηγούνταν ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στην πατρίδα του, μου μιλούσε για τη μητέρα του που είχε κάνει χίλιες δυο δουλειές για να τον ζήσει από τότε που έφυγε ο πατέρας του απ’ το σπίτι, για το σκύλο τους του Петро που την ακολουθούσε παντού, και τις νύχτες κοιμόταν μαζί τους στο κρεβάτι. Ένιωθα πως ο Γιούρι ήταν ένα πολύ ευαίσθητο και στεναχωρημένο παιδί, παρότι δεν παραπονέθηκε ποτέ για το παραμικρό. Κάτι στον τρόπο που μου εξιστορούσε τη ζωή του, κάτι στο βλέμμα του όταν επέστρεφε νοερά εκεί, μου έδινε να καταλάβω πως το παρελθόν δεν ήταν εύκολο για κείνον.
Ένα βράδυ, μια βδομάδα πριν πάρει το καράβι για τον Πειραιά, μου χάρισε μια φωτογραφία. Έτσι, χωρίς να μου πει πολλά, έχωσε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία με μια γυναίκα, ένα παιδί κι ένα σκυλί. Μου την έδωσε αμίλητος και άναψε τσιγάρο. Κατάλαβα πως ήταν εκείνος, η μητέρα του και ο παλιός Петро. Η γυναίκα, όχι πάνω από τριάντα χρονών όπως υπολόγισα στη φωτογραφία, ήταν λυγερόκορμη, με μακριά μαύρα μαλλιά και σαγηνευτικό βλέμμα. Κοιτούσε χαμογελώντας το φακό, κι έμοιαζε ευτυχισμένη. Φορούσε ένα ελαφρύ φουστάνι που άφηνε να φαίνονται οι χυτές, γυμνές γάμπες της και ήταν ξιπόλητη πάνω σε ένα ασβεστωμένο πεζούλι . Στην αγκαλιά της το παιδί. Δίπλα της, με το κεφάλι στραμμένο προς το μέρος της, ο κατάμαυρος σκύλος.
-Και ο παλιός Петро λυκόσκυλο; τον ρώτησα χωρίς να ξεκολλήσω το βλέμμα από τη φωτογραφία.
-Ναι, η μάνα μου τον φώναζε “Γουλφ” όταν σκαρφάλωνε δίπλα μας στο κρεβάτι.
Μόνο αυτό είπε και μετά άρχισε να χαριεντίζεται με τον καινούριο Петро που άπλωνε τη ροζουλί γλώσσα του σε ολόκληρο το πρόσωπό του και με έκανε να αναρριγώ. Κοίταξα για κάμποση ώρα τη φωτογραφία και προσπάθησα να βρω ομοιότητες ανάμεσα σε κείνο το στρογγυλό μωρό και το λιγνό αγόρι που καθόταν δίπλα μου και φιλιόταν με το σκύλο. Κατάφερα να μην βρω καμία και στο τέλος την έχωσα στο τσαντάκι μου και συνέχισα να ξεφλουδίζω σπόρια.
-Τη μάνα μου τη λένε Ανούκ, είπε τότε, ξαφνικά. Στα ελληνικά σημαίνει όμορφη, χαριτωμένη. Όταν έφυγε ο πατέρας μου, ούτε σαράντα χρονών αυτή, ορκίστηκε να μην βάλει ποτέ άλλον άντρα στο σπίτι. Ήμουν ήδη δέκα χρονών, δεν ήθελε να ζω με πατριό ή γκόμενο, ήξερε πως θα δυσανασχετούσα. Με αγαπούσε υπερβολικά για να με κάνει γιο ενός ξένου ή για να γίνει η αιτία να στεναχωρηθώ. Μέχρι σήμερα που πάτησε τα πενήντα, με άλλον άντρα δεν έχει πάει. Αν ποτέ την δω με άλλον, στο ορκίζομαι, είμαι ικανός να τους σκοτώσω. Και τους δυο. Καμιά φορά τις νύχτες έβλεπα που τραβούσε τον Петро πάνω της, και γύριζε μπρούμυτα για να τον διευκολύνει. Εκείνος την μύριζε και έπαιρνε θέση. Έκανα πως κοιμόμουν, γιατί καταλάβαινα πως αυτό έπρεπε να κάνω. Στο κάτω κάτω δεν ήταν άντρας – ήταν σκυλί. Όταν τελείωναν γυρνούσε ανάσκελα, τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε στο στόμα. Εκείνος της έγλειφε το πρόσωπο, και μετά ξάπλωνε στα πόδια της κι αποκοιμιόταν μαζί μας.
Μόλις σταμάτησε να μιλάει συνειδητοποίησα δεν ακουγόταν τίποτα στην παιδική χαρά. Ούτε πουλιά, ούτε κόρνες, ούτε η βουή του λιμανιού που συνήθως έφτανε ως εκεί. Πήδηξα τότε απ’ το παγκάκι όπου καθόμασταν, έτρεξα προς το δάσος, εκεί που τέλειωνε το πάρκο και άρχιζε η πλαγιά, και έκανα εμετό το νερό, τα σπόρια και τα σωθικά μου. Έπειτα ξάπλωσα στο χώμα και περίμενα. Δεν ξέρω τι περίμενα – ίσως τίποτα, ίσως κάτι που δεν ήξερα τι ήταν. Εκείνος δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Τον έβλεπα από μακριά. Κάπνιζε και με περίμενε να σηκωθώ. Ο σκύλος είχε ξαπλώσει στα πόδια του και λαγοκοιμόταν.
Αρκετή ώρα μετά, σηκώθηκα, τίναξα το φουστάνι μου και έστρωσα τα μαλλιά μου. Το πάρκο μύριζε πεύκο και βροχή. Πλησίασα, κάθισα δίπλα του στο παγκάκι και τον αγκάλιασα. Τόσο σφιχτά που νόμιζα πως θα σκάσω. Ένιωθα πως αν χαλάρωνε αυτή η αγκαλιά θα σπάζαμε κι οι δυο σε χίλια κομμάτια. Δεν είπαμε τίποτε άλλο εκείνη τη νύχτα. Ούτε με τον Петро ξαναφιλήθηκε.
Το επόμενο βράδυ ήρθε μόνο του το σκυλί. Απ’ την πρώτη στιγμή που το είδα φοβήθηκα. Ένιωσα σαν ανατριχίλα την καταστροφή. Ήθελα να φωνάξω μα δεν έβγαλα λέξη. Άφησα τον Петрο να με πλησιάσει και έσκυψα προς το μέρος του όπως είχα δει να κάνει κι εκείνος τόσες φορές. Το σκυλί ούρλιαξε σαν πληγωμένο. Με κοίταξε, κατάλαβε και αφέθηκε στο πένθος του. Στο κοινό μας πένθος.
Την επόμενη μέρα βούιξε το νησί. Ένας Ουκρανός είχε βρεθεί σκοτωμένος στο λιμάνι. Μια γυναίκα είχε έρθει να τον βρει, ακούστηκε, πενηντάρα πατημένη. Ο Ουκρανός πιάστηκε στα χέρια με τον άντρα που την συνόδευε, και η μαχαιριά τον είχε βρει στο στομάχι. Πέθανε από αιμορραγία πριν καν φτάσει επιτόπου το ασθενοφόρο του νησιού. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε το ζευγάρι και ποιοι ήταν ακριβώς. Μόνο το σκύλο του είδαν να φεύγει κλαίγοντας, αλλά δεν πλησίασε κανείς, τα λυκόσκυλα δεν πιάνονται φίλοι.
Σχετικά