Σάββατο, 2 Ιουλίου 2016 | sigatabga
Είναι κάποιες…
…γυναίκες, που επιμένουν να τρέφουν αυταπάτες. Φαντάζονται τη ζωή τους πασπαλισμένη με χρυσόσκονη και με αγάπες του τύπου “Γλυκιά μου συμφιλίωση με το γλυκό πιγούνι, ας ήταν να μας έδενε ένας μικρούλης έρως, σαν κι αυτόν μες τα καδράκια, με λουλούδια και πουλάκια“, όπως αναφέρει ο Δ. Σαββόπουλος στους Αχαρνής.
Και νομίζουν ότι θα έχουν την ικανότητα να απωθούν εσαεί τις δυσκολίες και τις ασχήμιες. Χο χο χο!
Πόσο, μα πόσο βαθιά νυχτωμένες είναι!
Θα μου πείτε, είναι και κάποιοι κύριοι που επίσης τρέφουν αυταπάτες, διαφόρων ειδών, αλλά δεν είναι αυτοί το θέμα μου τώρα.
Αυτά…
Τι άλλα νέα;
πάλι έγραψε η Αρτίστα του βωβού… στις 12:00 π.μ.
1 σχόλιο:
Memaria2 Ιουλίου 2016 – 12:46 π.μ.
Τι άλλα νέα?
Χμμμ…κάτσε να σκεφτώ…α δεν μπορώ να σκεφτώ!
Απογοητεύτηκα λίγο η αλήθεια είναι…
Μα τι θες να πεις τέλος πάντων Βίρνα?
Γίνε ξεκάθαρη!
Εννοείς πως υπάρχουν γύρω μας ασχήμιες και δυσκολίες και δεν είμαστε σε καδράκια με λουλούδια και πουλάκια, Βίρνα?
Πες μου Βίρνα μη με αφήνεις να περιφέρομαι ωσάν την άδικη κατάρα στο κάδρο και μου έρθει καμιά κουτσουλιά κατακέφαλα!
Λένε πως είναι τύχη Βίρνα, αλλά δεν είναι…ξέρω τι σου λέω!
Πάρε στραγάλια για να πετάξεις αν δε σου αρέσει η ιστορία μου, αλλά εγώ θα στην πω έτσι κι αλλιώς!
Αργοστόλι σωτήριον έτος 1995, άντε να ήταν 1996, δεν ενθυμούμαι επακριβώς, αλλά ήτο
(μισό να βγω από το κάδρο, γιατί μου άφησε κουσούρι στην ομιλία κι επανέρχομαι)…
Μια ωραία καλοκαιρινή μέρα, που λες, περπατούσα ανάμεσα στον Κούταβο και στη Λεωφόρο Βεργωτή κάτω από ψηλά δέντρα…ξαφνικά νιώθω έναν απίστευτο πόνο στο κεφάλι…ωχχχχ κάνω και κοιτάζω αγριεμένη τριγύρω να δω ποιος μου πέταξε πέτρα. Ταυτόχρονα φέρνω και το χέρι στο πονεμένο κεφαλάκι μου και τι πιάνω?…
Και το σημαντικότερο…πόσο πιάνω?? Τι διάολο αναφωνώ, αγελάδα πετούσε?
Ευτυχώς έμενα ακριβώς στη λεωφόρο κι έτρεξα σπίτι και με πέρασα σαράντα κύματα και λίγα λέω..
Νέα δεν είχα τελικά, αλλά δεν μπορείς να πεις, είχα κάτι παλιά μοσχομυριστά!
Φιλιά πολλά και καλό μήνα!
Σε γιορτινό αγώνισμα παίζατε τις αμάδες
και δεν καταδεχόσασταν το κωμικό παιδί,
μα, τώρα, στον αγώνα νικούνε οι καρβουνάδες,
που έχουν στην μεριά τους
τον ίδιο τον ποιητή.
Ζεί τα ωραία πράγματα μ’ αίμα και με θυσίες,
προς το συμφέρον όλων σας και το κοινό καλό.
Δε θα σας πει παινέματα, δεν ξέρει κολακείες
και για την ευτυχία σας πληρώνει τον καιρό.
Μούσα καρβουναρού,
θράκα μου πυρωμένη,
σπιθίτσα φουντωμένη
μ’ αναπνοές τρελού.
Βαρδάρη που μιλά
σαν ψάρι φαγωμένο,
αχ, πολλαπλασιασμένο
και σαν καρβέλι να.
Έλα την Κυριακή
με το βαρύ σου τέμπο
κι οι δυο Σοφία Βέμπο
ακούγαμε εκεί.
-Ποιος μας γηροκομεί
τη σήμερον ημέρα,
ψηστιέρα, καρβουνιέρα,
μούσα δεκεμβριανή.
Πολέμησα καιρό
σε όλα τα πεδία
και με τυφλή μανία
ξέσκιζα τον εχθρό.
Τώρα με χειρουργεί
η αλλήθωρη νεολαία,
μια τσογλανοπαρέα,
που κάνει κριτική-
Οι γέροι χωριστά,
οι νέοι άλλο πράμα.
Όποιος τους θέλει αντάμα
πληρώνει ακριβά.
Πρόστιμο μια ζωή
στην κλεψύδρα και στα εφετεία.
Είναι μια κοροϊδία,
σειρά του δικαστή.