Δε ξέρω για εσάς, πάντως εγώ χρωστάω τη ζωή μου σε ένα κουφό μουλάρι.
Το καλοκαίρι του 1921 έστειλαν τον παππού και το μουλάρι, να πάρουν την Άγκυρα. Στο Εσκί Σεχίρ ο παππούς γέμισε τα αυτιά του ζωντανού με κερί γιατί εκτός από τις ακρίδες σκιαζόταν το καψερό τις βροντές των όπλων και πιλαλούσε.
Όταν πέρασαν την Αλμυρά έρημο και ήρθε η ώρα να ριχτούν στη μάχη, κατάκοποι, άνθρωποι και ζώα, ο παππούς έριξε κατάχαμα το μουλάρι και κρύφτηκε από κάτω μέχρι που άρχισαν να μετράνε τους πεθαμένους. Τον παππού τον βρήκαν βουτηγμένο στο αίμα του μουλαριού, τον κουβάλησαν με φορείο και τον απίθωσαν στους λαβωμένους.
Χιλιάδες γραμμές ζωής σταμάτησαν στις όχθες του Σαγγάριου, μαζί και του Κουφοπαντελή -έτσι το έλεγαν το μουλάρι μας.