Το Πλέι Μολέξεις του Ολντ είναι ένα βιβλίο που το διάβασα και είπα μέσα μου, ή μάλλον έλεγα μέσα μου από την αρχή ως το τέλος διαρκώς και αενάως, χωρίς σταματημό, μπασογραμμή ή τέμπο ή τέλος πάντων, διαρκής συχνότητα που δε σταμάτησε καθόλου: πόσο γαμάτος συγγραφέας είναι ο Ολντ.
Ήταν ένα βιβλίο που μου άρεσε και το θαύμασα και το ζήλεψα αλλά κυρίως ήταν ένα βιβλίο που μου μετέθεσε τη σκέψη από το βιβλίο στον Ολντ. Τον Kostas Kostakos τον αγαπώ. αν δεν ήταν αυτός, δε θα είχα …γράψει ποτέ ούτε μισή γραμμή. Όπως το λέω. Όλη αυτή η λεκτική φωτογραφία που έχω στο κεφάλι μου θα είχε μείνει εκεί. Όχι, ο Όλντ όμως δε με άφησε ήσυχη και του το χρωστάω. Ο Όλντ με τρίγκαρε, ο Σραόσα με πούσαρε και με κατεύθυνε, κι αν δεν ήταν ο Σραόσα και ο κύριος Μοίρης θα αργούσα να δώσω τα γραπτά μου οπουδήποτε.
Είμαι δημιούργημα άλλων μπλόγκερ-συγγραφέων.
Αυτή την υπεργαμάτη γραφή του Όλντ λοιπόν, που την ήξερα από το μπλογκ και το κλάουντ και που έπλεκε το χαρακτήρα της μέσα από όσα μου έλεγε να κάνω, την είδα στο Πλέι Μολέξεις και ζαλίστηκα. Ζαλίζεσαι συνήθως από το ταλέντο το μεγάλο, παθαίνεις μια αναστάτωση, σου ανεβαίνουν οι παλμοί και σου χτυπάει το αίμα στους κροτάφους.
Το βιβλίο είναι ύπνος ανάστατος. Της ονείρωξης και της ζέστης, της υγρασίας μέσα στα παπλώματα που του αρέσουν. Του πιώματος αλλά όχι του τέρμα μεθυσιού ίσα αυτού που σε τυραννάει σε αφυδατωμένα στριφογυρίσματα αλλά όχι δε θα σηκωθείς, να πάρει. Σίγουρα πάπλωμα ξενοδοχείου στη Νέα Ορλεάνη, να βουίζουν τα αυτιά σου και να κουκουλώνεσαι, ό,τι και να βλέπεις με κλειστά τα μάτια, να μη σε παραξενεύει, φασαρία απ’ έξω κι ας είναι έξι το πρωί και υγρασία, τί διάολο, βρεγμένο είναι το πάπλωμα, γκρίνια αλλά ποτέ δε θα βγεις από μέσα. Μόνο να πεταχτείς στιγμιαία και να βγάλεις το τι-σερτ, να το πετάξεις στο πάτωμα και να ξαναχωθείς.
Ως τα μάτια.
Αυτό.
Κάθε βράδυ.
Μπράβο, Όλντ.
Γαμάει