Μου έκαναν δώρο ένα ζευγάρι ξύλινα σανδάλια. Σκούρα μπλε με χρυσαφί αγκράφα, με το νούμερο 37 σκαλισμένο διακριτικά στο πλάι. Πάντα μου άρεσε το μπλε, σε κάθε χροιά του και απόχρωση, από το ανοιχτό, σχεδόν λευκό που αφήνει το λουλάκι στα μαλλιά των ηλικιωμένων κυριών, που δεν έπαψαν ποτέ να είναι κοκέτες, έως το βαθύ, σχεδόν μαύρο του νυχτερινού ουρανού τον χειμώνα.
Τα σανδάλια μου έχουν ένα ωραίο κλασικό βαθύ μπλε. Τα φοράω και περπατάω στο ξύλινο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, στα πλακάκια της κουζίνας, στα μάρμαρα του σαλονιού, στο μωσαϊκό του μπαλκονιού. Και τα καμαρώνω, νομίζω ότι τα πόδια μου αποκτούν πολύ όμορφη όψη φορώντας τα.
Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι ότι το ξύλινο πέλμα τους υποδέχεται σαν μετρημένο γάντι το δικό μου πέλμα, από τα ακροδάχτυλα έως τις φτέρνες.
Μου αρέσει γιατί οι πατούσες μου αναπαύονται τέλεια πάνω τους, όπως στη νωπή άμμο πριν βάλω τα πόδια μου στη θάλασσα, εκεί που το αποτύπωμά μου είναι πάντα μικρότερο από αυτό που πίστευα ότι θα άφηνα.
Μπορεί να φταίει το φυσικό υλικό, μπορεί να είναι μόνο η ιδέα μου, μπορεί επίσης όλα τα παραπάνω να οφείλονται στη δεξιοτεχνία του μάστορα που τα έφτιαξε για πρώτη φορά, για να αναπαύονται και να μην καταπονούνται ενώ δουλεύουν τα κουρασμένα πέλματα των ανθρώπων.
Πάντως, όπως και να ’χει, τα ξύλινα σανδάλια μού έφεραν φέτος το καλοκαίρι.
Οταν ήμουν παιδάκι, με το που τελειώναμε το σχολείο, η μητέρα μου κατέβαινε στο κέντρο της Αθήνας, σε μεγάλο φαρμακείο, για να μας τα αγοράσει: είναι ανατομικά, έλεγε, για να προλάβουμε την πλατυποδία και να μάθουμε να περπατάμε σωστά.
Το δεύτερο δεν το κατάφερε νομίζω, αλλά δεν φταίει εκείνη που μονίμως είχα μελανιές στα πόδια και γρατσουνισμένα γόνατα, καφε-κόκκινα από το ιώδιο. Πάντα περπατούσα βιαστικά, μονίμως απρόσεκτα, και τα πεσίματα τα είχα βούτυρο στο ψωμί μου. Αμέτρητα τα σκισμένα παντελόνια μου…
Αλλά εκεί, επέμενα. Μέχρι σκοινάκι και κυνηγητό έπαιζα φορώντας τα σανδάλια μου.
Αλλά το καλοκαίρι για μένα και τις αδελφές μου δεν ξεκινούσε χωρίς καινούργιο ζευγάρι σανδάλια, πάντοτε λευκά ή στο χρώμα της κρέμας – αναγκαία, αν και αρκετά ακριβή αγορά τότε. Το πόδι μας όμως μεγάλωνε ένα νούμερο κάθε χρόνο.
Μια χρονιά, τη βραδιά του Κλύδωνα, στο σπίτι της γιαγιάς, στη χωμάτινη αυλή, συνέβη το μοιραίο. Ενώ πηδούσαμε πάνω από τις φωτιές που έκαιγαν τα στεφάνια της πρωτομαγιάς, τα σανδάλια μου έπεσαν στη φλόγα.
Δεν ξέρω τι με στενοχώρησε τότε πιο πολύ και έκλαψα: τα χαλίκια που πλήγωσαν τις πατούσες μου ή ότι πριν προλάβουν να τραβήξουν τα σανδάλια από τη φωτιά αυτά είχαν πάθει τέτοια ζημιά που δεν θα μπορούσα πια να τα φορέσω.
«Δεν πειράζει, θα πάρουμε άλλα», μου είπε η γιαγιά που έτρεξε για το οξυζενέ και το ιώδιο.
Δεν θυμάμαι τι έγινε, αν μου αγόρασαν καινούργια ή αν φόρεσα της προηγούμενης χρονιάς. Αλλωστε μεγάλωνα πια και είχαν αρχίσει να μου αρέσουν οι σαγιονάρες που φορούσαν τα μοντέρνα, μεγαλύτερα από μένα κορίτσια, ακόμη και στις βόλτες τους.
Με ενοχλούσε ξαφνικά ο θόρυβος που έκαναν τα σανδάλια μου όταν περπατούσα, εκείνο το ρυθμικό «καπ καπ καπ» στα πατώματα, που κάποτε λάτρευα, όπως τους άλλους ήχους του καλοκαιριού: τα τζιτζίκια τα ζεστά μεσημέρια, τους γρύλους τα βράδια και τις διάσπαρτες, ακαθόριστες ομιλίες από τα μπαλκόνια.
Τώρα, που πια το πόδι μου δεν μεγαλώνει, αλλά έχει μείνει στο εφηβικό νούμερο 37, θα μπορέσω να κρατήσω τα όμορφα μπλε σανδάλια μου για περισσότερα από ένα καλοκαίρι.
Αλλωστε ξέρω πώς να τα προσέχω καλύτερα, οι φωτιές του Κλύδωνα έχουν χρόνια να ανάψουν στις γειτονιές, κι εγώ είμαι αρκετά μεγάλη για να παίζω κυνηγητό φορώντας τα ή να τολμώ άλματα στο σκοινάκι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: