may 30, 2016 ~ KAPA | amancalledkkmoiris
Είναι πρώτη φορά που βγαίνει ο Μάιος και το μπαλκόνι είναι ακόμη ορφανό από τραπέζια, πολυθρόνες, δέντρα, φώτα και λουλούδια. Και ανθρώπους. Θα μου κρατάει μούτρα σίγουρα, ως τα μισά του άλλου μήνα, γιατί το άφησα γυμνό και μονάχο του. Στο τέλος όμως θα αγαπηθούμε ξανά και θα μου τραγουδάει το Into my arms. Eυτυχώς το ακούω μόνο εγώ.
Ως και η Λήμνος είναι απλησίαστη, της είπα. Ψέμα. Δεν έχω ξαναπάει εκεί και δεν θέλω να πάω, βγαίνω από τη βολή μου ανακαλύπτοντας καινούριους τόπους με τους οποίους δεν ξέρω αν θα ταιριάξουν τα χνώτα μας. Και με τους ανθρώπους το ίδιο παθαίνω αλλά δεν σκοπεύω φέτος να ταξιδέψω σε κανέναν. Μπορεί να κολλήσω και να μείνω εκεί, με το μυαλό μου. Το σώμα βρίσκω κουτσά στραβά τρόπο να το κουμαντάρω.
Προχτές με τον κατακλυσμό η μάνα της, που εδώ και χρόνια δεν βγαίνει παρά μόνο ως το μπαλκόνι χωρίς να καταφέρει καν να ποτίσει την τελευταία γλάστρα στη γωνία, κατέβηκε τέσσερις δρόμους παρακάτω για να πάει να ανάψει ένα κερί στην φίλη της -τέσσερα χρόνια νεότερη- που την εγκατέλειψε. Δεν πήρε ομπρέλα μαζί, “αφού δεν έβρεχε παιδί μου” και ο εγγονός της την γύρισε πίσω σαν ναυαγό, έφτυσε αίμα για να την πείσει να βάλει στεγνά, “αφού δεν βράχηκα παιδί μου”. Την φίλη της την είχαν σηκώσει δυο ώρες και τρεις μέρες πριν αλλά αυτό δεν έχει πλέον καμία σημασία. The time, the time. Χειρότερο κι απ΄ το the horror, του Kurtz.
Κατέβασα από το ρετιρέ της ντουλάπας την τσάντα της θάλασσας. Δεν ξέρω γιατί, μερικές φορές είναι σα να σκαλίζεις παλιές φωτογραφίες ή κουτιά με καλώδια, ελπίζοντας να πέσεις πάνω σε κάτι ξεχασμένο και χρήσιμο. Οι μπλε πετσέτες ξεθώριασαν, πρέπει να τις πετάξουμε φέτος. Η άσπρη είναι απέθαντη. Την ρώτησα πώς βρέθηκε κάτω κάτω, μέσα στη δική μας τσάντα, μαγιώ της μικρής. Ένα τοσοδά μαύρο που χωρούσε σε μια παλάμη. Δεν ήταν της μικρής, το κράτησε για να θυμάμαι. Είπε. Ήταν ασήκωτη η τσάντα όταν την ξανανέβαζα.
Τι ωραίο τραγούδι το Here it is. Πασχίζει ο Λέοναρντ να ακουστεί σαν Μπάρι Γουάιτ και Τομ Γουέιτς αλλά δεν με ξεγελάει, ο ίδιος είναι. Κατά βάθος κι εγώ έτσι ήθελα να ακούγομαι όταν γράφω, δίνει άλλη βαρύτητα στις λέξεις. Σταυρώνει τα πόδια της μισή σπιθαμή από τα χέρια μου. Γυαλίζουν τα γόνατά της, καίνε οι αστράγαλοι. Δεν σκύβω αλλά είμαι σίγουρος ότι μυρίζουν όπως πρέπει να μυρίζουν τα πόδια των γυναικών των ‘άλλων’. Λυσσάω να τους ψιθυρίσω με τα δάχτυλα δυο τρία λόγια, όπως ο Λέοναρντ. Είναι παλιομοδίτικο, το ξέρω. Αλλά αυτό είναι το κλειδί για ν’ ανοίξουν και να δω το φως εκεί που δεν φτάνει φως. Τι ωραία μυρίζει το Here it is της κι ας ματώνει από τα παραπανίσια της κιλά.
Τα γλαράκια πάνω στο άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο εξαφανίστηκαν. Ταράχτηκα αλλά δεν ξέρω τι άλλο έπρεπε να περιμένω αφήνοντάς τα οκτώ μήνες στα σκοτάδια της ντουλάπας. Πιστεύω πως αν πάω το πουκάμισο δυο τρεις φορές ως τη θάλασσα, σιγά σιγά, ένα ένα θα ξανάρθουν. Και μετά μπορεί να αρχίσει το καλοκαίρι.
Related
In “absolutely summer”
γουέρ χεβ ολ δε γκουντ τάιμς γκον ( ερωτηματικό)
In “πρωτότοκα”