Το μυστικό σε αυτό το καθηλωτικό βιβλιαράκι είναι η εμπιστοσύνη που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη Λίντα Ακέντε από την Γκάνα και στην Ελίζα Παναγιωτάτου από την Ελλάδα. Αυτή η μεταξύ τους διάδραση επέτρεψε να αναδυθεί ανάγλυφη, μέσα από μόλις 35 σελίδες, η διαδρομή μιας σύγχρονης σκλάβας που κατάφερε με τις δικές της αποκλειστικά δυνάμεις να κατακτήσει το δικαίωμα να έχει λόγο στη ζωή της.
Να μιλά για τον εαυτό της σε πρώτο πρόσωπο, και να την ακούν. Να αγωνίζεται για την επιβίωσή της ως ελεύθερος άνθρωπος. Ενα δικαίωμα που, όπως έδειξε η εξέλιξη του προσφυγικού ζητήματος, δεν είναι καθόλου αυτονόητο.
Η ιστορία της Αφρικανής Λίντα, όπως την κατέγραψε η Αθηναία Ελίζα στο (δε) μιλάς (εκδ. ΟΥΑΠΙΤΙ), είναι συγκλονιστική, όχι επειδή είναι εξωφρενική, αλλά επειδή μέχρι και το προτελευταίο επεισόδιο αντιπροσωπεύει τον κανόνα μιας τρέχουσας νεο-αποικιακής συνθήκης. Τα χαρακτηριστικά του είναι:
Μια αφρικανική χώρα με ορυκτό πλούτο (η Γκάνα «παράγει» διαμάντια και χρυσό) τον οποίο εκμεταλλεύονται πολυεθνικοί κολοσσοί. Ενα πάμφτωχο χωριό με εξαθλιωμένες πολυμελείς οικογένειες.
Ενας λευκός φιλάνθρωπος που «αγοράζει» ένα κορίτσι-παιδί, προσφέροντας ρούχα, σαμπάνιες, ουίσκι (sic) και ένα χιλιάρικο ευρώ στους γονείς, για να το «σώσει» στη Δύση είτε με έναν «γάμο» είτε με μια «καλή δουλειά». Ενα κορίτσι που ξεριζώνεται χωρίς να του δοθεί καμία διαφορετική ευκαιρία, και χάνει τη γλώσσα του, τη δυνατότητα επικοινωνίας άρα και την όποια αυτονομία του, μαθαίνοντας ταυτόχρονα τη γλώσσα του ξύλου και της φοβέρας.
Το… job description που αλλάζει στη διαδρομή προς τον «πολιτισμό», όπως αλλάζει και το προφίλ του ευεργέτη, που λειτουργεί πλέον ως δεσμοφύλακας. Η υποταγή του κοριτσιού σε ένα μόνιμο μεταιχμιακό καθεστώς υποτέλειας, που παρουσιάζεται ως μοναδική λύση επιβίωσης: χωρίς νόμιμα χαρτιά, χωρίς πιθανότητα ασφάλισης, χωρίς «φωνή». Πρόκειται για τη δουλεία στον 21ο αιώνα χωρίς ορατή εναλλακτική. Ή αλλιώς, για το δόγμα TINA προσαρμοσμένο σε ανθρώπους που δεν έχουν περισσότερα δικαιώματα από τα ζώα…
Μου λέει στην Αφρική δεν έχει σπίτια, μένετε/ με ζώα/ λέω δεν είναι έτσι/ πώς δεν είναι έτσι, λέει/ και γω λέω ντάξει./ Αλλά είναι επειδή δεν έχει ταξιδέψει έξω από Ελλάδα/ και γω λέω ντάξει γιαγιά/ ό,τι πεις./ Κι εγώ παίζω με τα παιδιά, τα πάω βόλτα/ μαμά και μπαμπάς πάει ταξίδι κι εγώ μαζί με τα παιδιά/ τα κάνει όλα στο σπίτι και μετά θα πάρει λεωφορείο/ να πάμε γύρω γύρω, Σύνταγμα, Ακαδημία, παντού
Η Λίντα μιλάει σε α’ πρόσωπο για τα πράγματα που κάνει με τη θέλησή της, και σε γ’ πρόσωπο για ό,τι εντάσσεται στις υποχρεώσεις της απασχόλησής της. Μετά μια μυθιστορηματική απόδραση από ένα φορτηγό πλοίο με την αναπάντεχη βοήθεια μιας Πακιστανής καθαρίστριας, έχει καταλήξει εσωτερική στην οικογένεια ενός νεόπλουτου γιατρού.
Η Ελίζα καταγράφει το βίωμα της Λίντας και τα γεγονότα που έδρασαν επάνω της, χωρίς να τα προσαρμόσει στη «σωστή» γραμματική, κι έτσι διασώζει ατόφιο το αποτύπωμα της ψυχής της, στα σπαράγματα της μαρτυρίας της.
Στο (δε) μιλάς δεν παρακολουθούμε μονάχα τη μεταγραφή μιας ιστορίας-ζωής-που-αποδίδεται-με-πιστότητα. Παρακολουθούμε και τα διαφορετικά στάδια από τα οποία περνάει μια διεκδικούμενη υποκειμενικότητα μέχρι να κατακτηθεί.
Ο αναγνώστης θα συλλάβει το δράμα και τη νίκη της Λίντας στο βάθος τους, αφού εντείνει την προσοχή του για να ξεμπλέξει τις διαδρομές της ζωής και του μυαλού της. Και τότε θα συνειδητοποιήσει πόσο πλούσιες εικόνες ξεπηδούν από τη λακωνική εξομολόγησή της, πόσο πυκνός είναι ο άλλοτε ακυρωμένος λόγος της κοπέλας από την Γκάνα.
Και, ταυτόχρονα, θα κατανοήσει πόσο σημαντικό είναι για τη λειτουργία της νεοελληνικής κοινωνίας το ότι η Λίντα θα καταφέρει να μάθει μόνη της ελληνικά· θα ανεξαρτητοποιηθεί νοικιάζοντας ένα δωματιάκι στους Αμπελόκηπους · και στο τέλος, δεν θα φοβηθεί να κλείσει την πόρτα της στον «μαλάκα» (sic) που ήθελε να την αντιμετωπίζει σαν πουτάνα. «Freedom/ Freedom/ Freedom!»
Η Λίντα από την Γκάνα, η Λίντα από την Αλβανία και οι άλλοι
Το 2000 είχε υπάρξει και μια άλλη Λίντα. Ηταν Αλβανίδα από τα Τίρανα, και έκανε την εξομολόγησή της στη μακαρίτισσα πια, αριστερή φεμινίστρια και εκπαιδευτικό Ελένη Συρίγου-Ρήγου, στο Συζητώντας με τη Λίντα των εκδόσεων «Ανοιχτά Σύνορα του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών».
Παραδουλεύτρα από σπίτι σε σπίτι, ζούσε σε ένα υπόγειο με τον άντρα και τα αγοράκια της, και φώτιζε με την αφήγησή της την κοινωνική μοναξιά των ξένων στον ξένο τόπο. Ηταν μια «άλλη» με ισχυρή προσωπικότητα, που παρατηρούσε, σκεφτόταν, αμφέβαλλε, αλλά επέμενε.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 2015, η ιστορικός Αιμιλία Σαλβάνου, ακολούθησε τη μεθοδολογία της προφορικής Ιστορίας. Ετσι συνέλεξε 15 αφηγήσεις ζωής, επισφάλειας και αβεβαιότητας από πρόσφυγες και μετανάστες στην Αθήνα της κρίσης, και τις παρουσίασε με τη μορφή συνεντεύξεων στο Από τα 3 σημεία του ορίζοντα, που εκδόθηκε μόλις από το «Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού».
Μεταξύ των αφηγητών, ασυνόδευτοι έφηβοι από εμπόλεμες περιοχές που είδαν τους συγγενείς τους να πνίγονται στο Αιγαίο. Το συγκεκριμένο βιβλίο συγκροτεί ένα πρώτο αρχείο για τις ιδιαιτερότητες της μετανάστευσης στον 21ο αιώνα.
Το (δε) μιλάς είναι ένα εγχείρημα διαφορετικό. Η Ελίζα Παναγιωτάτου είναι μια 32χρονη γλωσσολόγος που διδάσκει γερμανική φιλολογία σε αφρικανικά πανεπιστήμια (τώρα στη Μαδαγασκάρη). Εχει γράψει μάλιστα και το Αυτά έγιναν χτες (εκδ. Κουκούτσι), για την εμπειρία της το 2013-14 στο Μπενίν.
Εδώ, καταφέρνει να συλλάβει τη θερμοκρασία μιας συνθήκης δουλείας που δεν έχει σαφή όρια, και παράλληλα να παρακολουθήσει την αφύπνιση της συνείδησης ενός αναλφάβητου νεαρού κοριτσιού, σε πείσμα όλων των κοινωνικών, οικονομικών, φυλετικών, έμφυλων και πρακτικών εμποδίων.
Η Λίντα θα δουλέψει από τον Κορυδαλλό ώς το Ψυχικό και τη Βούλα, θα συνοδέψει τα αφεντικά της στα νησιά, θα απαξιώσει τις σπατάλες τους, και στο σπίτι, όπου θα μάθει από την τηλεόραση ελληνικά, θα καταφέρει εκείνη να παρηγορήσει την αφεντικίνα της.
…Και Ιωάννα είπες εγώ όλο το ιστορία και αυτή/ είπες έκανε λάθος να/ παντρεμένη το Γιάννη και εγώ σου είπα έκανε/ λάθος, μπορεί να φτιάξει, σαν /σχολείο, έγραφε κάτι και έσβηνε[…]/ είπα κάθε λάθος μπορεί να φτιάξει
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: