Τετάρτη, 20 Ιουλίου 2016 | εθνος
του Δημήτρη Καμπουράκη
Ο Κατάλευκος είχε ανοίξει τα συρτάρια του γραφείου του και είχε αδειάσει το περιεχόμενό τους πάνω στο τραπέζι του. Ηρεμα, δίχως να βιάζεται, ξεδιάλεγε τα χαρτιά του, έσκιζε αυτά που δεν τον ενδιέφεραν κι άφηνε κάτι λίγα στην άκρη.
Ολα τούτα τα έκανε δίχως τη συνηθισμένη του ορμή και αποφασιστικότητα, σαν να καθυστερούσε επίτηδες την εκκαθάριση.
«Αρχηγέ, βλέπω ότι έχεις μαζέψει πολύ πράμα, ε;» του είπε ο Τζώνης κοιτάζοντάς τον ερευνητικά.
«Ναι, είναι φοβερό το τι σκουπίδι συγκεντρώνεται κατά τη διάρκεια του χρόνου. Εγώ κάθε χρόνο τέτοιο καιρό κάνω μια καλή εκκαθάριση».
«Εγώ πάλι, επειδή δουλεύω μέσω του υπολογιστή, δεν μαζεύω πράγματα στο γραφείο μου. Εσύ έχεις φτιάξει ολόκληρο βουνό».
«Καλύτερα τελικά που δουλεύετε με τους υπολογιστές εσείς οι νεότεροι, Τζώνη. Εχετε πολύ περισσότερες πληροφορίες και σε πολύ λιγότερο χρόνο από μας που ακόμα ξύνουμε το μολυβάκι μας».
«Μην το λες, αρχηγέ. Πρόσβαση στις πληροφορίες έχουμε, αλλά σύνθεση πληροφοριών σαν εσάς τους παλιότερους δεν μπορούμε να κάνουμε».
«Ε, ο δικός μας ο τρόπος τελειώνει, νεαρέ μου. Το μέλλον είστε εσείς».
«Αρχηγέ, πρώτη φορά σε ακούω αντί να μας κατακεραυνώνεις, να πλέκεις το εγκώμιο ημών των νεωτέρων».
«Ωραία το είπες αυτό το “ημών των νεωτέρων”, Τζώνη. Αρα κάτι έμαθες από μένα. Χαίρομαι γι’ αυτό».
«Χαίρεσαι; Ααααα, δεν μου τα λες καλά αρχηγούλη. Τι τρέχει; Δεν σ’ ακούω καλά… Μήπως αρρώστησες;».
«Βγήκα στη σύνταξη, Τζώνη. Αυτό είναι όλο. Χθες κατέθεσα τα χαρτιά μου…».
«Τι λες τώρα; Φεύγεις δηλαδή από την εφημερίδα;».
«Από το επάγγελμα φεύγω, Τζώνη. Ευδοκίμως τερματίσας την πορεία μου».
«Και τι θα κάνεις δηλαδή από δω και μπρος;».
«Ο,τι κάνουν όλοι οι συνταξιούχοι. Θα λέω ότι απασχολούμαι με πολλά, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα κάνω τίποτα».
«Ωστε γι’ αυτό αδειάζεις με τόση σχολαστικότητα τα συρτάρια σου;».
«Και το “σχολαστικότητα” από μένα το ‘μαθες».
«Πολλά έμαθα από σένα, αρχηγέ, σ’ το εξομολογούμαι. Παρά τους καβγάδες μας, με δίδαξες πολλά…».
«Δημιουργικοί ήταν οι καβγάδες μας, νεαρέ. Ζωογόνοι. Εμένα μου άρεσαν πολύ».
«Αλήθεια; Για φαντάσου. Κι εγώ που νόμιζα ότι ήθελες να με πετάξεις απ’ το παράθυρο».
«Ωρες ώρες, σου χρειαζόταν…».
«Θα περνάς όμως από την εφημερίδα, αρχηγέ. Και θα τα λέμε και έξω, έτσι;».
«Ούτε θα περνώ ούτε θα τα λέμε, Τζώνη. Οι γέροι με τους γέρους και οι νέοι με τη ζωή».
«Σήμερα τουλάχιστον θα πάμε να πιούμε μια μπίρα, πριν φύγω εγώ για άδεια κι εσύ για σύνταξη;».
«Να πιούμε, Τζώνη, να ρίξουμε κι έναν τελευταίο καβγά. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, για τη γενιά σου, για το ποτό, για το τσιγάρο, για τις γκόμενες, για ό,τι θέλεις…».
«Α, ρε αρχηγέ… ωραίος άνθρωπος είσαι τελικά».
«Δεν βαριέσαι, νεαρέ μου…».
Η ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ
Σκέψεις Ιουλίου
Πέρυσι τέτοιο καιρό έφευγα για το χωριό μου, έχοντας τη σιγουριά ότι επιστρέφοντας θα ξαναπήγαινα στη δουλειά μου. Φέτος φεύγω δίχως να έχω ιδέα τι θα βρω όταν επιστρέψω. Και να ήμουν μόνο εγώ, καημός δεν θα ‘ταν. Χιλιάδες είναι οι άνθρωποι που καταπλακώνονται από τα ίδια βαριά ερωτήματα.
Θα μου πείτε, «και τι να πουν οι άλλοι που είναι άνεργοι εδώ και πέντε χρόνια;». Δεν αντιλέγω, πλην αυτό είναι το πρόβλημα του τόπου. Αντί να ονειρευόμαστε για τα καλύτερα, ελπίζουμε να αποφύγουμε τη θέση των δυστυχέστερων, των πιο κακοπαθημένων.
Ας είναι. Παρ’ όλες τις σκοτεινές σκέψεις και τις σκοτεινότερες προοπτικές, το χωριό μας (για όσους έχουν) είναι πάντα ένα δίχτυ προστασίας. Θεωρητικό ίσως, αλλά στέκει εκεί. Με την κληματαριά στην αυλή, με το καφενείο στην πλατεία, με τους συγγενείς και τους παλιούς φίλους. Κάτι είναι κι αυτό. Εκεί θα είμαι τον επόμενο μήνα. Και ανάμεσα στα άλλα, θα σκέπτομαι ότι αυτή εδώ η σελίδα που διαβάζατε επί έναν χρόνο, αν μη τι άλλο ήταν έντιμη.